Το καλοκαίρι είχε πάντα κάτι το νοσταλγικό, κάτι υπνωτιστικό, και μερικές φορές χαλαρωτικό. Σαν μια υπόσχεση ότι όλα μπορούν να περιμένουν: η δουλειά, η κρίση, οι φόβοι για το αύριο. Ο ήλιος είναι όντως ο μεγάλος καταλύτης της συλλογικής μας ψύχωσης. Μόνο που φέτος (όπως και πέρυσι, και μάλλον και του χρόνου) αυτό που περιμένει στη γωνία δεν είναι απλώς μια ακόμη “μπλε” Δευτέρα, αλλά μια σταδιακή, μόνιμη παρακμή.

Όχι, δεν θα πέσει ουρανός στο κεφάλι μας, ας μην φοβόμαστε σαν τους Γαλάτες. Θα πέσει, όμως, άλλη μια αύξηση στο ρεύμα. Θα φτάσει στα ύψη η τιμή της χωριάτικης. Θα διαλυθεί ο κλιματισμός εν μέσω καύσωνα και το σέρβις θα κοστίζει όσο μια βδομάδα σε δωμάτιο με κοινόχρηστη κουζίνα και θέα στον ακάλυπτο ενός νησιού. Γιατί η καταστροφή δεν έχει κραυγές. Έχει αναμονές στο ΚΤΕΛ και νεράκι 1,50 στο λιμάνι. Έχει φίλους που δεν μπορούν να έρθουν διακοπές γιατί «έτυχαν κάτι απρόοπτα». Έχει γονείς που βλέπουν τα εγγόνια τους μόνο σε φωτογραφίες, γιατί τα παιδιά τους δουλεύουν 10ωρα για να πληρώσουν νοίκι σε ένα κουτί με δύο παράθυρα στο Παγκράτι.

Και κόβεις… Κόβεις από όπου μπορείς. Κόβεις συνδρομές. Κόβεις μέρες από τις διακοπές. Κόβεις ραντεβού με τον Ψ. Κόβεις έξοδο για ποτό γιατί «καλύτερα σπίτι». Κόβεις όνειρα. Κόβεις κι από την ανάσα σου καμιά φορά, έτσι για να χωράς στο budget. Και το χειρότερο; Οι από πάνω σου λένε ότι αυτό είναι φυσιολογικό. Ότι όλοι περνάνε τα ίδια. Οπότε, μην το παίρνεις προσωπικά. Δεν είναι δικό σου πρόβλημα. Είναι συλλογικό. Και ακριβώς γι’ αυτό είναι τόσο ύπουλο: γιατί μας πείθουν ότι είναι ατομική ευθύνη να επιβιώνεις σ’ ένα σύστημα που σε στεγνώνει.

Όχι, το σύστημα δεν είναι χαλασμένο. Είναι απλώς αποτελεσματικό, για τους λίγους. Οι εταιρείες ανακοινώνουν ιστορικά ρεκόρ κερδών με το ίδιο ύφος που η ΕΜΥ ανακοινώνει καύσωνα: «Ναι, είναι τραγικό, αλλά τι να κάνουμε;». Οι μισθοί μένουν ακίνητοι, σκονισμένοι και παγωμένοι στον χρόνο, σαν τους ανεμιστήρες στα “κάτω” γραφεία του δημοσίου. Οι τιμές των ενοικίων ανεβαίνουν και περιμένουν τον Σεπτέμβριο να κάνουν κι άλλα, πολλά πάρτι, ενώ η ιδιοκτησία γίνεται όνειρο δεύτερης κατηγορίας, και η πολιτική ενασχόληση έχει μετατραπεί σε θέαμα με τίτλο: «Ποιος φταίει περισσότερο για το τίποτα;».

Φυσικά, δεν μιλάμε για καμίοα αποτυχία του συστήματος. Μιλάμε για μελετημένο design. Ένα “design for living” που έχει σκοπό να σου ρουφάει το κάθε λεπτό, το κάθε ευρώ, και το κάθε κουράγιο. Και ας μην κοροϊδεύομαστε, όλο αυτό συμβαίνει όχι επειδή «κάτι πήγε στραβά», αλλά γιατί όλα πάνε ακριβώς όπως είχαν σχεδιαστεί: να σου δίνουν ελπίδα με το σταγονόμετρο και σου χρεώνουν τον σωλήνα.

Και κάποιοι από εμάς, πιο τυχεροί (ή άτυχοι) καθώς τσουρουφλιζόμαστε σε μια ξαπλώστρα 20 ευρώ (με την ηχορύπανση του κάθε τυχάρπαστου DJ δωρεάν), μπορείς να ακούσουμε τον ήχο της νέας εποχής: είναι οι τιμές που σφυρίζουν πάνω απ’ το κεφάλι μας σαν βέλη, μια καθημερινότητα που γίνεται όλο και περισσότερο “επείγουσα”.

