Ο Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci), στην ανάλυσή του για τους διανοούμενους και τον ρόλο τους στη διαμόρφωση της ηγεμονίας, περιγράφει πώς κάθε κοινωνική ομάδα που αναδύεται από την οικονομική παραγωγή δημιουργεί οργανικά ένα στρώμα διανοουμένων που της προσφέρει συνοχή και αυτογνωσία, όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά και στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο.
Αν εφαρμόσουμε αυτή τη σκέψη στον κόσμο της τεχνολογίας, βλέπουμε ξεκάθαρα πως οι μεγαλοκαπιταλιστές της Silicon Valley έχουν αναπτύξει το δικό τους στρώμα «διανοουμένων» – όχι με την παραδοσιακή έννοια των φιλοσόφων ή των ακαδημαϊκών, αλλά μέσω των τεχνοκρατών, των data scientists, των influencers και των opinion makers που λειτουργούν ως οι ιδεολογικοί μηχανικοί του νέου καθεστώτος.
Η σημερινή τεχνολογική ελίτ, είναι πλέον γνωστό, πως δεν δρα μόνο ως οικονομική δύναμη, αλλά παράγει και την ιδεολογία που τη νομιμοποιεί. Όπως το αστικό κράτος του 19ου και 20ού αιώνα δημιούργησε τους δικούς του διανοούμενους – πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, νομικούς – για να σταθεροποιήσει την καπιταλιστική ηγεμονία, έτσι και σήμερα οι ‘Ελον Μασκ, Πίτερ Τιλ, Μαρκ Ζούκερμπεργκ και οι μηχανισμοί τους (Twitter, PayPal, Facebook, AI μοντέλα, πλατφόρμες πληροφορίας) παράγουν νέες μορφές διανοητικής εργασίας που συνδέονται άρρηκτα με την αναπαραγωγή της τεχνοκρατικής εξουσίας.
Έχουμε πλέον ένα νέο είδος οργανικού διανοούμενου: τον μηχανικό τεχνητής νοημοσύνης που διαμορφώνει την πληροφόρηση, τον αναλυτή δεδομένων που καθορίζει ποια αφηγήματα κυριαρχούν, τον CEO που παριστάνει τον στοχαστή και μιλάει για το μέλλον της ανθρωπότητας, τον influencer που κανονικοποιεί τον αυταρχισμό στο όνομα της “αποτελεσματικότητας”. Αυτοί οι νέοι «διανοούμενοι» παρέχουν ιδεολογική κάλυψη στην απολυταρχία της τεχνολογίας, νομιμοποιώντας την ως μια φυσική εξέλιξη, ως «την αναπόφευκτη πορεία της προόδου».
Σήμερα η Δύση βρίσκεται στο χείλος μιας αυταρχικής ανατροπής. Από την εκλογική νίκη του Tραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την ενίσχυση της άκρας δεξιάς στη Γαλλία, από την εκρηκτική άνοδο του Reform Party στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη σαρωτική επικράτηση του συντηρητικού Πιερ Πουαλιέβρ στις δημοσκοπήσεις ενόψει των εκλογών του Καναδά, όλα δείχνουν μια ανησυχητική πολιτική μετατόπιση. Όμως, πίσω από αυτά τα φαινόμενα, υπάρχει ένας άλλος, πιο ύπουλος παράγοντας: ο φασισμός των τεχνοκρατών.
Η νίκη του Τραμπ το 2024 και η “τεχνοφασιστική” υποστήριξη
Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ήταν ένα πολιτικό γεγονός που σόκαρε, αλλά και μια πικρή επαλήθευση της δύναμης που έχουν αποκτήσει οι τεχνοκράτες ολιγάρχες στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων. Τώρα, εάν πιστεύετε ότι αυτή η ελίτ της τεχνολογίας ενδιαφέρεται για την κοινωνική πρόοδο και για τη δημοκρατία, μάλλον θα πρέπει να ενισχύσετε τα δεδομένα σας. Γιατί οι πράξεις τους δείχνουν ότι το μόνο που τους αφορά είναι η εξυπηρέτηση των οικονομικών τους συμφερόντων: λιγότεροι κανονισμοί, χαμηλότεροι φόροι για τις εταιρείες και τις ανώτερες τάξεις, περισσότερη συγκέντρωση δύναμης.
