Έχετε δει την αμερικανική ταινία «99 Σπίτια» του 2015; Αν όχι, να το κάνετε πάραυτα.
Αφηγείται την συγκλονιστική και αληθινή ιστορία του Ντένις Νας [τον υποδύεται έξοχα ο Αντριου Γκάρφιλντ], ο οποίος είναι ένας νεαρός οικοδόμος που ζει με το 10χρονο γιο του και την κομμώτρια μητέρα του.
Όταν ο –σκληρά εργαζόμενος, αλλά φυσικά, όπως όλοι μας, υποπληρωμένος– Νας δεν μπορεί να πληρώσει κάποιες δόσεις από το δάνειό του, τότε η τράπεζα τού παίρνει το σπίτι.
Η σκηνή της έξωσης είναι συγκλονιστική: βρισιές, κλάματα, ένταση, ένα μικρό παιδί στη μέση και ο Ντένις να προσπαθεί μάταια να σώσει τα αυτονόητα για μια δυτική δημοκρατία και κοινωνία: την πρώτη του κατοικία. Το σπίτι του. Το κεραμίδι που βάζει πάνω από το κεφάλι του. Πράγματα και κρατικές παροχές εξίσου αυτονόητες για έναν πολίτη που πληρώνει φόρους όπως το νερό, η ασφαλιστική και νοσοκομειακή περίθαλψη, το αίσθημα της ασφάλειας και η δωρεάν παιδεία.
Όμως όχι: στις ΗΠΑ του 2014, λίγα χρόνια μετά το σπάσιμο της «φούσκας» της Lehman Brothers το 2008 που συμπαρέσυρε όλη την κτηματομεσιτική αγορά και άφησε στο δρόμο εκατομμύρια Αμερικανούς, διωγμένους μέχρι και από την πρώτη κατοικία τους, τίποτα δεν είναι αυτονόητο.
Οπότε τι κάνει ο ήρωας των «99 Σπιτιών»: ευρισκόμενος μεταξύ σφύρας και άκμονος, με ένα παιδί να κλαίει και μια οικογένεια που πρέπει να συντηρήσει, αναγκαζόμενος να επιλέξει ανάμεσα στο δίλημμα «αξιοπρέπεια ή απατεωνιά», τελικά και κάτω υπό ασφυκτική οικονομική πίεση, διαλέγει το δεύτερο.
Και επιλέγει να δουλέψει και να κάνει ο ίδιος την «βρώμικη δουλειά» για τον κτηματομεσίτη που ευθύνεται για τα δικά του δεινά, ώστε να κερδίσει στο τέλος, μέσω του τεράστιου μισθού του, τα χρήματα που χρειάζεται για να πάρει ξανά το σπίτι του πίσω από την τράπεζα.
Το κατά πόσο τα καταφέρνει και το αν τελικά ο «οικονομικός δαρβινισμός made in USA» επικρατεί ξανά, αυτό θα το διαπιστώσετε μόνο αν δείτε την φοβερά κυνική αυτή ταινία του, πολιτογραφημένου Αμερικανού ιρανικής καταγωγής, σκηνοθέτη Ραμίν Μπαχράνι, η οποία, δίχως ίχνος διδακτισμού, καταγράφει πλήρως την φιλελέ-αμπελαλέ πραγματικότητα του μετα-καπιταλιστικού συστήματος.
Μια πραγματικότητα που ήρθε και σε εμάς, τον Φεβρουάριο του 2019, όταν η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – και υπό τις ασφυκτικές πιέσεις των ευρωπαίων «δανειστών» μας – κατάργησε την προστασία της πρώτης κατοικίας, με τον νόμο 4592/2019, καταργώντας τον προηγούμενο νόμο, τον 3869/2010.
