Στην Ελλάδα του 2025 η υγεία δεν είναι απλώς αγαθό, είναι επένδυση πολυτελείας. Από το ραντεβού στον γιατρό μέχρι το φάρμακο στο φαρμακείο κάθε βήμα μοιάζει να συνοδεύεται από μια μικρή ή και όχι τόσο μικρή οικονομική αιμορραγία. 

Θυμάμαι κάποτε, όχι πολύ παλιά που η ασθένεια είχε κυρίως συναισθηματικό βάρος. Ο φόβος για τη διάγνωση, η αγωνία για την ανάρρωση. Σήμερα το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό μόλις αρρωστήσεις είναι: «Πόσο θα μου κοστίσει;» Στην Ελλάδα του 2025 το σύστημα υγείας μοιάζει περισσότερο με χρηματιστήριο παρά με καταφύγιο κι αυτό δημιουργεί συνθήκη παρατεταμένης ανασφάλειας. 

Θέλεις ραντεβού στον ειδικό γιατρό; Είτε περιμένεις τρεις μήνες στο δημόσιο, είτε πληρώνεις 50-80 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα για να μπεις αύριο. Η μαγνητική τομογραφία; Καλύπτεται “μερικώς” από το ταμείο, το υπόλοιπο βγαίνει από την τσέπη σου και συνήθως είναι το πιο αλμυρό κομμάτι του λογαριασμού. Τα φάρμακα; Ναι, υπάρχει συμμετοχή, αλλά ακόμα κι έτσι οι χρόνιοι ασθενείς ξοδεύουν δεκάδες ευρώ τον μήνα μόνο για να διατηρούνται λειτουργικοί. 

Το δημόσιο σύστημα που υποτίθεται ότι φτιάχτηκε για να καλύπτει τον πολίτη, έχει μετατραπεί σε ένα λαβύρινθο αναμονών και ελλείψεων. Έλλειψη προσωπικού, ελλείψεις φαρμάκων, ελλείψεις κρεβατιών. Το όνειρο του Γεννηματά που με πολύ κόπο πήρε σάρκα κι οστά, γίνεται εφιάλτης. Οι γιατροί παλεύουν με φιλότιμο, αλλά δεν φτάνει. Το αποτέλεσμα; Ο πολίτης στρέφεται όλο και πιο συχνά στον ιδιωτικό τομέα, όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη. 

Κι εκεί ξεκινά η πραγματική “επένδυση”. Ιδιωτικές κλινικές που λειτουργούν σαν ξενοδοχεία πέντε αστέρων. Μόνο που το δωμάτιο με θέα δεν πληρώνεται με πόντους από κάρτες, αλλά με χιλιάδες ευρώ. Πακέτα check-up που θυμίζουν καταλόγους εστιατορίων: «βασικό», «πλήρες» και «VIP». Ασφαλιστικά προγράμματα που υπόσχονται τα πάντα, μέχρι να διαβάσεις τα ψιλά γράμματα. Ο μέσος άνθρωπος προσπαθεί να καλύψει όσο το δυνατόν περισσότερα για αυτόν και την οικογένειά του, αλλά ποτέ δεν είναι αρκετά. 

Η υγεία έγινε προϊόν και όπως κάθε προϊόν η ποιότητά του εξαρτάται από την αγοραστική σου δύναμη. Έχεις χρήματα; Μπαίνεις γρήγορα, βγαίνεις γρήγορα, έχεις πρόσβαση στους καλύτερους και η υγεία σου με έναν τρόπο “προέχει” των άλλων. Δεν έχεις; Υπομένεις την αναμονή, τα ράντζα, τα ραντεβού που “ανοίγουν” μετά τις γιορτές, αναμένεις μία ακύρωση κι ελπίζεις για το καλύτερο, σκεπτόμενος το χειρότερο σενάριο. 

Αυτή η ταξική ανισότητα στην περίθαλψη δεν είναι απλώς ηθικό ζήτημα, είναι κοινωνική βόμβα στα θεμέλια κάθε κοινωνίας. Όταν η πρόσβαση στην υγεία καθορίζεται από το πορτοφόλι, η κοινωνία χάνει κάτι βαθύτερο από το δικαίωμα στη φροντίδα: χάνει την αίσθηση ότι όλοι αξίζουν ίση μεταχείριση στην πιο ευάλωτη στιγμή τους. Aυτό το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί με λέξεις που θα αμβλύνουν το αίσθημα ανασφάλειας και φόβου.

Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και μια σιωπηλή, πικρή ειρωνεία: ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσο εξελιγμένη ιατρική τεχνολογία, τόσες φαρμακευτικές καινοτομίες, τόσες επιστημονικές δυνατότητες. Ο καρκίνος αντιμετωπίζεται καλύτερα, οι χρόνιες ασθένειες ελέγχονται, η πρόληψη μπορεί να σώσει ζωές πριν καν κινδυνεύσουν. Όμως όλη αυτή η πρόοδος γίνεται “κτήμα” μόνο όσων μπορούν να την πληρώσουν. Δεν είναι άδικο όλο αυτό; 

Η υγεία λένε δεν έχει τιμή. Στην Ελλάδα του 2025 όμως έχει και συχνά είναι απαγορευτική. Το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσουμε να βλέπουμε το πιο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα σαν ένα ακόμη πεδίο για “αγοραία” παιχνίδια, ή αν κάποτε θα θυμηθούμε ότι το νοσοκομείο δεν είναι πολυτελές κατάστημα, είναι το τελευταίο οχυρό απέναντι στην ανθρώπινη φθορά. Η φθίνουσα πορεία από το 2011 μέχρι το παρόν είναι δεδομένη, παράλληλα ιδιωτικά νοσοκομεία και κλινικές ξεφυτρώνουν σε όλα τα μεγάλα αστικά επιβεβαιώνοντας όλα τα παραπάνω. Αν όμως ο ίδιος ο κόσμος δεν αντιδράσει και τα λίγα προπύργια, θα “καταληφθούν”. 

Μέχρι τότε ο τίτλος “ακριβή υγεία” θα παραμένει το πιο οξύμωρο και το πιο σκληρό σύνθημα της εποχής μας. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.