Ο Πίτερ Τιλ, δισεκατομμυριούχος επενδυτής της Silicon Valley, έχει υπάρξει θεμελιώδης παράγοντας στη σύνδεση της Big Tech με την πολιτική του Τραμπ και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ένας από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές της αντιδημοκρατικής τεχνοκρατίας, προσέλαβε τον Τζέι Ντι Βανς – σημερινό Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ – στην επενδυτική του εταιρεία, ενώ χρηματοδότησε την προεκλογική του εκστρατεία με 15 εκατομμύρια δολάρια.
Κι έπειτα, υπάρχει πάντα το cyborg που ονομάζεται Έλον Μασκ, ένας ακόμη δισεκατομμυριούχος με εμμονή στην πολιτική επιρροή. Ο Μασκ δεν αρκέστηκε να γίνει ο μηχανισμός προπαγάνδας του Τραμπ, αλλά επενέβη ενεργά για να επηρεάσει το πολιτικό τοπίο. Επαναφέρει φασίστες και ρατσιστές στα social media, χειραγωγεί αλγόριθμους για να προωθήσει ακροδεξιά αφηγήματα, και φυσικά, έγινε βασικός μοχλός της προεκλογικής καμπάνιας του προέδρου. Η συχνή παρουσία του στις εκδηλώσεις του Tραμπ έχει γίνει τόσο έντονη που ακόμη και ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος «αστειεύτηκε» ότι ο Μασκ το παράκανε.
Αλλά η επιρροή του Μασκ δεν περιορίζεται μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έχει χρησιμοποιήσει τη θέση του για να παρέμβει άμεσα στη λειτουργία της αμερικανικής κυβέρνησης. Μία από τις πιο κραυγαλέες παρεμβάσεις του ήταν η υπονόμευση ενός νομοσχεδίου της Γερουσίας που είχε στόχο να αυξήσει το όριο του κρατικού χρέους, προκαλώντας σχεδόν ένα shutdown της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο ρόλος του Μασκ ως ανεπίσημου Προέδρου των ΗΠΑ έχει αρχίσει να ενοχλεί ακόμη και τους δικούς του συμμάχους. Μέσα στην ίδια τη MAGA κοινότητα, πολλοί άρχισαν να τον αποκαλούν “President Musk”, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο Trump έχει καταντήσει διακοσμητικός μπροστά στη δύναμη που έχει συγκεντρώσει ο μεγιστάνας της Tesla και του Twitter. Το σχόλιο αυτό, μάλιστα, δεν είναι μόνο μια πολιτική παρατήρηση, αλλά και μια στοχευμένη προσβολή προς έναν πρόεδρο, ο οποίος φημίζεται, αν μη τι άλλο, για τον εγωκεντρισμό του.
Και πίσω από τον Μασκ τρέχει και ο Μαρκ. Ο Ζούκερμπεργκ, που κάποτε κάποιοι μπορεί να τον θυμούνται ως αντίπαλο της ακροδεξιάς ρητορικής, έχει πλέον προσαρμοστεί στο νέο πολιτικό ρεύμα. Έχει παρακολουθήσει εκδηλώσεις του Trump και έχει αλλάξει τις πολιτικές περιεχομένου του Facebook, επιτρέποντας πλέον αντι-LGBTQ ρητορική χωρίς καν να χαρακτηρίζει αυτή ως «ρητορική μίσους». Και εμείς απλά παρατηρούμε, πως αυτή η μετατόπιση δείχνει ότι οι ισχυροί της Silicon Valley δεν βλέπουν τις ιδεολογίες ως κάτι απόλυτο, αλλά ως εργαλεία για να διατηρούν την επιρροή τους.
Αυτό που φαίνεται πλέον ξεκάθαρα δεν είναι απλώς μια επαναφορά της δεξιάς στη Δύση, αλλά μια μετάλλαξη της πολιτικής σκηνής μέσα από τον έλεγχο των τεχνολογικών ελίτ. Τεχνολάγνοι ολιγάρχες όπως ο Τιλ, ο Μασκ και ο Ζούκερμπεργκ δεν θέλουν απλά να επηρεάσουν τις κυβερνήσεις – θέλουν να είναι οι κυβερνήσεις.
