Με έψιλον ή με άλφα γιώτα; Με άλφα γιώτα, ασφαλώς, αν και στο αδυσώπητο ελληνικό Ίντερνετ κυκλοφορεί και έτσι και αλλιώς.

Όταν ο Ν. ήρθε για πρώτη φορά στο σπίτι μου, με αποκάλεσε φασαία και απόρησα. Έκρινε από την βιβλιοθήκη με τα λαμπάκια και τα πολλά φυτά μου; Έκανε απλώς πλάκα;

Πήρα αμέσως τηλέφωνο την κολλητή μου, η οποία έχει διδακτορικό στην φασεοσύνη, κυρίως λόγω των συναναστροφών της. Αποκαλούμε φασαία η μία την άλλη-και κάποιες από τις φίλες μας, επίσης, ενώ έχουμε αφιερώσει και μισό βράδυ σε πάρτυ στο σπίτι μου να το αναλύουμε. Το αγόρι μου και ένα φλερτ της κάθονταν στον καναπέ, εμείς αντικριστά στο πάτωμα ή κάτι τέτοιο και διαφωνούσαμε περί ορισμού.

Επειδή θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο για το θέμα (πώς ξεκίνησε ο ορισμός, σε τι περιπτώσεις αναφέρεται, οι διαφορές του Έλληνα φασαίου από τους λοιπούς φασαίους της Ευρώπης, της γης γενικώς, ο φασαίος ως σεξουαλικό και πολιτικό ον και αρκετά άλλα κεφάλαια), επιλέγω να φανταστώ, βασισμένη σε πραγματικές ιστορίες και αφηγήσεις, ένα Σαββατοκύριακο ενός φασαίου. Εσείς, ή και η κολλητή μου ας πούμε, μπορεί να διαφωνήσετε, δεν θα εκπλαγώ, το όλο ζήτημα είναι τόσο ρευστό, είναι μια παρ’ ολίγον πλατωνική ιδέα.

Ας πούμε ότι ο ήρωάς μας είναι 28 ετών, λέγεται Πάνος, μένει Νεάπολη Εξαρχείων, έχει σπουδάσει Πολιτικό Νομικής, έχει σκηνοθετήσει δύο ταινίες μικρού μήκους, γράφει λίγη ποίηση και έχει προσπαθήσει τρεις φορές στην ζωή του να γίνει vegan.

Φύγαμε.

Σάββατο τάδε μέρα Ιουνίου 2023

ώρα 11:43

Ο Πάνος ξυπνάει μόνος του. Δεν βγήκε πάλι η φάση με την τύπα χθες βράδυ. Δικαίωμα. Αλλά κι αυτός δεν μπορεί να ασχοληθεί και πολύ περισσότερο-έχουν ήδη βγει 2 φορές και μιλάνε σχετικά τακτικά στο Insta. Κάνει τις φωτίτσες του και στέλνει έξυπνα σχόλια. Επίσης, για μια ακόμα φορά πήγε στη γειτονιά της. Θα μπορούσε να του έχει πει να ανέβει σπίτι της. Κλάιν. Τα πράγματα λειτουργούν καλύτερα χωρίς πιέση, άλλωστε. Όπως βγει. Και αν βγει. Αλλιώς, εναλλακτικές αρκετές.

Βάζει μια κάψουλα στην εσπρεσιέρα. Την τελευταία. Να θυμηθεί να πάρει καφέ. Και κροκέτες. Σκρολάρει βιαστικά , μπαίνει ακόμα και messenger, ποιος χρησιμοποιεί ακόμα messenger, αλλά ποτέ δεν ξέρεις και να που στην ομαδική με τα «παιδιά» ο Αποστόλης στέλνει για ένα πάρτυ αύριο στην Δημοτική Αγορά Κυψέλης. Έχει καιρό να πάει Κυψέλη.

