Έχετε σκεφτεί ποτέ αν είστε ή όχι ταπεινός άνθρωπος; Έχετε αναλογιστεί περί ταπεινότητας; Ποια η σχέση της με την ταπείνωση;
Στους καιρούς μας, οι λέξεις έχουν αποκτήσει πολύ ισχυρή υπόσταση. Εκστομίζονται αφειδώς στα social media, γράφονται σε ινσταγκραμικά τσιτάτα συνεχώς και η επαλήθευσή τους σε πραγματικότητα βιωμένη δεν είναι πάντα δυνατή. Το «ό, τι δηλώσεις είσαι» στα καλύτερά του, εν ολίγοις. Κάποιοι γίνονται εντελώς γραφικοί μιλώντας για αρετές όπως η υπομονή, η ταπεινότητα, η εγκράτεια, για αρετές που αναιρούν την υπόστασή τους όταν εκφέρονται προφορικά, όταν αυτο-αποτίνονται, όταν πολυ-διαφημίζονται. Ειδικά η ταπεινότητα δεν κηρύττεται, εφαρμόζεται.
Ο Ραβίνος Άαρον Μος (διδάσκαλος Καμπάλα, Ταλμούδ και Ιουδαϊσμού στην Αυστραλία) λέει το εξής:
«Οι πραγματικά ταπεινοί άνθρωποι αναγνωρίζουν τις δυνατότητες και τα επιτεύγματά τους. Νιώθουν ότι τα ταλέντα τους είναι δώρα από το Θ-ό και πιστεύουν ότι τα κατορθώματά τους οφείλονται αποκλειστικά στις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν στο δρόμο τους. Ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχημένοι, δημοφιλείς και προικισμένοι μπορεί να είναι, δεν το παίρνουν επάνω τους, διότι καταλαβαίνουν πως δεν πρόκειται για δικό τους επίτευγμα.
Ο Μωυσής ήταν πιο ταπεινός από οποιονδήποτε άλλο πάνω στη γη όντας γνώστης των θαυμαστών του έργων. Οδήγησε τους Ισραηλίτες έξω από την Αίγυπτο, περιπλανήθηκε μαζί τους στην έρημο και μίλησε στο Θ-ό, στο Όρος Σινά, για σαράντα μέρες και νύχτες. Κανένας άλλος άνθρωπος στην ιστορία δεν έφτασε σε τέτοια ύψη, γεγογονός το οποίο ο Μωυσής ήξερε. Πίστευε όμως αληθινά ότι η μεγαλοσύνη του ήταν ένα δώρο από το Θ-ό και πως αν οι ευκαιρίες που δόθηκαν σε αυτόν δίνονταν σε κάποιον άλλο, θα τις είχε χρησιμοποιήσει καλύτερα από τον ίδιο. Κοιτούσε τους πιο απλούς των ανθρώπων και έλεγε: “Εάν ήταν στη θέση μου, θα γινόταν καλύτερος Μωϋσής από μένα”.
Το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του ανάξιο, δεν δείχνει ταπεινότητα, αλλά αγνωμοσύνη. Ο Θεός έχει ευλογήσει τον καθένα από εμάς με μοναδικές ιδιότητες και όλοι θα πρέπει να το γνωρίζουμε αυτό. Στην πραγματικότητα, μόνο όταν αναγνωρίζουμε την αξία μας μπορούμε να είμαστε ταπεινοί και όταν επίσης ρωτάμε τον εαυτό μας “μου δόθηκε η δυνατότητα να μεγαλουργήσω – εκμεταλλεύομαι αυτό το δώρο;».
Η σύνδεση της ταπεινότητας με την θρησκεία
Η λέξη «ταπεινός» στην αρχαία ελληνική γραμματεία σήμαινει περισσότερο «χαμερπής», παρά σεμνός και μετρημένος. Προ χριστιανισμού, η ετυμολογική ερμηνεία της λέξης όπου ως ταπεινός θεωρείται ο κατώτερος, ο υποδεέστερος, ο αδύναμος, συχνά και ο ασήμαντος.
