Αγαπητή Αγάπη,

Τι όμορφη που είσαι, με μια ομορφιά που δεν φαίνεται άμα τη εμφανίσει σου. Ξέρεις, ο έρωτας εντυπωσιάζει, σαρώνει, απογειώνει. Ο έρωτας καίει και καίγεται, εσύ, Αγάπη μου, διαρκείς.

Ερείζουν όλες και όλοι για τον ορισμό σου. Και σε μπερδεύουν με τον έρωτα, ιδίως οι ποιητές.

Οι στίχοι της Λένας Κιτσοπούλου, που ζυμώθηκαν μαζί με το κείμενο του Περεσιάδη στην «Γκόλφω» λένε:

Η αγάπη χόρτο δεν είναι για να βγει
με τόση ευκολία,
είναι δεντρί βαθύρριζο μα θες για να το βγάλεις
πριχού μονάχο μαραθεί σ’ οργώνει τη καρδιά σου,
βγαίνει μαζί με τη καρδιά.

Ειν’ η αγάπη βάτος,
που αν τύχει και μπλεχτείς μέσα στις αγκαθιές του
δε ξεμπερδεύεις εύκολα,
θα φύγεις λαβωμένος.

Και λέω, αγαπητή Αγάπη, πως δεν λαβώνεις. Πως δεν πικραίνεις, δεν πονάς. Αλλιώς, αγάπη δεν είσαι.

Σκέφτομαι, έπειτα, πως γεννιέσαι πάνω στις λαβωματιές, αυτές είναι τα δικά σου μαιευτήρια. Πρώτα με λαβώνει ένας έρωτας άσπλαχνος, το βέλος του μου στέλνει μέσω της καρδιάς  δηλητήριο που με μαυλίζει, με μαγεύει πρόστυχα, με δίνω ολόκληρη στον Άλλον (νιώθω ένα μαζί του, όπως ένιωθα μωρό με τη μαμά μου, όπως νιώθουν ένα όλα τα μωρά με τη μαμά τους), ύστερα σπαράγματα Αγάπης αρχίζουν να επισκέπτονται την φωλιά μας-να δίνεις προτεραιότητα στου Άλλου το θέλω, να μην διανοείσαι να τον πονέσεις (κι ας το κάνεις, άθελά σου), να ονειρεύεσαι την πρόοδό του όπως την δική σου και πάνω από την δική σου.

Δύο δρόμοι μετά.

Μένουμε μαζί. Για πάντα. Το ζωογόνο δηλητήριο του Έρωτα υποχωρεί. Κι εσύ, Αγάπη, βρίσκεις χώρο και θεριεύεις. Έχει ριζώσει σε χώμα πάθους κι έχει ρίζα γερή.

Χωρίζουμε. Κάτι συμβαίνει κα χωρίζουμε. Ένας από τους δύο δεν αντέχει τα λάθη του άλλου. Ένας από τους δύο είναι λιγότερο δυνατός. Ή περισσότερο ερωτευμένος, που θα πει περισσότερο εγωιστής. Παλεύουμε με ψυχές και σώματα, μέχρι που πέφτουμε κάτω ξεροί. Αλληλοεξοντονώμαστε. Και χανόμαστε. Παίρνουμε δρόμους χωριστούς. Κι εσύ, Αγάπη, βρίσκεις πάλι χώρο και απλώνεις τα φύλλα σου.

Πάλι Αγαπώ, ακόμα Αγαπώ και να ξε-αγαπήσω δεν μπορώ. Κι αυτή η εκδοχή της αγάπης δεν έχει μέσα της τον σπόρο της συνήθειας, της απόφασης για συμπόρευση (α, ναι, η ατόφια αγάπη έτσι είναι, στο μαζί, στον συμβιβασμό, στην ανοχή, αλλιώς καράβι δεν τραβάει), έχει κάτι γενναίο, κάτι αποκομμένο από την έννοια της συναλλαγής. Θέλω να είσαι καλά. Θέλω να λάμπεις. Δεν θέλω ν’ ασθενείς. Θέλω να είσαι δυνατός. Αγαπητή μου Αγάπη, μου γράφει κι εκείνος «σ’ αγαπώ», μου το γράφει και αυσναίρετα «σ’ αγαπάω» κι εγώ, όσο και να είναι τρελό, το πιστεύω.

Αγαπητή Αγάπη, δεν σε ρωτώ, στο δηλώνω: γίνεται ν’ αγαπάς κι από τα μακριά. Πώς αγαπούσαν οι ναυτικοί τις κοπέλες που τους περίμεναν; Κι εκείνες πώς τους αγαπούσαν;

Αγαπητή Αγάπη, τι γίνεται αν εγώ κουραστώ να αγαπώ από τα μακριά και θέλω να ξε-αγαπήσω; Αν βαρέθηκα, ακόμα, να αγαπώ από τα κοντά και τα διπλανά και τα μοιρασμένα και θέλω να αποκοπώ, να φύγω, να κυνηγήσω νέα συναισθήματα και να ξε-αγαπήσω;

Γιατί κολλάς σαν βάκιλλος στην ράχη της κάθε φλέβας και δεν φεύγεις ποτέ; Τι πράγμα είσαι, τέλος πάντων, του λόγου σου;

Γράφει μια ψυχολόγος που διαβάζω τακτικά:

«Για να μπορέσουμε να βιώσουμε την αγάπη χρειάζεται να βγούμε από το κάστρο της μοναξιάς, της ζήλιας, του φόβου το οποίο μας πνίγει και να τρέξουμε προς την αληθινή ζωή έχοντας σαν εφόδια την ενσυναίσθηση, την ενεργητική ακρόαση και την αποδοχή του εαυτού μας και των άλλων.