Και σε αυτή την πορεία, χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης, τα κοινωνικά δίκτυα και την οικονομική τους δύναμη για να χειραγωγήσουν το εκλογικό σώμα, να συνθλίψουν τις αντίπαλες φωνές και να εδραιώσουν μια νέα μορφή απολυταρχισμού, όπου η ελευθερία του λόγου δεν είναι ελευθερία, αλλά ελεγχόμενη πληροφόρηση.
Επίσης, αν η Δύση έχει μάθει κάτι από τον 20ό αιώνα, είναι ότι ο φασισμός δεν έρχεται πάντα με μπότες, στολές και σύμβολα σε κόκκινο, λευκό και μαύρο φόντο – μερικές φορές έρχεται με tweets, αλγόριθμους και τεχνολογικούς κολοσσούς που υπόσχονται ελευθερία, ενώ στην πραγματικότητα κατασκευάζουν ένα ψηφιακό κλουβί για τον κάθε χρήστη. Και πλέον η ερώτηση δεν είναι αν ο φασισμός των τεχνοκρατών θα κυριαρχήσει. Η ερώτηση είναι αν ο χρήστης θα τον αφήσει να το κάνει;
Σε αυτό το σημείο, μπορεί να φαίνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ανωμαλία όσον αφορά την άνοδο της ακροδεξιάς και τον ρόλο του τεχνολογικού τομέα σε αυτήν – αλλά δεν είναι έτσι. Τα φασιστικά κινήματα κερδίζουν συνεχώς έδαφος σε όλη την Ευρώπη και, ναι, ακόμη και στην Ασία.
Για παράδειγμα, ο Μασκ έχει εκφράσει ανοιχτά την πρόθεσή του να δωρίσει 80 εκατομμύρια λίρες στο ακροδεξιό κόμμα Reform στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα, έχει ταχθεί υπέρ του AfD στη Γερμανία, του κόμματος που επιδιώκει να αποδομήσει τα δημοκρατικά κεκτημένα της χώρας. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν συνεχίζει να αυξάνει τη δημοτικότητά της, ενώ στην Ιταλία, η ακροδεξιά κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι κέρδισε τις εκλογές το 2022. Στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Κίνα, το Κομμουνιστικό Κόμμα ελέγχει πλήρως τον κρατικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα να βλέπουμε και εκεί την προώθηση ακροδεξιών πολιτισμικών αφηγημάτων, πιθανότατα ως στρατηγική προετοιμασίας του πληθυσμού για μια πιο εθνικιστική και στρατιωτικοποιημένη εποχή, όταν η δημογραφική κρίση θα αρχίσει να πιέζει την οικονομία της χώρας. Ή όταν έρθει η στιγμή να εκπαιδεύσει και να αφήσει ελεύθερα μερικά εκατομμύρια ρομπότ για τον αστυνομικό έλεγχο της χώρας.
Και παντού, πλέον, το μοτίβο είναι σαφές: καθώς η ανισότητα φτάνει σε σημείο θραύσης, ο φιλελεύθερος καπιταλισμός πεθαίνει – και αυτό που έρχεται να τον αντικαταστήσει είναι μια μορφή τεχνοκρατικού φασισμού, όπου οι πλουσιότεροι ελέγχουν απευθείας την πολιτική, την ενημέρωση και την κοινωνική δυναμική.
Η πραγματική αιτία
Οι φιλελεύθεροι συχνά υποθέτουν ότι το πρόβλημα οφείλεται σε μερικά «σάπια μήλα» – μεμονωμένα άτομα που αν απομακρυνθούν, η εξάπλωση της ακροδεξιάς θα σταματήσει. Αυτή η ανάλυση είναι εσφαλμένη. Το πρόβλημα δεν είναι τα άτομα, αλλά το ίδιο το σύστημα του κεφαλαίου, το οποίο στην καπιταλιστική οικονομία αγοράζει εξουσία και προωθεί τους πιο άπληστους, αδίστακτους και ιδιοτελείς ανθρώπους στην κορυφή. Αυτοί, με τη σειρά τους, χρησιμοποιούν την επιρροή τους όχι για να εξυπηρετήσουν το κοινό καλό, αλλά για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους.
