Έρχεται μια στιγμή στη ζωή, σχεδόν ανεπαίσθητη, σχεδόν αθόρυβη που καταλαβαίνεις πως κάτι τελείωσε. Συζητάμε για εκείνη τη σιωπηλή μετατόπιση που κάνει τον κόσμο να δείχνει ίδιος και όμως να μην είναι πια. Πρόκειται συχνά μια συσσώρευση απωλειών, αλλαγών, φθοράς και αλήθειας και τότε συνειδητοποιείς ότι έχεις περάσει σε μια άλλη εποχή της ζωής σου, ούτε δεδομένα καλύτερη, ούτε χειρότερη. 

Ο χρόνος δεν ζητά την άδειά μας για να μας αλλάξει. Η απώλεια ακόμη λιγότερο. Έρχονται όπως οι στιγμές: άλλοτε αργά, φύλλο το φύλλο και άλλοτε βίαια σαν νυχτερινή καταιγίδα που ξηλώνουν ό,τι θεωρούσες δεδομένο. Χάνεις έναν άνθρωπο, έναν ρόλο, μια καθημερινότητα, μια εκδοχή του εαυτού σου που μέχρι χθες νόμιζες σταθερή και ξαφνικά βρίσκεσαι να ζεις σε έναν κόσμο που μοιάζει γνώριμος αλλά δεν σου ανήκει πια με τον ίδιο τρόπο. 

Το πρώτο που καταρρέει σε τέτοιες μεταβάσεις είναι η ταυτότητα. Εκείνη η άνετη απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι;» που για χρόνια στηριζόταν σε επαγγέλματα, σχέσεις, ρόλους, κοινότητες. Η επαγγελματική μας εικόνα δεν είναι αιώνια. Κάποτε ήμασταν νέοι, ορατοί, παρόντες στα κέντρα των εξελίξεων. Τα ονόματά μας κυκλοφορούσαν, οι απόψεις μας είχαν βάρος, οι μέρες μας ήταν γεμάτες θόρυβο. Οι νεότεροι παίρνουν τη σκυτάλη. Οι παλιές βεβαιότητες ξεθώριασαν. Τα συρτάρια γέμισαν αποκόμματα μιας ζωής που μοιάζει πια μακρινή. 

Αυτό δεν είναι ήττα. Είναι η φυσική ροή των πραγμάτων. Όμως όταν συμβαίνει ταυτόχρονα με το πένθος, τότε η απώλεια γίνεται πολλαπλή. Δενχάνεις μόνο τον άνθρωπο, χάνεις και τον εαυτό που ήσουν δίπλα του. Χάνεις μια κοινή ταυτότητα, έναν κοινωνικό ρόλο, έναν μικρό προσωπικό μύθο που έδινε νόημα στις ημέρες. Η ζωή δεν “αφαιρεί” απλώς πρόσωπα. Αφαιρεί ολόκληρους κόσμους. 

Κάποιοι άνθρωποι χάνουν τον σύντροφό τους και μαζί χάνουν μια σκηνή ζωής: τη μουσική, τη συντροφικότητα, τις νύχτες μετά τα λάιβ, την αίσθηση του “ανήκω”. Μπορεί να συνεχίσουν να πηγαίνουν σε συναυλίες, να βλέπουν τους ίδιους φίλους, να ακούν τα ίδια τραγούδια. Όμως ξέρουν βαθιά μέσα τους ότι δεν είναι πια “μέσα”. Είναι φιλοξενούμενοι σε έναν κόσμο που κάποτε ήταν σπίτι. 

Αυτή είναι η δυσκολότερη μάχη: η αποδοχή ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις όπως πριν. Κάθε απώλεια απαιτεί αναδόμηση. Κάθε αλλαγή ζητά να ξανασυστηθείς στον εαυτό σου. Να πεις “δεν είμαι πια αυτός που ήμουν” χωρίς να το βιώνεις ως ακύρωση, αλλά ως μετάβαση. 

Το πρόβλημα είναι πως οι μεταβάσεις δε συνοδεύονται από χάρτες. Ξυπνάς, κάνεις ό,τι πρέπει να κάνεις, λειτουργείς, επιβιώνεις, αλλά νιώθεις ότι κινείσαι μέσα σε ομίχλη. Δεν ξέρεις που πας. Ούτε είσαι σίγουρος αν θέλεις καν να πας κάπου συγκεκριμένα. Το μέλλον, που κάποτε ήταν μια έννοια γεμάτη σχέδια, τώρα μοιάζει αόριστο, σχεδόν τρομακτικό. Η αβεβαιότητα είναι ίσως το πιο ειλικρινές τοπίο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μόνο που συνήθως την καλύπταμε με θόρυβο, ρόλους, υποχρεώσεις, ταχύτητα. Όταν όλα αυτά αποσύρονται, μένεις αντιμέτωπος με τη σιωπή. Με την ερώτηση χωρίς εύκολη απάντηση: «Τι κάνω τώρα;» 

Η άνοιξη δε ρωτά αν τη θέλεις, έρχεται. Με νέους ανθρώπους, νέες συνήθειες, νέες εκδοχές χαράς που σήμερα δεν μπορείς καν να φανταστείς. Το να κοιτάς κατάματα κάθε νέα πρόκληση δεν σημαίνει ότι την νικάς. Σημαίνει ότι δεν της γυρίζεις την πλάτη. Σημαίνει ότι αναγνωρίζεις τον φόβο, τη θλίψη, την αβεβαιότητα, αλλά επιλέγεις να μείνεις παρών. Να μην αποσυρθείς από τη ζωή, ακόμη κι όταν δεν καταλαβαίνεις πού σε πηγαίνει. Μοιάζει σαν την πιο ώριμη μορφή ελπίδας: όχι με τη βεβαιότητα ότι όλα θα γίνουν καλύτερα, αλλά η βαθιά αποδοχή ότι, ό,τι κι αν έρθει μπορείς να το αντικρίσεις και να συνεχίσεις.  

*Με στοιχεία από το Psychology Today 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.