Όταν μιλώ ή σκέφτομαι για αλλαγές, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό είναι τα βιβλία του Αντρέα Καμιλλέρι που τον έμαθε ο μισός πλανήτης από τα αστυνομικά του μυθιστορήματα. Ο Καμιλλέρι ξεκίνησε την συγγραφική του καριέρα στα 53 του χρόνια. Πριν ήταν σκηνοθέτης. Πέθανε το 2019, αν δεν τον ξέρετε, βρείτε τον, θα σας αρέσει-μάλλον.
Φυσικά, ξέρουμε όλοι κι άλλες ιστορίες ανθρώπων που τα άλλαξαν όλα, ή τέλος πάντων, κάτι κάποια απρόσμενη στιγμή. Κάπως έχει εγγραφεί στο συλλογικό μας θυμικό ότι 18-19 ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε, μέχρι τα 28-30 παλεύουμε, πειραματιζόμαστε, ίσως αλλάζουμε ρότα. Και μέχρι τα 35 έχουμε βρει τον δρόμο, στον οποίο μένουμε και είτε πετυχαίνουμε ή αποτυγχάνουμε μέχρι να πεθάνουμε. Όλο και αλλάζει το πράγμα. Εννοώ ότι ανέκαθεν υπήρχαν άνθρωποι που ξέφευγαν από την προδιαγεγραμμένη πορεία όπως την κανόνιζε για εκείνους η κοινωνία, το σπίτι, η εκπαίδευση, το περιβάλλον τους. Απλώς, τώρα αυτοί οι άνθρωποι πληθύνονται κι αυξάνονται. Έχουν φωνή. Τολμάνε. Επηρεάζουν κι άλλους.
Γυναίκες που κάνουν παιδί στα 40, άνθρωποι που παραιτούνται από μια βαρετή δουλειά για να τολμήσουν την δική τους μικρή επιχείρηση, ζευγάρια που ομολογούν ότι στο ”μαζί” βαλτώνουν και ας είναι πια 45 και 50 και 55 χρονών γιατί η ζωή δεν τελειώνει στην μέση ηλικία, νέοι που αλλάζουν κατεύθυνση σπουδών στα 30 για να διεκδικήσουν την καριέρα των ονείρων τους, τύπισσες και τύποι που επιστρέφουν στο χωριό ή την κάνουν για μια μεγάλη πόλη της Ευρώπης ή της Αμερικής με αέρα στα πανιά τους.
Πώς καταλαβαίνουμε ότι έχει έρθει η ώρα για κάποια αλλαγή;
Τα σημάδια, σχεδόν πάντα, είναι εκεί, αν και όχι συνήθως εντελώς ορατά. Όταν κάτι μας τη σπάει, το σπίτι μας, η σχέση μας, τα κιλά που χάσαμε ή που πήραμε, η ρουτίνα μας, μέσα μας υπάρχει εκείνο το κομμάτι μας που το έχει υπόψη, που το γνωρίζει. Κάποιες φορές, νιώθουμε έντονα την αίσθηση κενού ή την έλλειψη νοήματος. Αισθανόμαστε αδιαφορία ή πλήξη για κάτι που κάποτε μπορεί να μας γέμιζε μα χαρά. Και μιλάμε για διαρκή πλήξη, όχι για μια απλή βαρεμάρα που όλοι και όλες νιώθουμε για τα πράγματα από καιρού εις καιρόν και είναι απολύτως φυσιολογικό. Αν αγνοήσουμε επιτακτικά το μήνυμα επειδή φοβόμαστε τις αλλαγές, τότε θα οδηγηθούμε σε απαισιοδοξία, κακή διάθεση και, ίσως, και σε κατάθλιψη. Θα φέρουμε το βάρος των επιλογών μας και η ψευδαίσθηση ότι δεν μπορούν να αλλάξουν, να αντικατασταθούν από άλλες επιλογές, θα το κάνει αυτό το βάρος να φαίνεται μεγαλύτερο.
Άλλοτε πάλι, το ίδιο το σώμα μας είναι που μιλάει. Πόνοι αγνώστου προελεύσως, δερματικά, αυξομειώσεις βάρους και άλλα… μπορεί να αποτελούν ένα βροντερό μήνυμα ότι βρισκόμαστε κάπου (σε κάποια σχέση, δουλειά, κατάσταση) που απλώς δεν λειτουργεί πια. Τουλάχιστον, δεν λειτουργεί υπέρ μας. Ίσως βλέπουμε έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη. ίσως ο περίγυρός μας μας κρούει τον κώδωνα για κάποιο θέμα επίμονα. Μας κάνουν όλοι παρατήρηση για τα νεύρα μας; Δεν μπορεί να είναι όλοι παράλογοι.
Και οι μεγάλες αλλαγές δεν είναι πάντοτε κινηματογραφικές. Μπορεί, για εμάς, μεγάλη αλλαγή να είναι μια μικρή ανακαίνιση στο σαλόνι μας. Το να διώξουμε τα πράγματα του πρώην μας από το σπίτι. Του να ξεκινήσουμε (ή να διακόψουμε!) ψυχοθεραπεία. Το να ανοίξουμε την πόρτα του σπιτιού μας σε ένα ζωάκι, ένα αδέσποτο. Είναι λογικό να έχουμε κάποιες αντιστάσεις, σε πρώτη φάση. Άλλωστε, δεν είμαστε όλοι το ίδιο τολμηροί, ανοιχτοί και έτοιμοι για ρίσκα. Η αλλαγή στο μυαλό αρκετών από εμάς παρουσιάζεται ως μία αρνητική και δυσάρεστη κατάσταση, ενώ για άλλους ως μια νέα ευκαιρία για να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες στην ζωή τους, με το αίσθημα του ενθουσιασμού να κυριαρχεί και να νικά τον φόβο.
Ας μην ξεχνάμε, σε κάθε περίπτωση, κι αυτό που είπε ο Δαρβίνος: «Αυτός που θα επιβιώσει δεν είναι ο πιο δυνατός ή ο πιο έξυπνος, αλλά αυτός που προσαρμόζεται στις αλλαγές». Κι αυτό δεν είναι θέμα ηλικίας, αλλά mindset.
Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στην Άντα Κουγιά.