Αν δεν ήταν ο Μασκ, θα ήταν σίγουρα κάποιος άλλος. Γιατί το ίδιο σύστημα που γέννησε τον Πίτερ Τιλ, τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ και τη νέα ελίτ της τεχνολογίας θα παράγει πάντα νέους ολιγάρχες, αποφασισμένους να μετατρέψουν τις δημοκρατίες σε εταιρικά φέουδα. Και έτσι ερώτημα δεν είναι ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, αλλά πώς τους επιτρέπει το σύστημα να υπάρχουν και να κυριαρχούν.
Ο Γκράμσι μιλάει για το «ιστορικό μπλοκ» – τη σύνθεση των κοινωνικών δυνάμεων που εξασφαλίζει την ηγεμονία μιας τάξης. Στην παραδοσιακή καπιταλιστική δημοκρατία, αυτό το μπλοκ περιλάμβανε το κράτος, το στρατό, τους θεσμούς και τα μέσα ενημέρωσης. Σήμερα, η Silicon Valley έχει αντικαταστήσει το κράτος ως το κέντρο εξουσίας.
• Ο Έλον Μασκ επηρεάζει τις εκλογές περισσότερο από οποιονδήποτε υπουργό.
• Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ μπορεί να αλλάξει τον δημόσιο διάλογο απλά αλλάζοντας έναν αλγόριθμο.
• Ο Πίτερ Τιλ καθορίζει ποιοι πολιτικοί θα λάβουν χρηματοδότηση και ποιοι θα εξαφανιστούν.
Η μετατόπιση της εξουσίας από το κράτος στις πλατφόρμες σημαίνει ότι ο τεχνολογικός φασισμός δεν θα έρθει με πραξικόπημα ή στρατιωτική επέμβαση, αλλά μέσα από την “αναγκαία πρόοδο”. Η ελευθερία του λόγου, οι δημοκρατικές διαδικασίες, η πολιτική συμμετοχή – όλα γίνονται περιττά όταν ένας αλγόριθμος μπορεί να σβήσει, προωθήσει ή κατευθύνει οποιοδήποτε μήνυμα, οποιαδήποτε αφήγηση, οποιαδήποτε αλήθεια.
Αντίσταση ή υποταγή;
Ο Γκράμσι πίστευε ότι η ηγεμονία δεν είναι απόλυτη – μπορεί να αμφισβητηθεί, να διαρραγεί, να ανατραπεί. Η ερώτηση είναι: υπάρχει σήμερα η δυνατότητα αντίστασης στον φασισμό της τεχνολογίας;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί ο αντίπαλος δεν φοράει στρατιωτικές στολές, δεν στήνει στρατόπεδα, δεν φυλακίζει αντιφρονούντες (ακόμη). Ο αντίπαλος φοράει hoodie, μιλάει για καινοτομία, υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον μέσα από δεδομένα, αυτοματισμούς και τεχνητή νοημοσύνη.
Αντί να μας επιβάλλει βίαιες απαγορεύσεις, μας κατακλύζει με τόση πληροφορία, ώστε να χαθούμε στη σύγχυση. Αντί να μας κλείνει σε φυλακές, μας περιορίζει τις επιλογές – κάθε απόφαση που παίρνουμε είναι ήδη προ-υπολογισμένη και κυρίως ελεγχόμενη, κάθε κίνηση μας είναι ενσωματωμένη σε ένα dataset. Και τέλος, αντί να μας απαγορεύει να μιλάμε, κατασκευάζει έναν δημόσιο διάλογο όπου η κριτική δεν φτάνει ποτέ εκεί που πρέπει.
Ο φασισμός των τεχνοκρατών δεν μοιάζει με τον φασισμό του 20ού αιώνα. Αλλά η ουσία του – η απόλυτη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια λίγων, η εξάλειψη κάθε εναλλακτικής αφήγησης, η μετατροπή των ανθρώπων σε απλά δεδομένα – είναι η ίδια.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν θα έρθει. Είναι αν θα το καταλάβουμε πριν είναι πολύ αργά.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Ο Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci), στην ανάλυσή του για τους διανοούμενους και τον ρόλο τους στη διαμόρφωση της ηγεμονίας, περιγράφει πώς κάθε κοινωνική ομάδα που αναδύεται από την οικονομική παραγωγή δημιουργεί οργανικά ένα στρώμα διανοουμένων που της προσφέρει συνοχή και αυτογνωσία, όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά και στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο.
