Τι συμβαίνει όταν οι λέξεις που κάποτε περιέγραφαν πραγματικά και συγκεκριμένα προβλήματα όπως «woke» ή «τραυματικό» αρχίζουν να χρησιμοποιούνται για τα πάντα; Η έννοια τους χαλαρώνει, η σημασία τους εξασθενεί και αυτά που πριν ήταν μέσα αντίληψης για συγκεκριμένες καταστάσεις γίνονται μπανάλ. Τα τελευταία χρόνια, οι όροι όπως «woke» και «τραυματικό ή τραύμα» έχουν γίνει καθημερινές λέξεις στο δημόσιο λόγο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι διατηρούν την αρχική τους σημασία ή δύναμη. Αντίθετα, καταλήγουν συχνά να υπονομεύονται από την υπερβολική ή ανεξέλεγκτη χρήση τους, χάνοντας τη σαφήνεια και το βάρος που είχαν αρχικά.

Αυτή η διόγκωση μίας έννοιας είναι γνωστή στη θεωρία ως conceptual stretching ένας όρος που εισήγαγε ο πολιτικός θεωρητικός Τζιοβάνι Σαρτόρ και ουσιαστικά σημαίνει ότι όταν μια λέξη απομακρύνεται πολύ από το πλαίσιο που την «γέννησε», η σημασία της αρχικής έννοιας χάνεται και διατηρείται μόνο μια συναισθηματική φόρτιση. Για παράδειγμα, ο όρος ναρκισσιστής παλιότερα ήταν μία σαφής διαγνωστική έννοια στην ψυχολογία, αλλά σήμερα πολλοί τον χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν ανθρώπους που απλώς είναι ενοχλητικοί ή εγωκεντρικοί. Αυτή η μετάβαση δείχνει πώς η γλώσσα παίζει ρόλο όχι μόνο στην περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά και στη διαμόρφωση ηθικών κρίσεων.

Από το «woke» στο πανταχού παρόν

Ο όρος «woke» ξεκίνησε ως έννοια πολιτικής εγρήγορσης απέναντι σε κοινωνικές αδικίες, ιδίως φυλετικές. Στη συνέχεια όμως, διαδόθηκε ευρύτατα, ακόμα και ως εργαλείο σχολιασμού και κριτικής. Με την πάροδο του χρόνου, το «woke» απέκτησε τόσες πολλές ερμηνείες που έχασε το σταθερό, σαφές του νόημα. Σήμερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κοπτικό σχόλιο, ως ύβρις ή ως σύνθημα, ανάλογα με την πολιτική ή την ιδεολογική πρόθεση του ομιλητή.
Ακριβώς αυτή η αποσταθεροποίηση κάνει τη λέξη λιγότερο χρήσιμη. Όταν το «woke» μπορεί να σημαίνει τα πάντα, καταλήγει να μην σημαίνει τίποτα συγκεκριμένο και χάνει τη δυνατότητα να αναδείξει πραγματικά ζητήματα και θέματα τα όποια αφορούσε στην αρχική του μορφή.

Το παράδειγμα του «τραυματικού ή τραύματος»

Παρομοίως, η λέξη «τραυματικό» που αρχικά χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει βαθιά ψυχολογικά τραύματα έχει γίνει καθημερινό buzzword και πλέον χρησιμοποιείται με μία ελαφρότητα για να περιγράψει δύσκολες εμπειρίες, απογοητεύσεις, ακόμα και απλές ενοχλήσεις. Έτσι, ο όρος αποδυναμώνεται. Όταν όλοι «έχουν τραυματικές εμπειρίες», η έννοια του πραγματικού τραύματος, της ψυχολογικής βλάβης, υποχωρεί. Κι αν χάσει αυτή τη βαρύτητα, γίνεται πιο εύκολο να αγνοήσουμε όσους έχουν πραγματικά υποστεί σοβαρές ψυχικές δοκιμασίες και έχουν βιώσει πραγματικά τραύμα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν κάθε επέκταση χρήσης μιας έννοιας είναι καταδικαστέα. Υπάρχουν δύο είδη «stretching των λέξεων»:
Η περιγραφική επέκταση (descriptive stretching), όταν μια λέξη προσαρμόζεται ώστε να συμπεριλάβει νέες πραγματικότητες, χωρίς όμως να θολώνει η αρχική έννοια και η κανονιστική επέκταση (normative stretching), όταν η γλώσσα χρησιμοποιείται για ηθική ή πολιτική πίεση, όχι απλώς για περιγραφή. Στην περίπτωση του «woke» και του «τραυματικού», το δεύτερο είδος συχνά κυριαρχεί και οι λέξεις χρησιμεύουν για να πείσουν, να καταδικάσουν, να ηθικοποιήσουν, και όχι για να περιγράψουν αντικειμενικά καταστάσεις και συμπεριφορές. Αυτό υπονομεύει τη συνέπεια και την αυθεντική τους χρήση.