Χρειάζεται να μπορούμε να εμπιστευτούμε τους ανθρώπους γύρω μας και όχι να δηλητηριάζουμε με τον ίδιο μας τον εαυτό μέσα από αρνητικές σκέψεις, αμφιβολίες και απορριπτικά συναισθήματα.

Για να μπορέσουμε όμως να εμπιστευτούμε τους ανθρώπους είναι απαραίτητο να εμπιστευτούμε πρώτα τον εαυτό μας, και ασφαλής πλοηγός σε αυτό είναι η δική μας ψυχική και συναισθηματική ενδυνάμωση. Εκείνος ο οποίος μπορεί να αγαπήσει αληθινά, αυτός που τολμά να δίνει χωρίς να περιμένει να λάβει. Δεν γνωρίζουμε την ανταπόκριση των συναισθημάτων μας αλλά τη χαρά να τολμάμε να τα επικοινωνήσουμε.»

Αγαπητή Αγάπη, είμαι ευγνώμων που σε νιώθω. Και δεν έχεις μία μόνο κατεύθυνση. Εντάξει, όταν λέω πως αγαπώ εκείνον, σε συναντώ στο πλήρες σου σύμπαν, τ’ ολοφώτιστο, το καρπερό. Αλλά, έλα που αγαπώ και τους γονείς μου, βαθιά, μετά από δουλειά, από κλάματα (είπαμε, Αγάπη μου, ριζώνεις εύκολα πάνω στις θλίψεις και τις αποσχίσεις), αγαπώ τις φίλες και τους φίλους μου τόσο στοργικά, τόσο ζεστά, τόσο τυχερά, και τους συναδέλφους μου που με συντροφεύουν στα γέλια και τα ζόρια του γραφείου, αγαπώ τον ξένο στο λεωφορείο που μοιραζόμαστε μοίρα κοινή, να ξυπνάμε πρωί για να πάμε κάπου και να κάνουμε κάτι που θα εξασφαλίσει την στέγη και την τροφή μας.

Αγαπώ, αγαπώ, αγαπώ: τα μαμούνια, τις πασχαλίτσες τις ατίθασες που κάθονται την ράχη του χεριού, τα γατιά με την αλλόκοσμη ομορφιά τους που κάνουν ραχάτι υπερήφανο στις γειτονιές, αγαπώ εμένα, τα πόδια μου τα κουρασμένα, εμένα που με κουβαλώ κάθε μέρα, που με παρατώ αφρόντιστη τόσες φορές και τόσες κι όμως αντέχω, κι όμως με αντέχω. Να σκέφτομαι τον θάνατο, τον θάνατό μου και να τον καθυστερώ γιατί με αγαπώ, με έχω κρατήσει στα χέρια μου για παρηγοριά τόσες φορές.

Να σκέφτομαι να πεθάνω εδώ και τώρα, να απαλλαγώ από όσα με φορτώνουν χώματα μες στην ζωή, και να σκέφτομαι την γιαγιά μου, τον αδερφό μου, τους ανθρώπους μου που θα κοπεί η ανάσα τους άμα με βρουν νεκρή.

Να σκέφτομαι, ύστερα, να ζήσω και να λέω, δεν γίνεται, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς Αγάπη. Και δεν με νοιάζει να μ’ αγαπάνε πίσω όσοι αγαπώ. Όταν αυτό συμβαίνει είναι Παράδεισος, δεν το συζητάμε. Αλλά όχι: ό, τι φοβάμαι περισσότερο, Αγάπη μου, είναι να ξε-αγαπήσω. Που θα πει, μες στο μυαλό μου, να απο-συνδεθώ.

Δεν μπορώ και δεν θέλω να ζω χωρίς εσένα, χωρίς αγάπη, Αγάπη μου. Ίσως γι’ αυτό και δεν πεθαίνω, ακόμα, τελικά. Είσαι τόσο δυνατή και μεγάλη μες την καρδιά μου και από εκεί διάχυτη απλώνεσαι στον έξω κόσμο μου, που δεν έχει λογική να μην συνεχίσω. Είσαι η μεγαλύτερη ασπίδα, όπλο και, την ίδια ώρα, φτέρνα γυμνή αχίλλειος, ευαλωτότητα.

Αγαπητή Αγάπη, μάθε πως σ’ ευχαριστώ που τόσα με μαθαίνεις κάθε μέρα. Να γίνομαι μικρή, μικρότατη κι όμως αυτό να’ ναι όλο το μεγαλείο που χρειάζομαι.