Η περίπτωση της Ιωάννας Κολοβού
Και ενώ έχουν ήδη διεξαχθεί στην χώρα μας μέσα στο 2022 πάνω από 44.000 πλειστηριασμοί σπιτιών, την Δευτέρα το πρωί εκτυλίχθηκαν στου Ζωγράφου παρόμοιες, με την ανωτέρω ταινία, σκηνές: στις 6 παρά το πρωί, μέσα στα άγρια χαράματα, εντελώς απροειδοποίητα και δίχως καν να έχουν ενημερώσει πριν, αστυνομικοί και δικαστικός επιμελητής εισέβαλαν βίαια και ετσιθελικά στο σπίτι (και πρώτη κατοικία) της δημοσιογράφου Ιωάννας Κολοβού, σπάζοντας μάλιστα την πόρτα του διαμερίσματός της με ηλεκτρικό αλυσοπρίονο, με την ίδια την συνταξιούχο δημοσιογράφο να δηλώνει μάλιστα ότι «χτυπήθηκε» από τον κλητήρα.
Η κα. Κολοβού ζούσε στο σπίτι αυτό με τον γιο της και οι αστυνομικοί την έδιωξαν, αξημέρωτα και με ξεκάθαρη ψυχοσωματική βιαιότητα, από το ίδιο της το σπίτι αφήνοντάς την να πάρει μαζί της μόλις λίγα ρούχα, τις δύο γάτες της και τον υπολογιστή της.
Τελικά, και με την σωτήρια παρέμβαση βουλευτών από κόμματα της αντιπολίτευσης καθώς και εκατοντάδων ανθρώπων που συνέρρευσαν κάτω από το σπίτι της κας. Κολοβού το απόγευμα της Δευτέρας, η διαδικασία έξωσής της [για ένα χρέος της σε μια πιστωτική κάρτα τραπέζης της τάξης των 15.000 ευρώ] σταμάτησε προσωρινά και το φορτηγό της μεταφορικής έφυγε χωρίς να έχει αδειάσει το σπίτι, έχοντας βγάλει μόνο μερικά έπιπλα.
Σε προηγούμενες δηλώσεις της στα ΜΜΕ, η κα. Κολοβού είχε υποστηρίξει ότι το χρέος της δεν οφειλόταν σε δάνειο. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχε πάρει μια πιστωτική κάρτα της Εθνικής, πληρώνοντας για χρόνια τις δόσεις που της αναλογούσαν.
Όμως, μετά από περίπου δέκα χρόνια που πλήρωνε κανονικά τις δόσεις της, κάπου γύρω στο 2011-2012, αφενός έχασε τον σύζυγό της και αφετέρου προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με μια πενιχρή σύνταξη της τάξεως των 700 ευρώ και με ένα παιδί που έπρεπε η ίδια να το μεγαλώσει.
Τότε ήταν που δήλωσε ότι βρήκε ένα πρόγραμμα από την τράπεζα με το περίφημο σλόγκαν «Όλα σε ένα νοικοκυρεμένα», οπότε ισχυρίζεται ότι πήγε να ενοποιήσει όλο το χρέος που είχε δημιουργηθεί σε ένα «πακέτο» και να συνεχίσει να το πληρώνει μηνιαία. Όμως κάποια στιγμή και αυτό στάθηκε ανέφικτο λόγω οικονομικής δυσπραγίας της, οι τόκοι αυξήθηκαν και φτάσαμε στα 15.000 ευρώ χρέος. Το σπίτι της μπήκε σε πλειστηριασμό και η ίδια έχασε την πρώτη της κατοικία που αποτελεί μέχρι σήμερα και το μοναδικό της περιουσιακό της στοιχείο.
Το σπίτι της κατασχέθηκε από την τράπεζα, ενώ και η τελευταία προσπάθεια που υποστηρίζει ότι πρόσφατα έκανε η ίδια να προσεγγίσει τους δανειστές της προκειμένου να βρεθεί μια λύση, και αυτή έπεσε στο κενό.