Καλοκαίρι
Εικονογράφηση: © Artificial Vandalism / OLAFAQ

Και μέσα σε αυτές τις χαλαρές μέρες κάπου περνούν και σφηνώνονται οι σκέψεις της παγκόσμιας κατάρρευσης. Γιατί, όπως είπαμε μια γενική κατάρρευση συμβαίνει παντού γύρω μας, ίσως όχι σε όλους με τον ίδιο τρόπο γιατί είναι άνιση, αλλά και ταυτόχρονα απλωμένη σαν μια μόνιμη κατάσταση, ένα αποτέλεσμα ενός συστήματος που σε πείθει ότι αν κουραστείς λίγο παραπάνω, όλα θα φτιάξουν. Δεν θα φτιάξουν. Γιατί δεν φτιάχνονται.

Γιατί η κατάρρευση δεν είναι ένας ξαφνικός καύσωνας ή ένα τσουνάμι ή ένας κατακλυσμός. Είναι μοτίβο.

Και ακριβώς γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να τη δεις. Δεν υπάρχει «πριν» και «μετά». Υπάρχει μόνο το τώρα, το οποίο ας μην γελιόμαστε μοιάζει όλο και λιγότερο με αυτό που υποσχέθηκαν. Γι’ αυτό η κατάρρευση δεν είναι το τέλος του κόσμου. Είναι το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε. Εκείνου που δούλευες και κάποια στιγμή μπορούσες να έχεις σπίτι. Που μια δουλειά αρκούσε. Που το αύριο φαινόταν λίγο πιο φωτεινό από το χτες. Αν η ζωή σου τώρα είναι πιο δύσκολη απ’ ό,τι ήταν κάποτε, δεν φταις εσύ. Ζεις μέσα σε ένα σύστημα που ζητάει περισσότερα και σου δίνει λιγότερα.

Από τη δεκαετία του ’10, οι μισθοί έχουν αποσυνδεθεί πλήρως από την παραγωγικότητα. Ο μέσος εργαζόμενος παράγει πολύ περισσότερο, αλλά παίρνει πίσω ελάχιστα. Γιατί; Επειδή έτσι δουλεύει το σύστημα. Δηλαδή, δουλεύεις εσύ, για να δουλεύει το σύστημα. Αλλά δεν πειράζει μωρέ, οι μισθοί των CEOs έχουν εκτοξευθεί στο 1,460%. Μην ξεχνάς, όμως, κι αυτό κατάρρευση είναι. Και δεν είσαι καθόλου τρελός, ούτε καταθλιπτικός, ούτε πεσιμιστής αν νιώθεις ότι όλα πάνε κατά διαόλου. Η αίσθηση πως κάτι δεν πάει καλά δεν είναι προσωπικό σου πρόβλημα. Είναι το σύστημα που εκπέμπει καπνούς. Αλλά μην αγχώνεσαι, δεν έχει γίνει κάρβουνο, ακόμα ψήνεται.

Και μέσα σ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι επιμένει. Με τα ζεστά μελτέμια του, τις ντομάτες που μυρίζουν ακόμα κάτι παιδικό, και τα κορμιά που ψάχνουν τρόπο να απολαύσουν τη ζωή κόντρα στον προϋπολογισμό. Ναι, ο κόσμος γύρω μας ίσως να καταρρέει, αλλά, προς το παρόν, φοράει γυαλιά ηλίου και προσποιείται ότι απλώς τσουρουφλίζεται. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτή η επιμονή στην απόλαυση να είναι η μόνη επανάσταση που μας έχει απομείνει.

Και όσο κουρασμένοι κι αν είμαστε, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε τελειώσει ακόμα. Δεν πρόκειται για το τέλος του κόσμου. Πρόκειται για το τέλος ενός “άριστου” κόσμου που μας έκανε να πιστεύουμε πως όλα είναι υπό έλεγχο, αρκεί να πατήσεις το “snooze” στην όποια κρίση. Απλά τώρα, δεν χρειάζεται να γίνεις ήρωας. Μόνο να σταματήσεις να περιμένεις σωτήρες και να ξεκινήσεις να χτίζεις καταφύγια. Ψυχικά. Πολιτικά. Συλλογικά. Κοινοτικά.

Ή έστω, να παραδεχτείς ότι το έδαφος υποχωρεί, σαν την άμμο στην άκρη της παραλίας. Γιατί το πρώτο βήμα προς την επιβίωση, είναι να σταματήσεις να περπατάς σαν να μην έχεις καταλάβει ότι όλα γύρω σου είναι βάλτος.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.