Στέκομαι στην ουρά του σούπερ μάρκετ με μια μικρή φέτα καρπούζι στο χέρι. Τιμή 83 λεπτών. Κόβεται ακριβώς σε πέντε συμμετρικά κομμάτια, ένα για κάθε απόγευμα της εβδομάδας. Θα το φάω κρύο, μετά τη δουλειά, όσο περιμένω να γίνει ο απογευματινός ελληνικός ή το τσάι. Το κλιματιστικό θα είναι αναμμένο στους 24 βαθμούς και τα μαλλιά μου δεν θα έχουν αλάτι, αλλά καυσαέριο.
Είναι το όγδοο καλοκαίρι μου στην Αθήνα. Φέτος όμως το παράκανα. Ο δεκαπενταύγουστος μόλις πέρασε κι εγώ είμαι ακόμη εδώ, χωρίς σαφές πλάνο αναχώρησης και χωρίς σαφή σχέδια γενικότερα. Μου λένε πως είμαι τυχερή που έχω χωριό για το καλοκαίρι, αλλά η επαρχιακή πόλη των παιδικών μου χρόνων δεν είναι χωριό, και έχει πάψει καιρό τώρα να είναι φιλόξενη.
Στις ειδήσεις ακούω για την μεγάλη έξοδο, οι φίλες μου λίγο πριν φύγουν μιλούσαν με ενθουσιασμό για την ευκολία με την οποία έβρισκαν να παρκάρουν. Όμως το τρόλεϊ αργεί κι όταν έρχεται είναι πάντα γεμάτο, ιδρωμένο και εκνευρισμένο, και όσο κι αν προσπαθώ με R‘n’B στα ακουστικά, δεν μπορώ να απομονωθώ από τη θερινή ένταση.
Στο ίδιο τρόλεϊ, δεν βλέπω κανένα πρόσωπο που να μοιάζει γνώριμο. Ακούω γλώσσες που δεν καταλαβαίνω, αναγνωρίζω όμως τα πειρακτικά γέλια των Αφρικανών με τα χρωματιστά πουκάμισα, τα λινά παντελόνια και τα μοκασίνια, καταλαβαίνω τα παράπονα στις φωνές των Βαλκάνιων οικιακών βοηθών, μαντεύω τι μπορεί να σημαίνει ο αναστεναγμός των Αιγύπτιων και Πακιστανών εργατών που επιστρέφουν από την οικοδομή με σκονισμένα μπλουζάκια και λαδομπογιά στα αθλητικά.
Καμιά φορά σκέφτομαι πως εδώ, ορισμένα από τα άτομα που ήρθαμε από την επαρχία μετά την ενηλικίωσή μας, θα είμαστε πάντα φιλοξενούμενα. Ο τόπος είναι, βέβαια, υποκειμενικός, αλλά θα είμαστε συνεχώς στο μεταίχμιο.
Στη μικρή επαρχιακή πόλη που μεγάλωσα βλέπεις θάλασσα. Τη λαϊκή τη λέμε παζάρι και τα φρούτα δεν τα αγοράζουμε ποτέ από ψυγείο, μόνο από πάγκο ή καρότσα. Το μπάνιο δεν είναι εκδρομή αλλά καθημερινή τελετουργία. Το μπαλκόνι είναι συνεχώς ακατάστατο, με χθεσινοβραδινά κουτάκια μπύρας, μισολιωμένα κεριά και μουτζουρωμένα σταυρόλεξα. Το καρπούζι, δε, έχει τη δική του ιεροτελεστία.
Έχει τέσσερις καρέκλες γύρω από το τραπέζι, στρωμένο τραπεζομάντιλο και το μεγάλο γυάλινο μπολ. Έχει τις βραδινές ειδήσεις να παίζουν στην τηλεόραση, ανοιχτή εξώπορτα και παρακάλια στη μάνα για λίγη φέτα. Έχει μια κρυφή μπουκιά στο μαλτέζ, και μάχη με τον μικρό αδελφό για το κομμάτι με τα λιγότερα κουκούτσια. Σκέφτομαι αυτές τις μικρές μάχες και χαμογελάω. Δεν θα προλάβαινα ούτε μια μπουκιά από το καρπούζι των ογδοντατριών λεπτών αν δεν είχα ξεμείνει εδώ.