Η «αλλοίωση» της γλώσσας και η απώλεια της αλήθειας είναι μία σύγχρονή πραγματικότητα και όταν οι λέξεις παύουν να περιγράφουν με ακρίβεια τον κόσμο και γίνουν εμπόδιο για την κατανόηση, κινδυνεύουμε. Η χρήση όρων με συναισθηματικό βάρος, όπως «τραύμα» ή «βία», χωρίς το κατάλληλο υπόβαθρο, διαβρώνει τη σημασία τους και αποδυναμώνει την ισχύ τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε έναν κόσμο όπου οι λέξεις δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα την πραγματικότητα, αλλά δημιουργούν μια νέα, πιο θολή πραγματικότητα ενισχυμένη από την πολιτική, τα social media και τη ρητορική της αυθεντίας.

Σε έναν ψηφιακό κόσμο σαν αυτόν που γίνεται η καθημερινότητα μας όπου κυριαρχούν η συντομία, η ρητορική της επιρροής και η συναισθηματική φόρτιση, οι λέξεις-κλειδιά γίνονται όπλα. Όροι που κάποτε χρησίμευαν για βαθιά ανάλυση γίνονται σύνθημα, και ενώ χρησιμοποιούνται για να φέρουν αλλαγή, συχνά λειτουργούν περισσότερο ως branding. Στην εποχή της viral επικοινωνίας, οι πιο ασαφείς και συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις συχνά κερδίζουν γιατί συγκινούν ανεξάρτητα από το αν χάνουν την ακρίβειά τους και την βαρύτητα τους.

Τι μπορούμε να κάνουμε αν θέλουμε να διασώσουμε την αξία των όρων αυτών; Αρχικά θα πρέπει πρώτα να τους επαναφέρουμε στο πλαίσιο τους και να ζητάμε σαφήνεια για το τι ακριβώς εννοεί κάποιος όταν λέει «woke» ή «τραυματικό». Θα πρέπει να μην υιοθετούμε όρους χωρίς να αναρωτιόμαστε αν περιγράφουν την πραγματικότητα ή απλώς εξυπηρετούν ρητορικούς σκοπούς. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε τη δύναμη της λέξης και τη βαρύτητα που έχει σε διαφορετικά πεδία, όπως η ψυχολογία, η πολιτική και η κοινωνία. Επίσης, πρέπει να επανεκτιμούμε το πότε μια λέξη πρέπει να χρησιμοποιηθεί και πότε είναι καλύτερα να αναζητήσουμε μία πιο ακριβή γλώσσα για να περιγράψουμε κάτι.

Η γλώσσα δεν είναι στατική, εξελίσσεται, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που πάλλεται αλλά η αξία της δεν πρέπει να χάσει την ουσία της. Όταν λέξεις όπως το «woke» ή το «τραύμα» μετατρέπονται σε άδεια σλόγκαν, δεν βοηθούν στην κατανόηση και υπονομεύουν την αλήθεια τους. Και ίσως, πάνω από όλα, η ικανότητά μας να επικοινωνούμε με ακρίβεια και ευθύνη να είναι το πιο σημαντικό όπλο απέναντι σε αυτή τη γλωσσική «αλλοίωση» που πρέπει να σταματήσει όσο πιο σύντομα γίνεται.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.