Η θεωρία της μελαγχολίας ριζώνει στην αρχαιότητα. Ο Ιπποκράτης και οι μαθητές του πίστευαν ότι υπήρχαν τέσσερις χυμοί στον άνθρωπο: το αίμα που μιμείται τον αέρα και κυριαρχεί στα παιδικά χρόνια, η κίτρινη χολή που μοιάζει με τη φωτιά και δεσπόζει στην εφηβεία, η μέλαινα χολή που παραπέμπει στη γη και επικρατεί στην ωριμότητα και το φλέγμα που αντιγράφει το νερό και αντιστοιχεί στη γεροντική ηλικία. Πηγή της μελαγχολίας είναι η μέλαινα χολή, η οποία προκαλεί μια ψυχική πάθηση.
Τον 16ο αιώνα, η μελαγχολία κατακτά το συλλογικό φαντασιακό και εγκαθίσταται ως έννοια στην ιατρική, τις ιδέες και τις τέχνες.
Ανά τόπο και πολιτισμό, είναι έννοια που ανασχηματίζεται ολοένα, με θολά τα όριά της από την θλίψη, καμιά φορά. Πάντοτε, όμως, έχει μια μεγάλη σύνδεση με την καλλιτεχνικότητα, την άντληση έμπνευσης, ακόμα και την ίδια την έκφραση του performer καλλιτέχνη επί σκηνής. Εκεί που ο τραγουδιστής κλείνει τα μάτια στο φινάλε ή την έναρξη ενός κομματιού, ας πούμε. Αυτό το καθολικό ανθρώπινο συναίσθημα, που διαφοροποιείται από τη θλίψη, αποτελείται από μία αβάσταχτη λαχτάρα για το παρελθόν, μια διαδικασία νοσταλγικής ενδοσκόπησης που αφυπνίζει το βαθύ ένστικτο δημιουργίας που έχει κάθε άνθρωπος.
«Άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα βάσανα και οι απογοητεύσεις και η μελαγχολία δεν είναι εκεί για να μας ενοχλούν ούτε για να μας ευτελίζουν ούτε για να μας στερούν την αξιοπρέπειά μας, αλλά για να μας ωριμάσουν και να μας μεταμορφώσουν», έχει πει ο Έρμαν Έσσε.
Πώς να μην μελγαχολούμε; Όταν ξέρουμε, εμείς από όλα τα θνητά πλάσματα, ότι θα πεθάνουμε κάποια μέρα; Αλλά, υπάρχουν και άλλοι λόγοι, εκτός από την επίγνωση της θνητότητάς μας, η οποία είναι μάλλον χρήσιμη, τελικά. Είναι και ο φόβος της απώλειας των αγαπημένων μας, είτε μέσω θανάτου είτε άλλου τρόπου, εν ζωή, αποχωρισμού. Μικροί θάνατοι όλα, κάθε απόσχιση, κάθε ρήξη. Η φθορά, επίσης, η φθορά στις σχέσεις, στην αλαβάστρινη νιότη που ρυτιδιάζει μέσα σχεδόν σε μια στιγμή (έτσι μπορεί να αποτυπώνεται στην ψυχή μας, που έχει περισσότερη και στενότερη σχέση με την αιωνιότητα και μετράει αλλιώς εκεί ο χρόνος). Ναι, η φθορά μπορεί να μας μελαγχολήσει περισσότερο και από τον ίδιο τον θάνατο.
Η αίσθηση ότι τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν μένει ως έχει: το λουλούδι θα μαραθεί, ο έρωταςς θα υποχωρήσει, το καλοκαίρι θα τελειώσει. Γι’ αυτό και τα σύνορα της μελαγχολίας με την ευτυχία είναι απροφύλαχτα, ουσιαστικά δεν υφίστανται. Η απόλυτη ευτυχία, αυτό το momentum ένωσης ψυχής με σώμα και καρδιάς με μυαλό, μπορεί να φέρει δάκρυα. Ιδίως αν αυτή η απόλυτη ευτυχία πηγάζει από ερωτικότητα, τότε η εγγύτητά της με την μελγαχολία είναι δοδομένη, όσο η ανατολή του ήλιου το πρωί.
Μοιάζει κάτι μέσα μας να μας προετοιμάζει την ώρα που έχουμε ακόμα τα πάντα στα χέρια μας για την επικείμενη (αργά ή γρήγορα) απώλειά τους. Εξ ου και μέσα από την μελαγχολία γινόμαστε πιο δυνατοί. Μοιάζει με πρόβα πένθους και θρήνου, με ένα απαλό κατώφλι στο μεγάλο, σκοτεινό σπίτι της Λύπης.