Λοιπόν, η Αθήνα το καλοκαίρι είναι γοητευτική μόνο εάν είσαι νέος ή αφελής. Θα έλεγα και πλούσιος, αλλά είναι καιρός τώρα που ζούμε με δανεικό χρήμα και δανεικό χρόνο. Δεν βρίσκω τίποτα ρομαντικό στους πλανόδιους ήχους κιθάρας έξω από το μετρό του Πανεπιστημίου. Η Πατησίων τη νύχτα είναι άδεια όχι γιατί οι κάτοικοι έχουν φύγει πια, αλλά γιατί έχουν κρυφτεί πίσω από κλειστά παντζούρια. Πίσω έχουμε μείνει εμείς που δεν έχουμε που αλλού να πάμε, κι έτσι για να επιβιώσουμε κάπως πρέπει να ρομαντικοποιήσουμε την πόλη, να την δούμε μέσα από φακούς μίας δήθεν ομορφιάς, μιας δήθεν ανάσας και δήθεν αυθεντικότητας.
Ξέρω πως έχω το προνόμιο να είμαι εδώ, να γράφω, να αναστοχάζομαι και να αφήνω τις σκέψεις μου να κυλήσουν αργά, όσο ο ανεμιστήρας σπρώχνει τον ζεστό αέρα. Είναι ένα προνόμιο που δεν το έχουν όλοι, και το ξέρω. Κι όμως, φέτος, το καλοκαίρι μοιάζει να μας βρίσκει όλους με μελανιές και νοσταλγία. Φεύγουμε για λίγο, βιαστικά, με έναν κόμπο στο στομάχι, κι ας το κρύβουμε κάτω από φωτογραφίες με ήλιο και αλάτι. Δεν μπορούμε να αφεθούμε. Πασχίζουμε να χαλαρώσουμε, αλλά οι μύες παραμένουν σφιγμένοι, σαν να περιμένουμε κάτι να συμβεί.
Κι ενώ εμείς ψάχνουμε στις τσέπες μας ψιλά για εισιτήρια και παγωμένες μπύρες, σε μια ακτή του κόσμου άνθρωποι υποχρεώνονται σε ασιτία από ένα κράτος-τιμωρό. Παιδιά μεγαλώνουν με το βλέμμα καρφωμένο στον ουρανό, όχι για να βρουν σχήματα στα σύννεφα, αλλά με την ελπίδα της από αέρος ανθρωπιστικής βοήθειας. Σε ένα άλλο σημείο του χάρτη, άνδρες με κοστούμια διαπραγματεύονται ερήμην σύνορα χωρών, σαν να ήταν γραμμές σε χαρτί και όχι βουνά, ποτάμια, χωριά με ιστορίες αιώνων.
Κι εμείς εδώ, πίσω από likeable stories και πρόχειρα captions, ψιθυρίζουμε τις μικρές μας πληγές στις φίλες και τους φίλους μας κάπου μετά το «κοιμάσαι;», όπως όταν λέγαμε τα παιδικά μυστικά μας στα κοινά κρεβάτια του εξοχικού. Τώρα λέμε ότι είναι δύσκολη η εποχή, αλλά δεν βρίσκουμε ακριβώς τις λέξεις να την περιγράψουμε. Αντί για αυτό, την καλύπτουμε με χρώματα και φίλτρα, με καφέδες που μοιάζουν αφράτοι και παραλίες που δείχνουν ήσυχες. Είναι ο τρόπος μας να επιβιώσουμε: να προσποιηθούμε πως ο κόσμος είναι ασφαλής, έστω για λίγα δευτερόλεπτα, όσο κρατά ένα story πριν εξαφανιστεί. Ίσως αυτό να ’ναι το κοινό κι εκείνων που έφυγαν κι εκείνων που έμειναν. Μαθαίνουμε να υπάρχουμε στο περιθώριο της προσοχής, να χωράμε μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, όσο κρατά ένα story πριν χαθεί.