Τι κρίμα, για την ίδια, που δεν έχει στην κατοχή της ένα ολόκληρο πολιτικό κόμμα, όπως τα δυο ελληνικά που κατέχουν τις δυο πρώτες θέσεις πανευρωπαϊκά για χρέη απέναντι σε τράπεζες. Ίσως έτσι να μπορούσε να την σκαπουλάρει κάπως…
Η έξωση ως ύστατη πράξη κρατικής βιαιότητας
«Παλιότερα, πριν 20-30 χρόνια, ίσχυε πάνω κάτω το εξής», μού είπε σήμερα ένας φίλος μου, που εργάζεται ως δικηγόρος και μού ζήτησε να μην αναφέρω το όνομά του, «ακόμη και αν χρώσταγες της μιχαλούς στο κράτος, ακόμη και αν ήσουν τοξικοεξαρτημένος ή εθισμένος τζογαδόρος με χαρτί γιατρού, το κράτος μπορούσε να σου πάρει τα πάντα: το εξοχικό, το σπίτι στο χωριό, ακόμη και το αυτοκίνητο. Αλλά δεν θα τολμούσε να πειράξει την πρώτη σου κατοικία. Αυτή ήταν προστατευμένη, νομικά αλλά, μεταξύ μας, και ηθικά. Δυστυχώς όμως, έχουμε πλέον μπει σε μια νέα εποχή ανηθικότητας. Και όταν επιβάλλεται πάνω σου ένας νόμος, πολλοί είναι εκείνοι που θα πούνε “ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό”. Όμως δεν είναι πάντα έτσι, Βασικά, δεν είναι σχεδόν ποτέ έτσι».
Δεν έχει άδικο ο δικηγόρος φίλος μου. Από χθες, σε social media και fora βλέπω, εκτός από προφανείς εκδηλώσεις συμπαράστασης της κας. Κολοβού, και ισάριθμα σχόλια εναντίον της. «Ας πλήρωνε τα χρέη της, τώρα τα’ θελε ο κώλος της», διάβασα ένα σχόλιο ανώνυμου σχολιαστή κάτω από το σχετικό άρθρο μεγάλης ενημερωτικής ιστοσελίδας.
Από κάτω, αμέτρητοι άλλοι χειροκροτούσαν τον σχολιαστή: «καλά τα είπες φίλε», έγραφαν, παίζοντας και αυτοί το victim blaming απέναντι σε μια γυναίκα που χάνει το σπίτι της. Το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο. Δεν ξέρω αν το διανοούνται όλοι αυτοί οι δικαστικοί επιμελητές της κακιάς ώρας.
Μάλλον όχι. Ίσως γιατί ζουν σε παράλληλα σύμπαντα, μακριά από το κέντρο της Αθήνας, στα πολύ βόρεια ή στα πολύ νότια προάστια της πρωτεύουσας, μακριά από το gentrificated Παγκράτι και τα πέριξ του.
Δεν γνωρίζω αν το έχουν αντιληφθεί πλήρως ότι η φτωχοποίηση ενός μεγάλου μέρους του εγχώριου πληθυσμού έχει μετατρέψει την στέγη και την πρώτη κατοικία στο νέο επίκεντρο της – ξεκάθαρα ταξικής – σύγκρουσης.
Με την στεγαστική αγορά να έχει πλέον απορρυθμιστεί και αποθρασυνθεί εντελώς (πρόσφατα έπεσε το μάτι μου σε μια ιστοσελίδα ενοικίασης σπιτιών, όπου μια χαμερπής «τρύπα»-wannabe γκαρσονιέρα των 30 τ.μ. της δεκαετίας του ’60 στα Εξάρχεια νοικιάζεται από τον ιδιοκτήτη της στο εξωφρενικό ποσό των 450 ευρώ το μήνα) σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των πλειστηριασμών που λέγαμε, αλλά και την ταυτόχρονη εισβολή των πλατφορμών τύπου Airbnb στο στεγαστικό τοπίο της Αθήνας, οδηγούν στην πλήρη τουριστικοποίηση της κατοικίας – με διπλή έννοια, τόσο ως αγαθό προς πώληση στον ξένο, τον «λεφτά» τουρίστα, όσο και ως προς το ότι θα καταντήσουμε να γίνουμε οι ίδιοι τουρίστες στην ίδια μας την πόλη.
