(«Δεν σε νοιάζουν οι εκλογές; Δεν σε νοιάζουν οι πρωθυπουργοί κι οι βουλευτές; Τότε είσαι άξιος της μοίρας σου;», έλεγε ένας σ’ ‘εναν το πρωί στον ΗΣΑΠ Βικτωρίας κι απαντούσε αυτός ο ένας «Άσε με, ρε φίλε, κι εσύ», και κάπνιζε και ποιος ξέρει τι σεβντά κουβαλούσε, μα είναι δυνατόν να ξεχνάμε τους σεβντάδες και ν’ ασχολούμαστε με τις στατιστικές, τις έδρες και τις δημοσκοπήσεις; Κάποιες ώρες είναι δύσκολο να είσαι στ’ αλήθεια κοινωνικό και πολιτικό ον, κάποιες ώρες η πιο βαθιά πολιτική πράξη είναι να κλείνεσαι στον εαυτό σου)

Έτσι λοιπόν

Έξω από τα social media και τα τηλεοπτικά εκράν

Στα γείσα των μπαλκονιών με τα φορτωμένα τασάκια

Στο παιδικό λεύκωμα της κάθε γενιάς (άλλο με πολυτονικό, άλλο με αγγλικούρες και στίκερς και στίχους που έγραψε ένας τράπερ)

Μέσα στα προβάδικα και τα studio, κάτω στα έγκατα του μετρό και τα καλώδια των ακουστικών

Μέσα στα τσαλακωμένα νυχτερινά όνειρα, επηρεασμένα από αλκοόλ, ουσίες ή απλώς μοναξιά

Η πολιτική λάμπει δια της απουσίας της

Σε τόπους που κυβερνώνται από ανθρώπους ατελείς και μανιακούς, κανείς και καμιά δεν μπορεί να είναι το ίδιο ευχαριστημένος με την διπλανή του

Πάντα κάπου η αδικία, το λίγο, το λειψό, το απροσπάθητο, το άνοιαχτο για την δική σου πανάκριβη, κοστοβόρα, σαρκοβόρα Μελαγχολία

Κι έτσι, αναπόφευκτα, πιο πολύ από τις εκλογές και τα αποτελέσματά τους σε νοιάζει ο μικρόκοσμός σου, που του’ σαι βασιλέας 

Και τύψεις μη νιώθεις, δεν είσαι απολιτίκ, είναι απλώς ανθρώπινο να σε νοιάζει περισσότερο:

1. Πώς θα γράψεις στις πανελλαδικές κι άμα γράψεις καλά θα σου δώσου λεφτά να πας στο νησί να ξεπαρθενιαστείς ίσως ή επιτέλους κι άμα δεν γράψεις καλά ποιος τους ακούει, εσύ ούτε που ξέρεις τι θες να κάνεις στην ζωή σου κι ούτε που πήγες να ψηφίσεις, είσαι δεκαεφτά, δεν είσαι κουλ για τους συμμαθητές σου, το παίζεις επαναστάτρια, ενώ σε νοιάζει απλώς να μεγαλώσει κι άλλο το στήθος σου, ποια επανάσταση ιερότερη από του σώματός σου

2. Αν θα στείλει Εκείνος επιτέλους και πώς μπορεί να μην στέλνει και πώς γίνεται να είστε δυο ξένοι που τα σώματά σας γίνονταν κουβάρι με το ερκοντίσιον στη διαπασών και ηχεία να παίζουν ξανά και ξανά τ’ αγαπημένα σας τραγούδια γιατί για εσάς ο χρόνος κυλούσε κυκλικά και δεν υπήρχε χθες που δεν σας περιείχε ως μέλλον κι ούτε μπορούσε να υπάρξει αύριο με όλο το παρόν σας το ακαταμάχητο να έχει ξεχαστεί και ματαιωθεί και πεταχτεί σαν φλούδα φορύτου σε κάδο

3. Ο θείος σου, η μαμά σου κι ο παππούς που αρρωσταίνουν κι απισχνώνονται φαγωμένοι από την Αρρώστια σε κρεβάτι νοσοκομείου και τι θα κάνεις άμα πεθάνουν ποιος θα είσαι άμα πεθάνουν πώς γίνεται να πεθαίνουν εκείνοι που αγαπάμε και μια ασθένεια να τους κάνει αγνώριστους να σκοτώνει τα μαλλιά τους, την διάθεσή τους, να θολώνει το βλέμμα-πώς θα καταφέρεις να θάψεις τη μάνα σου καλοκαιριάτικο αν δεν ζήσει, πώς θα είσαι στην κηδεία, τι θα κάνεις το αμέσως επόμενο πρωί

4. Ο χρόνος που περνάει από το δέρμα σου τροχοφόρο μεγατόνων και αφήνει ρυτίδες, άσπρες τρίχες, πεσμένα βυζιά, μαλακότερο πουλί, μεγαλύτερη κοιλιά, μικρότερες αντοχές για ξενύχτι, ασχημότερο πρόσωπο στον καθρέφτη, πληγές που πια φαίνονται ανοιχτές και φοβάσαι ότι καθένας στον δρόμο ξέρει τα λάθη σου, τις παραλείψεις, τις υπερβολές, τις κακουχίες κι εκείνη την περίοδο που κάπνιζες ό, τι καπνιζόταν και νόμιζες, αναληθώς, πως είχες αγγίξει την ευτυχία