Ο Ανατόλ Φρανς είχε επισημάνει το εξής: «Όλες οι αλλαγές, ακόμα και οι πιο μακροπρόθεσμες, έχουν τη μελαγχολία τους, γιατί αυτό που αφήνουμε πίσω μας είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας. Πρέπει να πεθάνουμε σε μια ζωή πριν μπορέσουμε να εισέλθουμε σε άλλη».
Έτσι ακριβώς είναι. Όταν αποφοιτούμε-μελαγχολία. Όταν αλλάζουμε εργασιακό περιβάλλον, αποχαιρετώντας αγαπημένους συναδέλφους. Ναι μεν πηγαίνουμε κάπου καλύτερα για εμάς, αλλά αποκοβόμαστε και από κάτι που αγαπήσαμε, κάτι με το οποίο συνδεθήκαμε. Όταν μετακομίζουμε. Μα, τι μας κάνει να μελαγχολούμε; Εμείς δεν βλαστημάγαμε το μικρό, παλιό διαμέρισμα με την υγρασια; Ναι, αλλά αυτό το μικρό, παλιό διαμέρισμα χώρισε την ζωή μας. Και τώρα, αυτή η ζωή τελειώνει.
Η ανθρώπινη πρόοδος είναι σπαρμένη με πολλούς, μικρούς θανάτους: οι χωρισμοί μας, οι συγκρούσεις με γονείς και φίλους, τα εφηβικά μας, λατρεμένα ρούχα που δεν μας χωράνε κάποια στιγμή, μουσικές, ταινίες και βιβλία που πάντα θα σεβόμαστε μα, πια, έχουμε ξεπεράσει. Η μελαγχολία μοιάζει, κάπως, με πένθος για τους εν ζωή θανάτους, για τις μικρές αυτές αποσχίσεις από ό, τι μας αγάπησε κι ό, τι αγαπήσαμε, για να καταφέρουμε να πάμε παρακάτω στην ζωή.
Μέσα από την μελαγχολία, εξερευνούμε τον εαυτό μας καλύτερα. Του επισημαίνουμε, μέσω αυτής της διακριτικής συναισθηματικής φόρτισης, τι είναι σημαντικό για εμάς. Οι μνήμες μας είναι οι ρίζες μας, το παρόν ο κορμός μας και τα κλαδιά του «δέντρου» οι στόχοι, τα όνειρα, το μέλλον μας. Τα χρειαζόμαστε όλα για να πορευτούμε. Η μελαγχολία τυλίγει το δέντρο, την ζωή μας και είναι στο χέρι μας να της επιτρέψουμε, ειρηνικά και αρμονικά, να συγκατοικεί με το φως, τον αέρα, το νερό που είναι ζωή, είναι χαρά, είναι ενέργεια.
Το δέντρο θρέφεται και θεριεύει, μέχρι που δεν υπάρχει πια. Και αυτό, αν το καλοσκεφτούμε, ίσως είναι λόγος για ανακούφιση, όχι μόνο για μελαγχολία. Ναι, τα ωραία τελειώνουν, αλλά τελειώνουν και τα βάσανα. Κάποια στιγμή, θα ξεκουραστούμε, χωρίς να χρειάζεται να αγχωνόμαστε για την επιβίωσή μας ή την φροντίδα αυτών που αγαπάμε.
Μέχρι τότε, μπορεί να μελαγχολούμε λίγο ή περισσότερο στις γιορτές, βλέποντας ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, διαβάζοντας έναν στίχο σε ένα ποίημα που μας «τσακίζει», βλέποντας την πρώτη ή την χιλιοστή μας άσπρη τρίχα, παρατηρώντας το σκυλί μας να γερνά ή το παιδί μας να μεγαλώνει.
Η μελαγχολία μπορεί να γίνει τέχνη και δεν εννοώ να μας κάνει, κατ’ ανάγκην καλλιτέχνες. Το να μελγαχολούμε είναι από μόνο του μια δημιουργική κατάσταση, είναι το τραγούδι της καρδιάς μας, η αποτύπωση μιας απόχρωσης της ψυχής μας στην ζωή μας, ένα μικρό πάγωμα του χρόνου που αδυσώπητα καλπάζει για να αναλογιστούμε το μεγαλείο και την λιγοστιά, παράλληλα, της ύπαρξης.