Βγαίνει λαϊκή Καλλιδρομίου με τον σκύλο, φοράει μετά από έναν χρόνο τα αγαπημένα του σανδάλια. Πάνω τους εγγράφονται όλες οι καλοκαιρινές γαματοσύνες. Βράχια, αράγματα, εκείνο το πανηγύρι στη Νάξο, βγαλμένα από τα πόδια στο καράβι και αναποδογυρισμένα, χιλιοφωτογραφημένα σε stories και δεν συμμαζεύεται. Η πρώην του του είχε χαρίσει ένα διχτάκι για να βάζει τα φρούτα του και να μην παίρνει πλαστικές σακούλες.

Ψωνίζει τρία αβοκάντο, αφού τα ψαύει προσεκτικά. Χαιρετάει έναν τύπο που παίζει μπουζούκι ανάμεσα σε κάτι πάγκους. Φιλτράκι στο στόμα. Το τηλέφωνο χτυπάει, ποιος παίρνει ακόμα τηλέφωνα; Τον περιμένει ο κολλητός του στη Μουριά. Τσίπουρα από τις 12μιση, και γαμώ. Είναι νηστικός, αλλά ο καφές μετράει και λίγο για φαγητό. Άλλωστε, θέλει να χάσει ένα δυο κιλά. Πάλι σουβλάκια έφαγε χθες.

Τέρμα, σήμερα θα μαγειρέψει, εκείνα τα κατεψυγμένα μύδια θα μαραγγιάσουν πια. Ριζότο με μυρωδικά, μύδια και ξύσμα λεμονιού. Φακ. Λεμόνια ξέχασε.

Από την Μουριά περνάνε η Μ. και η Κ, στέκονται λίγο, μιλάνε μαζί τους. Όταν φεύγουν, ο κολλητός του σχολιάζει τη μία. Ο Πάνος τις θεωρεί καβαλημένα ψώνια, αλλά στην μία (όχι αυτήν που αρέσει στον κολλητό, στην άλλη) έμπαινε άνετα. Μετανιώνουν που δεν πήγαν στον Χελμό, τελικά έγινε σκηνικό καλό κι ας έβρεχε. Η ώρα περνάει.

ώρα 16:40

Μεσημεριανό στο γραφειάκι μπροστά από το λάπτοπ. Καλό βγήκε το ρυζάκι. Κανονίσματα για το βράδυ. Θα περάσει στάνταρ από Booze, αλλά πιο μετά. Πρώτα, παίζει ένα λάιβ στη Μαρίκα, στην Παλλάδος. Θέλει να αποφύγει μια συγκεκριμένη τύπισσα που παλιά δούλευε εκεί και αράζει συχνά ακόμα. Αλλά θα πάει, χέστηκε κατά βάση. Γράφει κάτι σε μια κόλλα χαρτί. Ανεβάζει στόρυ. Έχει καιρό να διαβάσει (ολόκληρο) ένα βιβλίο. Πέφτει το μάτι του στην μικρή βιβλιοθηκούλα.

Φιλτράκι στο στόμα. Τσιγάρο μετά το φαγητό, ανεκτίμητη αξία. Ύστερα, τζιβάνα στο στόμα. Το είχε ανάγκη. Μιλάει με την τύπα του, την καυλαντίζει. Έχει καύλες, χαϊδεύεται λίγο πάνω από την βερμούδα την βαμβακερή. Θα ήθελε να ήταν εδώ εκείνη τώρα να γίνονταν όλα σωστά. Μια χαρμολύπη κερουακική, ένα απόγευμα σαββάτου στην πόλη και καλοκαίρι δε νιώθει ακόμα. Δεν ξέρει καν πού θα πάει διακοπές.

Τον παίζει βιαστικά και ξεραίνεται.

ώρα 23:45

Καθυστέρησε πάλι. Θέλει μπίρες. Παίρνει το πατίνι και φτάνει Μοναστηράκι σχετικά σύντομα. Όλοι είναι εκεί. Καμία δυσάρεστη συνάντηση. Μία ωραία τον κοιτάζει. Δεν έχει όρεξη τώρα. Τώρα θέλει να δει τους φίλους του. Και αύριο θα πάνε στάνταρ στο πάρτυ στην Κυψέλη. Δεν έχει προλάβει ακόμα να δει τι παίζει εκεί και γουστάρει κάργα. Έχει ωραίο κόσμο η περιοχή, γενικά και μια φορά είχε βγει ένα γαμάτο ραντεβού στο Έπρεπε, αλλά τον πείραξαν λίγο οι τηγανιτοί γίγαντες.

