Η καλοσύνη είναι το νερό που ποτίζει την ανθρώπινη κατάσταση. Ένα νερό που οι ίδιοι οι άνθρωποι επιλέγουν να ρυπαίνουν καθημερινά.
Μέσα στην επίπονη στέπα της φάσης «είμαι ζωντανός/περπατώ σε μια πόλη/μένω σε ένα διαμέρισμα/δουλεύω/αναπνέω/υπάρχω», οι φίλοι μας είναι οι οάσεις χαράς και αγάπης που χρειαζόμαστε. Εντάξει, και η οικογένειά μας. Τον έρωτα τον αφήνω εκτός, για τώρα. Ο έρωτας είναι, καταλήγω, κατάσταση εκτός ζωής, βαδίζει απαλά και αγκαθωτά σε ένα μεταίχμιο ζωής και θανάτου και γι’ αυτό λέγεται έρωτας και γι’ αυτό μάς φύει, αλλά και μας κατατρώει.
Πίσω στους φίλους. Της παρηγοριάς, της αγκαλιάς, του μοιράσματος, των μυστικών, της συνωμοσίας των κοινών αστείων και μυστικών. Αλλά και της γλυκορουτίνας, της σιωπής, της ευτυχίας να έχεις γλιτώσει από συμπεριφορές ευγένειας, της καύλας να είσαι 100% ο εαυτός σου. Οι φίλοι είναι ανεξίτηλο κομμάτι της ζωής μας και τους θέλουμε πάντοτε κοντά μας, εκτός από εκείνες τις φορές που δεν τους θέλουμε.
Έχετε νιώσει την θαλπωρή του άγνωστου πλήθους; Να βρίσκεστε μες στο λεωφορείο με τα ακουστικά και να ρεμβάζετε διακριτικά πάνω στα πρόσωπα των Άλλων; Να νιώθετε ανακούφιση που μοιράζεστε αυτήν την ταλαιπωρία με ένα μάτσο αγνώστους, να νιώθετε ζεστά κύματα ανθρωπίλας να σας κατακλύζουν; Ή, έστω, την σκέψη ότι είμαστε όλοι μεγαλωμένα μωρά, στα 30, στα 40, στα 50 μας, που απλώς θέλουμε ένα δροσερό ντους, ένα φιλί στο στόμα, λίγο κανάκεμα και μια ώρα ύπνο κουλουριασμένοι σε άνετο κρεβάτι;
Καμιά φορά, είναι ωραία ακόμα και να μιλάς με ένα άγνωστο. Τα σκυλιά σας μυρίζονται, ανταλλάσσετε ένα βλέμμα. ΠΙθανώς, ένα χαμόγελο ή ένα άβολο αστείο. Έπειτα, αλλάζετε δρόμους και δεν ξανασυναντιέστε ποτέ. Τι ωραία! Αυτό είναι το νόημα. Να μην ξανασυναντηθείτε. Αυτό μπορεί να αποτελεί και την ουσία ενός παθιασμένου one night stand. Η συνάντηση με τα άλλα ανθρωπένια ζώα, τα δίποδα, χωρίς προσδοκία βαθύτερης συναλλαγής. Χωρίς αναμονή για εκπλήρωση κάποιας επιθυμίας ή στόχου. Νομάδες της ζωής, μέσα από την περπατησιά, την σεξουαλικότητα, την υπόστασή μας.
Ο Άγιος Άγνωστος
Ο Άγνωστος θα μπορούσε να αποτελεί μια μικρή θεότητα προς λατρεία, εντός των αστικών ιστών της οικουμένης. Όταν πέρασα το βαρύ ερωτικό μου πένθος την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού, άγνωστες γυναίκες και άνδρες στον δρόμο, στο λεωφορείο και στο παρκάκι της γειτονιάς μου με είδαν να κλαίω, ενίοτε να σπαράζω, να γονατίζω στην άκρη του δρόμου με γόνατα κομμένα και καρδιά σπασμένη σε χίλια κομμάτια. Κάποιοι, οι περισσότεροι, προσπέρασαν. Άλλοι, λίγοι, στάθηκαν. Να δουν πώς είμαι, αν χρειάζομαι βοήθεια, αν θέλω να πιω λίγο νερό. Ή ίσως να μιλήσω.
