Πριν πολλά χρόνια, σχεδόν 14-15 για την ακρίβεια, μού ανατέθηκε από το τότε δημοσιογραφικό μέσο που εργαζόμουν, να βρω τον Πέτρο Φιλιππίδη για μια συνέντευξη.
Είναι η εποχή που ο ίδιος ανεβάζει στο Θέατρο Μουσούρη, στην πλατεία Καρύτση, τον «Μπακαλόγατο», γνωστό και ως «Της Κακομοίρας» και στα αθηναϊκά θεατρικά δρώμενα επικρατεί ακριβώς αυτό: ο Φιλιππίδης παρουσιάζεται ως ο απόλυτος «κυρίαρχος» του παιχνιδιού, ο (θεατρ)άνθρωπος που δήθεν «διέβλεψε» την επιστροφή του Νεοέλληνα σε νοσταλγικές «θεατρικές ακρογιαλιές και δειλινά» της δεκαετίας του ’60, τότε που άκμαζε ο «παλιός, καλός, ελληνικός κινηματογράφος». Ο ίδιος δε ο Φιλιππίδης, το αναγνώριζε στον εαυτό του και το διαλαλούσε: «εγώ που συνετέλεσα ώστε να επιστρέψει ο απλός κόσμος ξανά στο θέατρο», όπως έλεγε (ή υπονοούσε) σε συνεντεύξεις του τότε.
Πολλά πράγματα με ενοχλούν στην Ελλάδα και, θα την πω την αμαρτία μου, το «παλιό, καλό ελληνικό σινεμά» είναι ένα από αυτά. Ομολογώ ότι δεν έχω δει και πολύ τέτοιο. Τα απολύτως κλασικά, δηλαδή 10-15 ταινίες που ακόμη και τώρα, αν τύχει και πέσω πάνω τους κανά βράδυ, και πάλι μάλλον θα προτιμήσω να δω μια οποιαδήποτε ταινία της Marvel -το δεύτερο χειρότερο είδος μου, δηλαδή.
Καλά, ειδικά με τον Κώστα Χατζηχρήστο έχω και ένα θέμα, που ενδεχομένως να είναι και προσωπικό μου (δεν έχω με τον Θανάση Βέγγο, ας πούμε, τις ταινίες του οποίου βλέπω ομολογουμένως πολύ ευχάριστα), δηλαδή απλώς δεν μπορώ να τον βλέπω να παίζει με όλες αυτές τις δήθεν βλαχοεπαρχιώτικες μούτες και ντοπιολαλιές -είναι η χειρότερή μου, το ομολογώ.
Οπότε, αμέσως μετά την ανάθεση του θέματος από τον διευθυντή μου, ήξερα ότι μπαίνω στην «διακεκαυμένη ζώνη» της δημοσιογραφικής μου απροθυμίας σε κάτι που θεωρούσα εξαρχής ως «χαμαλίκι». Δηλαδή ΚΑΙ Χατζηχρήστος ΚΑΙ Φιλιππίδης; Πόσα «χτυπήματα κάτω από την ζώνη» να αντέξει ένας άνθρωπος;
Παρ’ όλα αυτά, επαγγελματίες είμαστε, οπότε αποδέχτηκα, έστω και γκρινιάζοντας (από μέσα μου πάντα) να το κάνω.
Η «διακεκαυμένη ζώνη» τελικώς αποδείχθηκε απλώς μια «mission impossible». Η αποστολή που μου ανατέθηκε, δεν ήρθε ποτέ εις πέρας και η συνέντευξη δεν έγινε ποτέ γιατί, με το που μίλησα με τον Φιλιππίδη στο κινητό του τηλέφωνο, ο άνθρωπος ήταν «αλλού γι’ αλλού».
Για αρχή, με το πού του συστήθηκα, μού μίλησε στον ενικό. Σημειωτέον, ότι στην καριέρα μου, έχω μιλήσει μέχρι και με ανθρώπους που τότε ήταν στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους και μου απευθύνθηκαν όπως άρμοζε, δηλαδή στον πληθυντικό, π.χ. τον Δημήτρη Πουλικάκο.