Στα αρχειοθετημένα μας, στιγμές που μοιάζουν παγωμένες στο χρόνο. Όταν γυρίσεις θα μου πεις πως ήτανε καλά, μα ήταν λίγο. Θα ευχηθείς καλό χειμώνα και θα το εννοείς, για πρώτη φορά. Θα με ρωτήσεις πως ήταν εδώ και θ’ απαντήσω πως ήταν ήσυχα, για να μην σου πω φρικτά μοναχικά. Ή ίσως, όμορφα μοναχικά. Ή απλά μοναχικά, όχι ανυπόφορα, μα δύσκολα.
Δύσκολα, γιατί πίσω μείναμε οι φτωχοί και οι εξόριστοι. Η Αθήνα δεν άδειασε το δεκαπενταύγουστο – άδειασε από τους μόνιμους και νόμιμους κατοίκους της. Οι υπόλοιποι έπρεπε κάπως να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη μελαγχολία και την ευτυχία των θερινών μεσημεριών.
Από κάτω, στην πιλοτή, ένα παιδί μαθαίνει ποδήλατο. Τον πατέρα του τον ακούω να του φωνάζει «μην το φοβάσαι, πέσε αν είναι, και σήκω ξανά». Σκέφτομαι πόσες φορές πρέπει να το ακούσουμε αυτό για να το πιστέψουμε στ’ αλήθεια. Πόσες φορές χρειάζεται να πέσουμε χωρίς να μας κρατήσει κανείς, για να μάθουμε τελικά την ισορροπία; Πόσες φορές πρέπει να γυρίσεις σπίτι με μια μόνο φέτα, μέχρι να μαθαίνεις να τρως το καρπούζι μόνος, να το κάνεις δικό σου; Έστω κι αν πάντα θα σου θυμίζει πόσο ξένος μεταξύ ξένων παραμένεις εδώ.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Στέκομαι στην ουρά του σούπερ μάρκετ με μια μικρή φέτα καρπούζι στο χέρι. Τιμή 83 λεπτών. Κόβεται ακριβώς σε πέντε συμμετρικά κομμάτια, ένα για κάθε απόγευμα της εβδομάδας. Θα το φάω κρύο, μετά τη δουλειά, όσο περιμένω να γίνει ο απογευματινός ελληνικός ή το τσάι. Το κλιματιστικό θα είναι αναμμένο στους 24 βαθμούς και τα μαλλιά μου δεν θα έχουν αλάτι, αλλά καυσαέριο.
Είναι το όγδοο καλοκαίρι μου στην Αθήνα. Φέτος όμως το παράκανα. Ο δεκαπενταύγουστος μόλις πέρασε κι εγώ είμαι ακόμη εδώ, χωρίς σαφές πλάνο αναχώρησης και χωρίς σαφή σχέδια γενικότερα. Μου λένε πως είμαι τυχερή που έχω χωριό για το καλοκαίρι, αλλά η επαρχιακή πόλη των παιδικών μου χρόνων δεν είναι χωριό, και έχει πάψει καιρό τώρα να είναι φιλόξενη.
Στις ειδήσεις ακούω για την μεγάλη έξοδο, οι φίλες μου λίγο πριν φύγουν μιλούσαν με ενθουσιασμό για την ευκολία με την οποία έβρισκαν να παρκάρουν. Όμως το τρόλεϊ αργεί κι όταν έρχεται είναι πάντα γεμάτο, ιδρωμένο και εκνευρισμένο, και όσο κι αν προσπαθώ με R‘n’B στα ακουστικά, δεν μπορώ να απομονωθώ από τη θερινή ένταση.