Αν εφαρμόσουμε αυτή τη σκέψη στον κόσμο της τεχνολογίας, βλέπουμε ξεκάθαρα πως οι μεγαλοκαπιταλιστές της Silicon Valley έχουν αναπτύξει το δικό τους στρώμα «διανοουμένων» – όχι με την παραδοσιακή έννοια των φιλοσόφων ή των ακαδημαϊκών, αλλά μέσω των τεχνοκρατών, των data scientists, των influencers και των opinion makers που λειτουργούν ως οι ιδεολογικοί μηχανικοί του νέου καθεστώτος.
Η σημερινή τεχνολογική ελίτ, είναι πλέον γνωστό, πως δεν δρα μόνο ως οικονομική δύναμη, αλλά παράγει και την ιδεολογία που τη νομιμοποιεί. Όπως το αστικό κράτος του 19ου και 20ού αιώνα δημιούργησε τους δικούς του διανοούμενους – πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, νομικούς – για να σταθεροποιήσει την καπιταλιστική ηγεμονία, έτσι και σήμερα οι ‘Ελον Μασκ, Πίτερ Τιλ, Μαρκ Ζούκερμπεργκ και οι μηχανισμοί τους (Twitter, PayPal, Facebook, AI μοντέλα, πλατφόρμες πληροφορίας) παράγουν νέες μορφές διανοητικής εργασίας που συνδέονται άρρηκτα με την αναπαραγωγή της τεχνοκρατικής εξουσίας.
Έχουμε πλέον ένα νέο είδος οργανικού διανοούμενου: τον μηχανικό τεχνητής νοημοσύνης που διαμορφώνει την πληροφόρηση, τον αναλυτή δεδομένων που καθορίζει ποια αφηγήματα κυριαρχούν, τον CEO που παριστάνει τον στοχαστή και μιλάει για το μέλλον της ανθρωπότητας, τον influencer που κανονικοποιεί τον αυταρχισμό στο όνομα της “αποτελεσματικότητας”. Αυτοί οι νέοι «διανοούμενοι» παρέχουν ιδεολογική κάλυψη στην απολυταρχία της τεχνολογίας, νομιμοποιώντας την ως μια φυσική εξέλιξη, ως «την αναπόφευκτη πορεία της προόδου».
Σήμερα η Δύση βρίσκεται στο χείλος μιας αυταρχικής ανατροπής. Από την εκλογική νίκη του Tραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την ενίσχυση της άκρας δεξιάς στη Γαλλία, από την εκρηκτική άνοδο του Reform Party στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη σαρωτική επικράτηση του συντηρητικού Πιερ Πουαλιέβρ στις δημοσκοπήσεις ενόψει των εκλογών του Καναδά, όλα δείχνουν μια ανησυχητική πολιτική μετατόπιση. Όμως, πίσω από αυτά τα φαινόμενα, υπάρχει ένας άλλος, πιο ύπουλος παράγοντας: ο φασισμός των τεχνοκρατών.
Η νίκη του Τραμπ το 2024 και η “τεχνοφασιστική” υποστήριξη
Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ήταν ένα πολιτικό γεγονός που σόκαρε, αλλά και μια πικρή επαλήθευση της δύναμης που έχουν αποκτήσει οι τεχνοκράτες ολιγάρχες στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων. Τώρα, εάν πιστεύετε ότι αυτή η ελίτ της τεχνολογίας ενδιαφέρεται για την κοινωνική πρόοδο και για τη δημοκρατία, μάλλον θα πρέπει να ενισχύσετε τα δεδομένα σας. Γιατί οι πράξεις τους δείχνουν ότι το μόνο που τους αφορά είναι η εξυπηρέτηση των οικονομικών τους συμφερόντων: λιγότεροι κανονισμοί, χαμηλότεροι φόροι για τις εταιρείες και τις ανώτερες τάξεις, περισσότερη συγκέντρωση δύναμης.