Οι κολλητές μου στάθηκαν βράχοι σε πολύωρα τηλεφωνήματα. Κι οι φίλοι μου όλοι ήταν εκεί, μαζί μου. Πρώτες βοήθειες: αγκαλιές, ένα φαγάκι, ένα δώρο απρόσμενο, τα γενναιόδωρα, πρόθυμα να ακούσουν τα παραληρήματά μου αυτιά τους. Αλλά, κάποιες λίγες φορές, στιγμές, ώρες, δεν με χωρούσε ούτε η δική τους αγάπη και καλοσύνη. Δεν με χωρούσε ούτε το σώμα μου, τα σύνορα του εαυτού μου. Αυτοί οι Άγιοι Ξένοι που στάθηκαν και με έκαναν να ντραπώ, αυτοί με λύτρωσαν όχι μια και δυο, αλλά πολλές φορές. Τους έλεγα «καλά είμαι, μην ανησυχείτε» και σωζόμουν έστω πρόσκαιρα, τόσο όσο να μην πνιγώ εντελώς.
Αλλά δεν είναι μόνο για τα ζόρια οι άγνωστοι κι οι ξένοι. Είναι αυτές οι μικρές πυγολαμπίδες της καθημερινότητας που την ομορφαίνουν, αν σε πετύχουν σε σωστή διάθεση. Ο φούρναρης, η μοδίστρα, ο ντελιβεράς. Οι σχεδόν δικοί σου, που όμως δεν είναι δικοί σου, γιατί δεν τους γνωρίζεις ουσιαστικά. Δεν ξέρεις καν το όνομά τους, καμιά φορά. Κι αν το μαθαίνεις, μαζί με καμιά δυο άλλες πληροφορίες, είναι απλώς για να γλιστράει πιο εύκολα η σχεδόν καθημερινή σας συνάντηση μέσα στον χρόνο.
Η κυρία Ευαγγελία μου μπαλώνει τα ρούχα μου και της λέω καμιά δυο φράσεις στα αλβανικά. Με ραίνει με κομπλιμέντα και μου φτιάχνει τη μέρα. Μου κάνει εκπτώσεις, της πηγαίνω μικρά δωράκια. Η Μιράντα, στην Κυψέλη κι αυτή, με χτενίζει μερικές φορές μέσα στον χρόνο. Της αφήνομαι. Της έχω πει κάποιες προσωπικές μου ιστορίες, όπως και της Αρίνας που μου κάνει τα νύχια. Τόσο όσο. Δεν θα μπορούσα να με φανταστώ σε ένα τραπέζι με αυτές τις γυναίκες. Τι θα λέγαμε; Η συνθήκη μάς ενώνει. Κοσμούμε η μία την ζωή της άλλης, δεν θα τσακωθούμε μάλλον ποτέ, δεν είμαστε σε θέση να αλληλοπληγωθούμε, όμως νιώθουμε συμπάθεια, συμπόνια και ενδιαφέρον.
Ο ψιλικατζής στην Αγίας Ζώνης ή η κυρία Μαρία στο μπακάλικό της στην Δροσοπούλου ξέρουν τη μάρκα από τα τσιγάρα μου. Ο κύριος Γιάννης απέναντι από τα γραφεία του olafaq καταλαβαίνει πότε είμαι μανουριασμένη, χαλαρή ή ευδιάθετη. Κερνάει κανένα μπισκοτάκι και μου φτιάχνει τη μέρα.
Όλοι έχουμε τους κυρίους Γιάννηδές μας, λίγο πολύ. Κι είναι ωραίοι τύποι οι κύριοι Γιάννηδές μας. Έχουν καλοσύνη και ξυπνούν και την δική μας, την κάποτε κοιμισμένη, την κάποτε αρνητική στο να βγει προς τα έξω.
Εκεί που οι πιο δικοί μας άνθρωποι, οι μάνες, οι γκόμενοι, καμιά φορά οι συνάδελφοι, κάτι φίλοι, μας πληγώνουν επειδή μάς είναι σημαντικοί κι η γνώμη τους έχει βαρύνουσα σημασία για εμάς, έρχονται οι κυρίες Μαρίες και οι κύριοι Γιάννηδες να μας ζεστάνουν κομμάτια μας που πάγωσαν, που πληγώθηκαν, που ξεχάστηκαν. Να μας υπενθυμίσουν ότι είμαστε όμορφοι, δυνατοί, σημαντικοί.
Δεν υποκαθιστούν την αγάπη των σημαντικών άλλων μας, σε καμία περίπτωση. Όμως η παρουσία τους μάς ανακουφίζει. Ίσως και η δική μας παρουσία ανακουφίζει εκείνους. Ίσως είμαστε κι εεμίς οι δικοί τους Άγιοι Άγνωστοι.
(Στο κάτω κάτω, όλοι ήμασταν άγνωστοι μεταξύ μας προτού τελικά αγαπηθούμε και πληγωθούμε.)