Στο ίδιο τρόλεϊ, δεν βλέπω κανένα πρόσωπο που να μοιάζει γνώριμο. Ακούω γλώσσες που δεν καταλαβαίνω, αναγνωρίζω όμως τα πειρακτικά γέλια των Αφρικανών με τα χρωματιστά πουκάμισα, τα λινά παντελόνια και τα μοκασίνια, καταλαβαίνω τα παράπονα στις φωνές των Βαλκάνιων οικιακών βοηθών, μαντεύω τι μπορεί να σημαίνει ο αναστεναγμός των Αιγύπτιων και Πακιστανών εργατών που επιστρέφουν από την οικοδομή με σκονισμένα μπλουζάκια και λαδομπογιά στα αθλητικά.
Καμιά φορά σκέφτομαι πως εδώ, ορισμένα από τα άτομα που ήρθαμε από την επαρχία μετά την ενηλικίωσή μας, θα είμαστε πάντα φιλοξενούμενα. Ο τόπος είναι, βέβαια, υποκειμενικός, αλλά θα είμαστε συνεχώς στο μεταίχμιο.
Στη μικρή επαρχιακή πόλη που μεγάλωσα βλέπεις θάλασσα. Τη λαϊκή τη λέμε παζάρι και τα φρούτα δεν τα αγοράζουμε ποτέ από ψυγείο, μόνο από πάγκο ή καρότσα. Το μπάνιο δεν είναι εκδρομή αλλά καθημερινή τελετουργία. Το μπαλκόνι είναι συνεχώς ακατάστατο, με χθεσινοβραδινά κουτάκια μπύρας, μισολιωμένα κεριά και μουτζουρωμένα σταυρόλεξα. Το καρπούζι, δε, έχει τη δική του ιεροτελεστία.
Έχει τέσσερις καρέκλες γύρω από το τραπέζι, στρωμένο τραπεζομάντιλο και το μεγάλο γυάλινο μπολ. Έχει τις βραδινές ειδήσεις να παίζουν στην τηλεόραση, ανοιχτή εξώπορτα και παρακάλια στη μάνα για λίγη φέτα. Έχει μια κρυφή μπουκιά στο μαλτέζ, και μάχη με τον μικρό αδελφό για το κομμάτι με τα λιγότερα κουκούτσια. Σκέφτομαι αυτές τις μικρές μάχες και χαμογελάω. Δεν θα προλάβαινα ούτε μια μπουκιά από το καρπούζι των ογδοντατριών λεπτών αν δεν είχα ξεμείνει εδώ.
Λοιπόν, η Αθήνα το καλοκαίρι είναι γοητευτική μόνο εάν είσαι νέος ή αφελής. Θα έλεγα και πλούσιος, αλλά είναι καιρός τώρα που ζούμε με δανεικό χρήμα και δανεικό χρόνο. Δεν βρίσκω τίποτα ρομαντικό στους πλανόδιους ήχους κιθάρας έξω από το μετρό του Πανεπιστημίου. Η Πατησίων τη νύχτα είναι άδεια όχι γιατί οι κάτοικοι έχουν φύγει πια, αλλά γιατί έχουν κρυφτεί πίσω από κλειστά παντζούρια. Πίσω έχουμε μείνει εμείς που δεν έχουμε που αλλού να πάμε, κι έτσι για να επιβιώσουμε κάπως πρέπει να ρομαντικοποιήσουμε την πόλη, να την δούμε μέσα από φακούς μίας δήθεν ομορφιάς, μιας δήθεν ανάσας και δήθεν αυθεντικότητας.
Ξέρω πως έχω το προνόμιο να είμαι εδώ, να γράφω, να αναστοχάζομαι και να αφήνω τις σκέψεις μου να κυλήσουν αργά, όσο ο ανεμιστήρας σπρώχνει τον ζεστό αέρα. Είναι ένα προνόμιο που δεν το έχουν όλοι, και το ξέρω. Κι όμως, φέτος, το καλοκαίρι μοιάζει να μας βρίσκει όλους με μελανιές και νοσταλγία. Φεύγουμε για λίγο, βιαστικά, με έναν κόμπο στο στομάχι, κι ας το κρύβουμε κάτω από φωτογραφίες με ήλιο και αλάτι. Δεν μπορούμε να αφεθούμε. Πασχίζουμε να χαλαρώσουμε, αλλά οι μύες παραμένουν σφιγμένοι, σαν να περιμένουμε κάτι να συμβεί.