Η ταπεινότητα θεωρείται αρετή, όπως την κατανοούμε μέχρι σήμερα, με την έλευση του χριστιανισμού. Πρώτος ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, ταπεινώνεται και διδάσκει με τις πράξεις του την αρετή της ταπεινότητας. Μας καλεί να γίνουμε αδέλφια του και, όλοι μαζί, δούλες και δούλοι, κόρες και γιοι του Θεού. Είτε, σε κοσμικό επίπεδο, έχουμε εξουσία, είτε είμαστε φτωχοί, εργάτες, με ή χωρίς περιουσία, είμαστε σε πνευματικό επίπεδο ίσοι. Κι εφόσον συλλογικά (υποτίθεται) ταπεινωνόμαστε εμπρός στα μάτια του Κυρίου μας, κανείς δεν νομιμοποιείται από την θρησκεία να ταπεινώνει έναν συνάνθρωπό του, έναν αδελφό του.
Σύμφωνα με το Βικιλεξικό ταπεινός είναι αυτός που: δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, έχει σεμνούς τρόπους,είναι ασήμαντος ή χαρακτηρίζεται από μετριότητα. Το αντίθετο της ταπεινότητας είναι η αλαζονεία, η έπαρση και η υπεροψία. Το κοινό αυτών των κακών χαρακτηριστικών της υπερηφάνειας είναι η αίσθηση σπουδαιότητας και μοναδικότητας που προκαλούν. Η αίσθηση ότι κάποιος είναι ο καλύτερος και ο πιο σημαντικός. Ο υπερθετικός βαθμός δεν μπήκε τυχαία μιας και η σημασία και σπουδαιότητα έχουν νόημα μόνο συγκριτικά. Πιο σημαντικός από ή τουλάχιστον τόσο σημαντικός όσο ο άλλος.
Διαβάζω το γραπτό της Μαρίας Στρατάκου επί του θέματος: «Η σεμνότητα και η ταπεινότητα δεν είναι να τοποθετείς τον εαυτό σου πιο κάτω από όλους, αλλά η συνειδητοποίηση ότι η κατάταξη, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω, δεν είναι αναγκαία. Είναι η αληθινή γνώση και αίσθηση που έχει κανείς για τον εαυτό του, όπως είναι, αυτογνωσία που συνοδεύεται από αυτοπεποίθηση για την αξία σου αυτή καθαυτή χωρίς να την προσδιορίζεις συγκρίνοντάς την. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να θες να γίνεσαι καλύτερος. Το πρόβλημα είναι να θες να γίνεσαι καλύτερος για να είσαι ανώτερος. Τουλάχιστον κατά την ταπεινή μου άποψη».
Στον ινδουισμό υπάρχουν τα 5 kleshas, δηλαδή οι πέντε αιτίες του πόνου, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται η αίσθηση του Εγώ. Πιο συγκεκριμένα, το να επιτρέπουμε τα Εγώ – Είμαι – Δικό μου να ορίζουν τη ζωή μας. Η αίσθηση της ανεπάρκειας ή της ανωτερότητας είναι και τα δύο εκφράσεις του Εγώ. Ο «θάνατος του εγώ» είναι η απώλεια της υποκειμενικής ταυτότητας, η συνειδητοποίηση της ενότητας σου με τον κόσμο που εξαλείφει οποιαδήποτε ανάγκη για σύγκριση. Στην ουσία της λοιπόν, και σύμφωνα με τον ινδουισμό, ταπεινότητα είναι ο θεμελιώδης σεβασμός προς όλα τα έμβια όντα. Όντας κάποιος ταπεινός, εξαγνίζεται από το εγωιστικό μυαλό, που τόσο εξυμνείται σήμερα, και λαμβάνει ένα μεγαλύτερο δώρο. Πραγματική γνώση και σοφία. Μεγαλείο πολύ μακριά από την μετριότητα.