Βαριέται λίγο. Τον τελευταίο χρόνο η ζωή του είναι κάπως ανερμάτιστη. Όλο λέει για τις ταινίες του, αλλά πότε θα κάνει καινούργια και πότε θα αποφασίσει να τη στείλει σε κανένα σοβαρό φεστιβάλ; Του τη σπάνε όλα: οι αφίσες των πολιτικών στις κολώνες, η υγρασία, νομίζει ότι φαίνεται γέρος, οι γκόμενες τον περνάνε κιόλας για τριαντάρη, καλά χέστηκε βασικά, αλλά εντάξει, το σκέφτεται και λίγο. Συναντά τον τατουατζή της κολλητής του. Πρέπει να χτυπήσει κάποια στιγμή αυτό το ut concecutivum που λέει από τα 25 του.

Θα ρωτάνε όλοι, μαλάκα, τι σημαίνει και τι συμβολίζει και τέτοια, και δεν θα ξέρει ούτε αυτός και αυτό θα είναι απλά τέλειο.

Μπαίνει Insta, η τύπα είναι Παγκράτι (γαμώ το Παγκράτι μου γαμώ), θέλει να πάει να τη βρει, λες να την έχει ερωτευτεί; Θέλει να πάρει έναν από την παρέα και να σκάσουν Τσέλσι, από εκεί κάνει στόρι το τελευταίο μισάωρο. Θα είναι κριντζ να σκάσει μπροστά της και να της δώσει ένα φιλί; Μάλλον ναι.

Κυριακή τάδε μέρα Ιουνίου 2023

ώρα 06:50

Μια άγνωστη σαραντάρα κοιμάται στο μαξιλάρι του και σκύλος του τον κοιτάζει με απορία. Έκανε σεξ μετά από σχεδόν δύο μήνες. Παγκράτι δεν πήγε ποτέ, εκείνη δεν του απαντούσε καν, τέλος με εκείνη, παρατράβηξε. Η γκόμενα που ήρθε μαζί του τον φλέρταρε όλη νύχτα, αραγμένη στη μπάρα του Booze, τον φάσωσε έξω από το μαγαζί. Άφησε το πατίνι του στο υπόγειο (να’ ναι καλά ο Λούβρος που όλα τα υπομένει) και μπήκε στο αμάξι της.

Πόσες μπίρες μετά όλα αυτά; Τουλάχιστον 10. Τα’ χει γαμήσει όλα πάλι, τα λεφτά θα τελειώσουν πάλι την πιο λάθος μέρα του μήνα. Αλλά μες στην καύλα γενικά, δε μετανιώνει. Κοιμάται κι αυτός, δεν πολυψήνεται να κοιμάται με γυναίκες, το πρωί καφέ και γεια σου, αν και ποτέ δεν ξέρεις. Κοίτα να δεις τι συμβαίνει πάλι στην κωλοπόλη. Φοράς τα καλοκαιρινά σου σανδάλια μια μέρα, ψωνίζεις αβοκάντο, βγαίνεις βράδυ κι όλα γίνονται όπως θέλουν εκείνα.

ώρα 14:05

Ξυπνάνε. Άβολα. Αλλά όλα καλά. Θέλει να τον βγάλει για φαγητό. Παίρνουν το σκυλί μαζί, αυτή το έχει κατασυμπαθήσει.