Ο Πίτερ Τιλ, δισεκατομμυριούχος επενδυτής της Silicon Valley, έχει υπάρξει θεμελιώδης παράγοντας στη σύνδεση της Big Tech με την πολιτική του Τραμπ και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ένας από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές της αντιδημοκρατικής τεχνοκρατίας, προσέλαβε τον Τζέι Ντι Βανς – σημερινό Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ – στην επενδυτική του εταιρεία, ενώ χρηματοδότησε την προεκλογική του εκστρατεία με 15 εκατομμύρια δολάρια.
Κι έπειτα, υπάρχει πάντα το cyborg που ονομάζεται Έλον Μασκ, ένας ακόμη δισεκατομμυριούχος με εμμονή στην πολιτική επιρροή. Ο Μασκ δεν αρκέστηκε να γίνει ο μηχανισμός προπαγάνδας του Τραμπ, αλλά επενέβη ενεργά για να επηρεάσει το πολιτικό τοπίο. Επαναφέρει φασίστες και ρατσιστές στα social media, χειραγωγεί αλγόριθμους για να προωθήσει ακροδεξιά αφηγήματα, και φυσικά, έγινε βασικός μοχλός της προεκλογικής καμπάνιας του προέδρου. Η συχνή παρουσία του στις εκδηλώσεις του Tραμπ έχει γίνει τόσο έντονη που ακόμη και ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος «αστειεύτηκε» ότι ο Μασκ το παράκανε.
Αλλά η επιρροή του Μασκ δεν περιορίζεται μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έχει χρησιμοποιήσει τη θέση του για να παρέμβει άμεσα στη λειτουργία της αμερικανικής κυβέρνησης. Μία από τις πιο κραυγαλέες παρεμβάσεις του ήταν η υπονόμευση ενός νομοσχεδίου της Γερουσίας που είχε στόχο να αυξήσει το όριο του κρατικού χρέους, προκαλώντας σχεδόν ένα shutdown της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο ρόλος του Μασκ ως ανεπίσημου Προέδρου των ΗΠΑ έχει αρχίσει να ενοχλεί ακόμη και τους δικούς του συμμάχους. Μέσα στην ίδια τη MAGA κοινότητα, πολλοί άρχισαν να τον αποκαλούν “President Musk”, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο Trump έχει καταντήσει διακοσμητικός μπροστά στη δύναμη που έχει συγκεντρώσει ο μεγιστάνας της Tesla και του Twitter. Το σχόλιο αυτό, μάλιστα, δεν είναι μόνο μια πολιτική παρατήρηση, αλλά και μια στοχευμένη προσβολή προς έναν πρόεδρο, ο οποίος φημίζεται, αν μη τι άλλο, για τον εγωκεντρισμό του.
Και πίσω από τον Μασκ τρέχει και ο Μαρκ. Ο Ζούκερμπεργκ, που κάποτε κάποιοι μπορεί να τον θυμούνται ως αντίπαλο της ακροδεξιάς ρητορικής, έχει πλέον προσαρμοστεί στο νέο πολιτικό ρεύμα. Έχει παρακολουθήσει εκδηλώσεις του Trump και έχει αλλάξει τις πολιτικές περιεχομένου του Facebook, επιτρέποντας πλέον αντι-LGBTQ ρητορική χωρίς καν να χαρακτηρίζει αυτή ως «ρητορική μίσους». Και εμείς απλά παρατηρούμε, πως αυτή η μετατόπιση δείχνει ότι οι ισχυροί της Silicon Valley δεν βλέπουν τις ιδεολογίες ως κάτι απόλυτο, αλλά ως εργαλεία για να διατηρούν την επιρροή τους.
Αυτό που φαίνεται πλέον ξεκάθαρα δεν είναι απλώς μια επαναφορά της δεξιάς στη Δύση, αλλά μια μετάλλαξη της πολιτικής σκηνής μέσα από τον έλεγχο των τεχνολογικών ελίτ. Τεχνολάγνοι ολιγάρχες όπως ο Τιλ, ο Μασκ και ο Ζούκερμπεργκ δεν θέλουν απλά να επηρεάσουν τις κυβερνήσεις – θέλουν να είναι οι κυβερνήσεις.