Πώς μπορούμε, όμως, να είμαστε στ’ αλήθεια ταπεινοί;
Θα βοηθούσε, για αρχή, να δουλέψουμε την συναισθηματική μας ωριμότητα στο να παραδεχθούμε τα λάθη μας. Μπορούμε επίσης να εξασκήσουμε το βλέμμα στις ομορφιές, στον γύρω και τον έξω κόσμο, ο οποίος δεν περιστρέφεται γύρω μας. Να σκεφτούμε ότι δεν είμαστε σημαντικότεροι από τους άλλους-και αν πιστεύουμε ότι είμαστε, να το βάλουμε κάτω και να το αναλύσουμε. Γιατί η δική μας επιτυχία ή ο δικός μα ςπόνος να αξίζουν και να ζυγίζουν διπλά; Να αρχίσουμε να λέμε την αλήθεια. Να ρωτάμε αν δεν ξέρουμε κάτι. Να λέμε ευχαριστώ, να συνδεθούμε ξανά με το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης.
Να μην φοβόμαστε ότι η ταπεινότητα θα μας κάνει να δείχνουμε ηττοπαθείς. Η ψυχολόγος Ηλιάνα Χρυσικάκου σημειώνει κάτι πολύ ωραίο επ’ αυτού: «Με ρώτησαν πρόσφατα ποια χαρακτηριστικά καθιστούν τον άνθρωπο ταπεινό, χωρίς να κινδυνεύει να γίνει ηττοπαθής. Μου φάνηκε τόσο ενδιαφέρον θέμα προς ανάλυση, καθώς κατάλαβα πως πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι η ταπεινότητα είναι αδυναμία. Λογικό αν σκεφτούμε πως ζούμε σε μια ναρκισσιστική εποχή, όπου η εξασφάλιση της “καλής εικόνας” είναι το ζητούμενο και ο εαυτός είναι αντικείμενο προς επίδειξη και όχι υποκείμενο προς σχέση. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως ταπεινός είναι ο άνθρωπος που αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του στις καταστάσεις, όχι όλη την ευθύνη των καταστάσεων και ταυτόχρονα είναι σε θέση να βάζει όρια στον εαυτό του και τους άλλους και καλούς όρους στις σχέσεις του. Ακόμη, ταπεινός είναι όποιος έχει επίγνωση τόσο των προτερημάτων όσο και των σκοτεινών του σημείων και επιθυμεί να συναντηθεί ουσιαστικά με τους άλλους παρά και τις δικές τους αδυναμίες. Ταπεινός είναι όποιος έχει τη γνώση πως ότι καλό του συμβεί στη ζωή του δεν θα του προσφερθεί αλλά θα προκύψει μέσα από επένδυση, δέσμευση και προσπάθεια. Τέλος, ταπεινότητα προκύπτει από τη βίωση των δύσκολων συναισθημάτων, το μη κουκούλωμα, το πένθος για ότι δεν υπάρχει πια, όχι με απαισιοδοξία αλλά πίστη ότι αυτή η διαδικασία θα μας ελευθερώσει. Όταν σκέφτομαι τι σημάνει ταπεινότητα φέρνω στο νου τον Μιχαήλ Άγγελο, αυτό τον σπουδαίο γλύπτη και ζωγράφο της Αναγέννησης, του οποίου έργα είναι – μεταξύ άλλων εμβληματικών – η Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό και η Πιετά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν τον θάνατό του, χαρακτηρίστηκε ως “ο θεϊκός” και ο ίδιος στα 85 του χρόνια, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, δήλωσε: “Ακόμα μαθαίνω”…»
Ακόμα μαθαίνουμε, λοιπόν. Πάντα να έχουμε να μαθαίνουμε! Ίσως αυτό είναι το κλειδί.