Οι εταιρείες διαχείρισης δανείων και ακινήτων κάνουν χρυσές δουλειές, με την ανοχή του (τυφλού και πάντα αποστρεφόμενου προς την άλλη κατεύθυνση) βλέμματος της φιλελεύθερης αγοράς, οι ιδιοκτήτες βγάζουν από την «μύγα ξίγκι», αφού ξέρουν ότι, όσο ψηλά και αν θέσουν τον πήχη του ενοικίου τους, πάντα θα βρεθεί κάποιος που θα τους τα δώσει τα χρήματα που ζητάνε και τελικά πού καταλήγουμε;
Σε μια νέα γενιά πολιτών, οι οποίοι δεν θα καταφέρουν ποτέ τους όχι να αγοράσουν (καλά, αυτό είναι ήδη σενάριο επιστημονικής φαντασίας), αλλά ούτε καν να βρουν ένα σπίτι της προκοπής να νοικιάσουν, αναγκαζόμενοι να μένουν διαρκώς σε τρώγλες τις οποίες θα χρυσοπληρώνουν κατά το δοκούν του ιδιοκτήτη τους. Take it or leave it.
Και η πρώτη κατοικία του καθενός από εμάς μετατρέπεται σταδιακά από ένα θεμελιώδες και (σχεδόν, αλλά όχι πλέον και με πολλούς αστερίσκους) συνταγματικά κατοχυρωμένο αγαθό σε εμπόρευμα προς πώληση από σκιώδεις εταιρείες που λειτουργούν με τη μέθοδο των «περιστρεφόμενων θυρών», όπως πρόσφατα με την περίπτωση της ετιαρείας του κυβερνητικού βουλευτή Γρεβενών Ανδρέα Πάτση.
«Οι εξώσεις κατοίκων από τα σπίτια τους καταστρέφουν την κοινωνία των πολιτών και τα δομικά στοιχεία των γειτονιών που με τη σειρά τους είναι ικανά να συντηρήσουν ευρύτερες κοινότητες. Από την έρευνά μου, έχει προκύψει ότι μια και μόνο έξωση θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει πολλά τετράγωνα πόλεων», γράφει σχετικά ο Matthew Desmond στην εξαιρετική του πραγματεία / έρευνα με τίτλο «Evicted: Poverty and Profit in the American City» [Διωγμένος Από το Σπίτι σου: Φτώχεια και Κέρδος στις Αμερικανικές Πόλεις], προσθέτοντας:
«Κάπως έτσι, δημιουργούνται “αιώνιες παραγκουπόλεις”, καθώς οι άνθρωποι παίρνουν προσωρινά σπίτια που δεν ενδιαφέρονται να χτίσουν γύρω τους, απλώς ένα προσωρινό μέρος για να μείνουν μέχρι να μπορέσουν να φτιάξουν τη ζωή τους στο εγγύς μέλλον. Οι ένοικοι ενός σπιτιού βλέπουν τους εαυτούς τους ως απλούς περαστικούς από αυτό και όχι προκειμένου να ριζώσουν, να συναντήσουν τους γείτονές τους και να χτίσουν μια κοινότητα».
Ο αμερικανός συγγραφέας και ερευνητής αποφαίνεται ότι «η έξωση είναι απλώς μια “διόρθωση” που γίνεται από την ίδια την στεγαστική αγορά, όπου οι άνθρωποι καταλήγουν απλώς σε ένα φθηνότερο σπίτι που ταιριάζει καλύτερα στο εισόδημά τους».
Αλλά, δεν είναι μόνο και αποκλειστικά αυτό μια έξωση: μια έξωση είναι η ύστατη πράξη βιαιότητας και τρομοκρατίας ενός κράτους απέναντι στους ίδιους του τους (βαριά φορολογούμενους) πολίτες. Είναι σαν να σου λέει στα μούτρα σου το κράτος: «δεν έχεις πού την κεφαλήν κλίνεις; Χέστηκα, πάρε ένα χαρτόκουτο και τράβα κοιμήσου στα στενά γύρω από την Ομόνοια».
Η απώλεια του μοναδικού σου περιουσιακού σου στοιχείου είναι βία. Και τρομοκρατία μαζί. Εκτός αν μέσα σας νιώθετε ακόμη μπερδεμένοι και θεωρείτε ότι στην πραγματικότητα «τρομοκρατία», όπως μας διαβεβαιώνουν οι κυβερνητικοί βουλευτές, είναι μερικές συσκευασίες μακαρονιών ατάκτως ερριμένες έξω από το σπίτι του Άδωνη Γεωργιάδη…