5. Ο βιαστής σου, ο κακοποιητής σου που δίνει πάλι μια συνέντευξη σε ένα κανάλι ή, ανωνύμως, περιφέρεται σε στέκια κοινά κι ούτε που σκέφτεται να σε βρει να μιλήσετε, αλήθεια, γιατί δεν τον κατήγγειλες ποτέ, είχε κλειδώσει την πόρτα και σε είχε κολλήσει στον τοίχο και σου έλεγε πως είσαι μια πατσαβούρα που σου κάνει χάρη κατά βάθος κι εσύ μέσα σου ούρλιαζες αλλά προσπαθούσες να κρατήσεις ψυχραιμία κι από τότε πέρασαν δεκάδες καλοκαίρια και ακόμα η ιστορία εκείνη ανεβοκατεβαίνει μέσα σου σαν εμετός ανέκφραστος, με φόβο προς την λεκάνη

6. Η τέχνη σου, η μουσική σου, τα κείμενά σου που παλεύεις να υφάνεις μες στα χρόνια, ξεκλέβοντας ώρες από την δουλειά ή το ραχάτι, για εκείνους τους εκατόν πενηντατέσσερις αναγνώστες ή/και ακροατές, ναι, σε καίει η τέχνη σου, να την φτιάξεις, να την βρεις μέσα σου, να αναρωτηθείς αν αφορά και κανέναν άλλον εκτός από σένα, να σκεφτείς αν λες ψέματα πάνω στη σκηνή και πάνω στο χαρτί, να απορήσεις για ποιον, στ’ αλήθεια, λόγο κάνεις τέχνη και να τολμήσεις να σε αμφισβητήσεις, να πεις «είμαι μωρέ εγώ τώρα καλλιτέχνης;»

7. Το παιδί σου που σε μισεί, που σ’ έβριζε πάλι το πρωί κι είσαι, λέει, μια μάνα άχρηστη κι ένας πατέρας μαλάκας, εσύ που το αγκάλιαζες μικρό κι έβαζες το πατουσάκι του ολόκληρο στο στόμα, τι ευτυχία να μασουλάς την σάρκα που η σάρκα σου έφτιαξε και τόσες θυσίες, διπλά μεροκάματα, τώρα ο μικρός μεγάλωσε, τώρα η μικρή κάνει επανάσταση, είσαι κι εσύ ένας μητσοτάκης που γαμιέται, είσαι η εξουσία, εσύ που μ’ ένα μπακ πακ γυρνούσες στα τρένα της Ευρώπης και τώρα πενηντάρισες και δεν ξέρεις τώρα αν πρέπει ν’ αγκαλιάσεις, να μαλώσεις, να μιλήσεις ή να κάνει λίγη λίγη ακόμα υπομονή με το κωλόπαιδο, το σπλάχνο σου τ’ αγαπημένο το μαλακισμένο

8. Το αμάξι που πάλι χάλασε, το μανικιούρ που πάλι ξεφλούδισε, το μπουκάλι που πάλι το άδειασες, το ραντεβού που ακυρώθηκε, το κουτσομπολιό που άκουσες να λέγεται για σένα στην δουλειά, το κακεντρεχές σχόλιο στον διάδρομο της υπηρεσίας για την φούστα σου, τον πεσμένο σου κώλο, την μυτόγκα σου, το φυτό σου που μαράθηκε (όλο πεθαίνουν τα φυτά σου, όλα λάθος τα κάνεις), το κινητό που δεν πρόσεξες και έπεσε και ράγισε η οθόνη, το πρωινό ξύπνημα που, 35 έφτασες, ως πότε θα σε ζορίζει τόσο πολύ, μάλλον για πάντα θα σε ζορίζει τόσο πολύ

9. Τα όνειρά σου που δεν βγήκανε, που εσύ φταις, αλλά δεν φταις κιόλας, που δεν έφυγες εγκαίρως από εκείνο το σπίτι, από εκείνη την γειτονιά, από αυτήν την πόλη κι από αυτήν την χώρα, τα ψυχολογικά σου που δεν λύνονται με μία φορά την εβδομάδα επίσκεψη, τα ψέματά σου, τα κέρατα που έχεις φορέσει στην γυναίκα σου και νιώθεις πως τα ξέρει όλα, και λες κάθε φορά θα είναι η τελευταία, όμως πάλι πας με άλλη και ξανά, και δε νιώθεις ούτε έτσι ευτυχία και πληρότητα, τι άλλαξε, λες, γιατί παλιά ήταν όλα καλύτερα, μάλλον καλύτερος ήσουν εσύ, ή μήπως όχι, αφού τώρα έχεις πιο πολλά λεφτά και πήρες και τη μηχανή επιτέλους, αλλά ξέρεις, ξέρεις πως έχεις λόγους να δυσκολεύεσαι να κοιμηθείς τα βράδια, είναι όσα δεν είπες, είναι για εκείνους που πλήγωσες, είναι που δεν μπορείς ακόμα να σε αγαπήσεις και που, στο βάθος, δεν γουστάρεις να προσπαθείς και γι’ αυτό

10. Ο θάνατός σου που κοντεύει, σύμφωνα με τις στατιστικές, τόσα πακέτα τσιγάρα, η έκτη και η έβδομη και η όγδοη δεκαετία ζωής, ε, πόσο θα φτάσεις, στο κάτω κάτω κουραστική είναι η ζωή και πόσο να ζει δηλαδή κανείς, αλλά είναι και γλυκιά και δεν χορταίνεται και σκέφτεσαι τι θα με περιμένει όταν πεθάνω, ποιος ψεύτικος παράδεισος, ποια κόλαση κάλπικη, ποια σκοτεινιά, τι θα λένε για μένα όταν λείπω, πώς είναι στ’ αλήθεια να λείπεις, τι δεν πρόλαβα ή δεν θέλησα πολύ να κάνω όσο ήμουν παρούσα και παρών-μα ακόμα είμαι, άραγε προλαβαίνω κάτι, κάτι μικρό, ακόμα;