Κι ενώ εμείς ψάχνουμε στις τσέπες μας ψιλά για εισιτήρια και παγωμένες μπύρες, σε μια ακτή του κόσμου άνθρωποι υποχρεώνονται σε ασιτία από ένα κράτος-τιμωρό. Παιδιά μεγαλώνουν με το βλέμμα καρφωμένο στον ουρανό, όχι για να βρουν σχήματα στα σύννεφα, αλλά με την ελπίδα της από αέρος ανθρωπιστικής βοήθειας. Σε ένα άλλο σημείο του χάρτη, άνδρες με κοστούμια διαπραγματεύονται ερήμην σύνορα χωρών, σαν να ήταν γραμμές σε χαρτί και όχι βουνά, ποτάμια, χωριά με ιστορίες αιώνων.
Κι εμείς εδώ, πίσω από likeable stories και πρόχειρα captions, ψιθυρίζουμε τις μικρές μας πληγές στις φίλες και τους φίλους μας κάπου μετά το «κοιμάσαι;», όπως όταν λέγαμε τα παιδικά μυστικά μας στα κοινά κρεβάτια του εξοχικού. Τώρα λέμε ότι είναι δύσκολη η εποχή, αλλά δεν βρίσκουμε ακριβώς τις λέξεις να την περιγράψουμε. Αντί για αυτό, την καλύπτουμε με χρώματα και φίλτρα, με καφέδες που μοιάζουν αφράτοι και παραλίες που δείχνουν ήσυχες. Είναι ο τρόπος μας να επιβιώσουμε: να προσποιηθούμε πως ο κόσμος είναι ασφαλής, έστω για λίγα δευτερόλεπτα, όσο κρατά ένα story πριν εξαφανιστεί. Ίσως αυτό να ’ναι το κοινό κι εκείνων που έφυγαν κι εκείνων που έμειναν. Μαθαίνουμε να υπάρχουμε στο περιθώριο της προσοχής, να χωράμε μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, όσο κρατά ένα story πριν χαθεί.
Στα αρχειοθετημένα μας, στιγμές που μοιάζουν παγωμένες στο χρόνο. Όταν γυρίσεις θα μου πεις πως ήτανε καλά, μα ήταν λίγο. Θα ευχηθείς καλό χειμώνα και θα το εννοείς, για πρώτη φορά. Θα με ρωτήσεις πως ήταν εδώ και θ’ απαντήσω πως ήταν ήσυχα, για να μην σου πω φρικτά μοναχικά. Ή ίσως, όμορφα μοναχικά. Ή απλά μοναχικά, όχι ανυπόφορα, μα δύσκολα.
Δύσκολα, γιατί πίσω μείναμε οι φτωχοί και οι εξόριστοι. Η Αθήνα δεν άδειασε το δεκαπενταύγουστο – άδειασε από τους μόνιμους και νόμιμους κατοίκους της. Οι υπόλοιποι έπρεπε κάπως να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη μελαγχολία και την ευτυχία των θερινών μεσημεριών.
Από κάτω, στην πιλοτή, ένα παιδί μαθαίνει ποδήλατο. Τον πατέρα του τον ακούω να του φωνάζει «μην το φοβάσαι, πέσε αν είναι, και σήκω ξανά». Σκέφτομαι πόσες φορές πρέπει να το ακούσουμε αυτό για να το πιστέψουμε στ’ αλήθεια. Πόσες φορές χρειάζεται να πέσουμε χωρίς να μας κρατήσει κανείς, για να μάθουμε τελικά την ισορροπία; Πόσες φορές πρέπει να γυρίσεις σπίτι με μια μόνο φέτα, μέχρι να μαθαίνεις να τρως το καρπούζι μόνος, να το κάνεις δικό σου; Έστω κι αν πάντα θα σου θυμίζει πόσο ξένος μεταξύ ξένων παραμένεις εδώ.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.