Όχι επειδή με σέβονταν (ο σεβασμός, άλλωστε, ποτέ δεν πρέπει να επιβάλλεται, αλλά πρέπει αυστηρώς και ρητώς να κερδίζεται από τον άλλον), αλλά επειδή έτσι λειτουργούν οι όροι και οι κώδικες επικοινωνίας ανάμεσα σε δυο άγνωστους, μεταξύ τους, ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν μια φιλική ή προσωπική σχέση, αλλά μια καθαρά ανταλλακτική και quid pro quo σχέση: «κράτα με να σε κρατώ, να ανεβούμε το βούνο (της δημοσιότητας και της προβολής)» και πάει λέγοντας.
Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, αφού μου μιλάει στον ενικό, στη συνέχεια αρχίζει να μιλάει για τον εαυτό του σε τρίτο ενικό πρόσωπο, που, για όσους γνωρίζουν, είναι το πρώτο δείγμα ναρκισσισμού. Καλλιτεχνικού ή και μη. Μου έλεγε λοιπόν στο τηλέφωνο ότι «ο Πέτρος Φιλιππίδης αυτή την στιγμή έχει ένα πολύ βεβαρυμένο πρόγραμμα που δεν του επιτρέπει να δώσει άλλες συνεντεύξεις».
Μετά, τον ρώτησα αν θα μπορούσε η συνέντευξη αυτή να γίνει όταν τελειώσει αυτό το «βεβαρυμένο πρόγραμμα», γιατί «κύριε Φιλιππίδη, εμείς σας θέλουμε πολύ και πιστεύουμε ότι θα είχαμε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να πούμε». Αλλά μέχρις εκεί, γιατί και το γλείψιμο έχει και τα όριά του.
Η απάντηση ήρθε πάλι σε τρίτο ενικό: «ο Πέτρος Φιλιππίδης δεν μπορεί να ασχοληθεί άλλο με συνεντεύξεις αυτή την περίοδο. Το ξέρετε ότι τον Πέτρο Φιλιππίδη αυτή την στιγμή τον θέλουν όλα τα μέσα για να του μιλήσουν; Δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλα», οπότε και εγώ, που μεταξύ μας, αφορμή έψαχνα να στρίψω δια του αρραβώνος και να αποφύγω την συνέντευξη, δεν τον πίεσα άλλο, είπα από μέσα μου «ασταδιάλα Πέτρο Φιλιππίδη και εσύ και ο γρύλος σου» και του έκλεισα πολύ ευγενικά το τηλέφωνο, ευχαριστώντας τον για τον χρόνο που μού διέθεσε (που δεν ήταν παραπάνω από 3 λεπτά, μετρημένα).
Γυρνάω στο γραφείο, λέω τα καθέκαστα στους συναδέλφους μου, όλοι μαζί, συντάκτες, αρχισυντάκτες και διευθυντές βρίζουμε εν χορώ τον Φιλιππίδη (μια κλασική επωδός σε κάθε δημοσιογραφικό μαγαζί, να βρίζεις αυτόν που αρνήθηκε να σου μιλήσει, λες και είσαι ένας 15χρονος που έφαγε «χυλόπιτα») και κατόπιν προχωράμε τις ζωές μας.
Εντωμεταξύ, μαθαίνουμε αραιά και που ότι στο «Μουσούρη» γίνεται το «πατείς με πατώ σε» κάθε βράδυ: πρέπει μέσα σε (3;4; πόσες σεζόν κράτησε, δεν θυμάμαι καν) χρονιές, να πέρασε από εκεί ο μισός πληθυσμός της πρωτευούσης και όλων των αθηναϊκών προαστίων. Ψέματα, γιατί ξέρω μέχρι και λεωφορεία που έρχονταν από την επαρχία, από την Χαλκίδα και την Κόρινθο και την Θήβα για να δούνε τον, αυτοαποκαλούμενο, «σπουδαιότερο έλληνα ηθοποιό της γενιάς του» (ο ίδιος τα έλεγε αυτά για τον εαυτό του, όχι εγώ).