Και σε αυτή την πορεία, χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης, τα κοινωνικά δίκτυα και την οικονομική τους δύναμη για να χειραγωγήσουν το εκλογικό σώμα, να συνθλίψουν τις αντίπαλες φωνές και να εδραιώσουν μια νέα μορφή απολυταρχισμού, όπου η ελευθερία του λόγου δεν είναι ελευθερία, αλλά ελεγχόμενη πληροφόρηση.
Επίσης, αν η Δύση έχει μάθει κάτι από τον 20ό αιώνα, είναι ότι ο φασισμός δεν έρχεται πάντα με μπότες, στολές και σύμβολα σε κόκκινο, λευκό και μαύρο φόντο – μερικές φορές έρχεται με tweets, αλγόριθμους και τεχνολογικούς κολοσσούς που υπόσχονται ελευθερία, ενώ στην πραγματικότητα κατασκευάζουν ένα ψηφιακό κλουβί για τον κάθε χρήστη. Και πλέον η ερώτηση δεν είναι αν ο φασισμός των τεχνοκρατών θα κυριαρχήσει. Η ερώτηση είναι αν ο χρήστης θα τον αφήσει να το κάνει;
Σε αυτό το σημείο, μπορεί να φαίνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ανωμαλία όσον αφορά την άνοδο της ακροδεξιάς και τον ρόλο του τεχνολογικού τομέα σε αυτήν – αλλά δεν είναι έτσι. Τα φασιστικά κινήματα κερδίζουν συνεχώς έδαφος σε όλη την Ευρώπη και, ναι, ακόμη και στην Ασία.
Για παράδειγμα, ο Μασκ έχει εκφράσει ανοιχτά την πρόθεσή του να δωρίσει 80 εκατομμύρια λίρες στο ακροδεξιό κόμμα Reform στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα, έχει ταχθεί υπέρ του AfD στη Γερμανία, του κόμματος που επιδιώκει να αποδομήσει τα δημοκρατικά κεκτημένα της χώρας. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν συνεχίζει να αυξάνει τη δημοτικότητά της, ενώ στην Ιταλία, η ακροδεξιά κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι κέρδισε τις εκλογές το 2022. Στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Κίνα, το Κομμουνιστικό Κόμμα ελέγχει πλήρως τον κρατικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα να βλέπουμε και εκεί την προώθηση ακροδεξιών πολιτισμικών αφηγημάτων, πιθανότατα ως στρατηγική προετοιμασίας του πληθυσμού για μια πιο εθνικιστική και στρατιωτικοποιημένη εποχή, όταν η δημογραφική κρίση θα αρχίσει να πιέζει την οικονομία της χώρας. Ή όταν έρθει η στιγμή να εκπαιδεύσει και να αφήσει ελεύθερα μερικά εκατομμύρια ρομπότ για τον αστυνομικό έλεγχο της χώρας.
Και παντού, πλέον, το μοτίβο είναι σαφές: καθώς η ανισότητα φτάνει σε σημείο θραύσης, ο φιλελεύθερος καπιταλισμός πεθαίνει – και αυτό που έρχεται να τον αντικαταστήσει είναι μια μορφή τεχνοκρατικού φασισμού, όπου οι πλουσιότεροι ελέγχουν απευθείας την πολιτική, την ενημέρωση και την κοινωνική δυναμική.
Η πραγματική αιτία
Οι φιλελεύθεροι συχνά υποθέτουν ότι το πρόβλημα οφείλεται σε μερικά «σάπια μήλα» – μεμονωμένα άτομα που αν απομακρυνθούν, η εξάπλωση της ακροδεξιάς θα σταματήσει. Αυτή η ανάλυση είναι εσφαλμένη. Το πρόβλημα δεν είναι τα άτομα, αλλά το ίδιο το σύστημα του κεφαλαίου, το οποίο στην καπιταλιστική οικονομία αγοράζει εξουσία και προωθεί τους πιο άπληστους, αδίστακτους και ιδιοτελείς ανθρώπους στην κορυφή. Αυτοί, με τη σειρά τους, χρησιμοποιούν την επιρροή τους όχι για να εξυπηρετήσουν το κοινό καλό, αλλά για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους.