Ευτυχώς τα βρίσκουν στα βασικά: φεμινισμός (γιατί όλα είναι γένος θηλυκού), μουσικές (stoners αμφότεροι), φιλοζωία, τατού, όχι δηθενιές, στριφτά τσιγάρα δίχως τύψεις, κάμπινγκ σε όλη την Ελλάδα, εμμονική λατρεία στο κέντρο της πόλης, εμμονική λατρεία στην διαφυγή στην φύση και χίλια άλλα κοινά. Θα μπορούσαν να είναι φίλοι. Τον κοιτάει λάγνα, το πρόσωπό της δεν του αρέσει και τόσο κάτω από το αττικό φως, έχει ωραίο στήθος και ωραία δόντια, κλάιν, κλάιν, κλάιν.

Τσεκάρει αν η άλλη είδε τα στόρυ του. Τα έχει δει. Και γιατί δε στέλει τίποτα, τον χριστούλη μου; «Έρχεσαι μαζί μου σε ένα πάρτυ στην Δημοτική;», λέει στην συνδατημόνισσα ερωμένη του.

ώρα 21:30

Επιτέλους σπίτι και μόνος. Ντους ξανά. Ψιλοσκατά στην Κυψέλη. Και πρέπει να πάρει και το πατίνι αύριο από την Κολοκοτρώνη. Γύρισε με ταξί. Πάλι ήπιε. Η σαραντάρα θεά ήθελε κι άλλο, αλλά της το έκοψε όσο είναι νωρίς. Θα της ξαναστείλει-μάλλον. Όλα χωρίς πίεση.

Μες στη μπανιέρα νιώθει μια ξέμπαρκη στιγμή ευτυχίας. Μυρίζει ωραία το αφρόλουτρο, στον καθρέφτη η μούρη του βλέπεται και παραβλέπεται, όταν κάνει σεξ νιώθει πάντα ωραιότερος μετά. Δεν έκανε καμία δουλειά πάλι, πότε πέρασε το Σου Κου;

Τι μυρίζει έτσι στην κουζίνα; Γαμώ την τρέλα, το ριζότο εκτός ψυγείου. Καλοκαίριασε, ρε, έχει ζέστη, ρε, μάζεψε τα μυαλά σου, ρε. Βάζει να ακούσει Tom Yosi, ωραίος ο τύπος, του τον είπαν χθες στην Κυψέλη, βασικά κι αυτός Κυψέλη μένει. Παραγγέλνει μέσω Wolt μια πίτσα, πεινάει. Συνεχίζει να ξοδεύει.

Τρώει, ρεύεται, χαζεύει Ertflix, σκέφτεται να δει τα Μήλα με τον Σερβετάλη πριν κοιμηθεί. Νιώθει χώμα, αλλά είναι νωρίς ακόμα.

Φιλτράκι στο στόμα, βόλτα σκυλί, κάνει μερικά ηχητικά σε έναν τύπο που έχει γράψει μερικές μέρες και περιμένει κάτι μέιλ να του στείλει. «Φίλε, έμπλεξα, δεν σε έχω ξεχάσει». Στ’ αρχίδια του, βασικά.

Θέλει κούρεμα. Σε μια βδομάδα, μόλις πάρει τα μεροκάματα από το καφέ. Αύριο δουλειά πάλι. Ξύπνημα εφτά το πρωί, ό, τι χειρότερο.

ώρα 23:35

Δεν του αρέσει η ταινία, αλλά θα τη δει όλη. Βλέπει παράλληλα και τα στόρι της. Δεν θα της στείλει τίποτα, πόσο μαλάκας να γίνει πια; Διαβάζει λίγο «Όχι, δεν είσαι Μισογύνης» στο Facebook. Κρυφά. Δεν κάνει ούτε λάικ ούτε τίποτα. Αλλά κρυφογουστάρει. Όχι όλες τις αναρτήσεις, αλλά κάποιες σίγουρα. Αναρωτιέται αν αξίζει τίποτα σαν άντρας, σαν άνθρωπος.

Πάντα κάτι του λείπει. Σε καμία λείπει εκείνος; Σε κανέναν; Να πάρει τηλέφωνο τη μάνα του αύριο, έχουν να μιλήσουν μέρες κι έχει στείλει.

Φιλτράκι στο στόμα. Μετά το καλοκαίρι θα ξεκινήσει κιθάρα.