Αν δεν ήταν ο Μασκ, θα ήταν σίγουρα κάποιος άλλος. Γιατί το ίδιο σύστημα που γέννησε τον Πίτερ Τιλ, τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ και τη νέα ελίτ της τεχνολογίας θα παράγει πάντα νέους ολιγάρχες, αποφασισμένους να μετατρέψουν τις δημοκρατίες σε εταιρικά φέουδα. Και έτσι ερώτημα δεν είναι ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, αλλά πώς τους επιτρέπει το σύστημα να υπάρχουν και να κυριαρχούν.
Ο Γκράμσι μιλάει για το «ιστορικό μπλοκ» – τη σύνθεση των κοινωνικών δυνάμεων που εξασφαλίζει την ηγεμονία μιας τάξης. Στην παραδοσιακή καπιταλιστική δημοκρατία, αυτό το μπλοκ περιλάμβανε το κράτος, το στρατό, τους θεσμούς και τα μέσα ενημέρωσης. Σήμερα, η Silicon Valley έχει αντικαταστήσει το κράτος ως το κέντρο εξουσίας.
• Ο Έλον Μασκ επηρεάζει τις εκλογές περισσότερο από οποιονδήποτε υπουργό.
• Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ μπορεί να αλλάξει τον δημόσιο διάλογο απλά αλλάζοντας έναν αλγόριθμο.
• Ο Πίτερ Τιλ καθορίζει ποιοι πολιτικοί θα λάβουν χρηματοδότηση και ποιοι θα εξαφανιστούν.
Η μετατόπιση της εξουσίας από το κράτος στις πλατφόρμες σημαίνει ότι ο τεχνολογικός φασισμός δεν θα έρθει με πραξικόπημα ή στρατιωτική επέμβαση, αλλά μέσα από την “αναγκαία πρόοδο”. Η ελευθερία του λόγου, οι δημοκρατικές διαδικασίες, η πολιτική συμμετοχή – όλα γίνονται περιττά όταν ένας αλγόριθμος μπορεί να σβήσει, προωθήσει ή κατευθύνει οποιοδήποτε μήνυμα, οποιαδήποτε αφήγηση, οποιαδήποτε αλήθεια.
Αντίσταση ή υποταγή;
Ο Γκράμσι πίστευε ότι η ηγεμονία δεν είναι απόλυτη – μπορεί να αμφισβητηθεί, να διαρραγεί, να ανατραπεί. Η ερώτηση είναι: υπάρχει σήμερα η δυνατότητα αντίστασης στον φασισμό της τεχνολογίας;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί ο αντίπαλος δεν φοράει στρατιωτικές στολές, δεν στήνει στρατόπεδα, δεν φυλακίζει αντιφρονούντες (ακόμη). Ο αντίπαλος φοράει hoodie, μιλάει για καινοτομία, υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον μέσα από δεδομένα, αυτοματισμούς και τεχνητή νοημοσύνη.
Αντί να μας επιβάλλει βίαιες απαγορεύσεις, μας κατακλύζει με τόση πληροφορία, ώστε να χαθούμε στη σύγχυση. Αντί να μας κλείνει σε φυλακές, μας περιορίζει τις επιλογές – κάθε απόφαση που παίρνουμε είναι ήδη προ-υπολογισμένη και κυρίως ελεγχόμενη, κάθε κίνηση μας είναι ενσωματωμένη σε ένα dataset. Και τέλος, αντί να μας απαγορεύει να μιλάμε, κατασκευάζει έναν δημόσιο διάλογο όπου η κριτική δεν φτάνει ποτέ εκεί που πρέπει.
Ο φασισμός των τεχνοκρατών δεν μοιάζει με τον φασισμό του 20ού αιώνα. Αλλά η ουσία του – η απόλυτη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια λίγων, η εξάλειψη κάθε εναλλακτικής αφήγησης, η μετατροπή των ανθρώπων σε απλά δεδομένα – είναι η ίδια.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν θα έρθει. Είναι αν θα το καταλάβουμε πριν είναι πολύ αργά.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.