Και εμείς, με την σειρά μας, να κλαίμε, επίσης αραιά και που, σαν ηπειρώτισσες μοιρολογίστρες το γεγονός ότι «δεν τον κλείσαμε για συνέντευξη». Έχασε η Βενετιά βελόνι.
Ένα βράδυ, εκεί κοντά στα Χριστούγεννα, τυχαίνει να λαμβάνει χώρα ένα δημοσιογραφικό πάρτι κάπου στο Κολωνάκι, σε ένα μπαράκι στη Χάρητος. Πηγαίνω και εγώ και συναντώ διαφόρους συναδέλφους από διάφορα ΜΜΕ και περιοδικά, πίνουμε και σχολιάζουμε, σχολιάζουμε και πίνουμε.
Κάποια στιγμή, άγνωστο πώς, βρίσκομαι σε ένα δημοσιογραφικό «πηγαδάκι» μαζί με 4-5 ακόμη άτομα, εγώ και ένας άνδρας συνάδελφος και τρεις γυναίκες συνάδελφοι του «καλλιτεχνικού ρεπορτάζ» – η μια εκ των οποίων μεγάλη «γάτα» και γνώστρια των αθηναϊκών θεατρικών δρωμένων, η οποία δούλευε σε ανταγωνιστικό μέσο, αλλά τέλος πάντων, όλοι φίλοι είμαστε, ειδικά μετά τα πρώτα τρία ποτά.
Ξαφνικά, λες και έχει πέσει «σύρμα» από κάπου ότι κάποιος μας ακούει ξέρω ‘γω, η ένταση της φωνής των συμμετεχόντων στο «πηγαδάκι» αρχίζει να χαμηλώνει. Και τότε ακούγονται ατάκες του στυλ «σοβαρά τώρα; Δεν το ξέρατε;» και «έλα ρε, μα έχει βουήξει όλη η θεατρική Αθήνα. Ρωτήστε όποιον σπουδαστή ή σπουδάστρια δραματικής σχολής θέλετε και θα σας το επιβεβαιώσει».
«Να επιβεβαιώσει τι;», ρωτάω εγώ ο αδαής. Η συνάδελφος αυτή φέρνει τον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού της χεριού οριζόντια στο στόμα της, μιμούμενη το φερμουάρ, και λέει «για τον Πέτρο ντε. Ότι δεν είναι και ο πιο ήρεμος άνδρας του κόσμου».
«Σόρυ, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», της λέω, «και επειδή μίλησα τις προάλλες μαζί του, σε τι ακριβώς αναφέρεσαι;»
Την απάντησή της δεν θα την ξεχάσω μέχρι σήμερα: «για να το θέσω ως εξής: δεν ξέρω αν ο Φιλιππίδης είναι ο πιο σπουδαίος ηθοποιός της γενιάς του, αλλά σίγουρα είναι ο πιο “πέφτουλας” της γενιάς του».
«Α, αυτό; Ε, καλά, σιγά, όλοι την “πέφτουμε” μετά από 1-2 ποτά», της απαντώ και αυτοστιγμεί επικρατεί παγωμάρα.
«Όχι, δεν εννοώ αυτό που κάνεις εσύ μετά από 1-2 ποτά, που το κάνεις μέχρις ενός σημείου και μετά σταματάς. Εγώ μιλάω για πολύ πιο άγριες καταστάσεις», λέει.
Εγώ συνεχίζω όχι να κάνω ή να προσποιούμαι, αλλά να έχω μείνει όντως μαλάκας, γιατί, στο κάτω κάτω, με μουσική ασχολιόμουν μέχρι τότε, δεν ήμουν μπασμένος στα θεατρικά να ξέρω σε τέτοιο βάθος το τι έπαιζε και με ποιον. Του «καλλιτεχνικού» ρεπορτάζ μεν ήμουν, αλλά το θέατρο ήταν πάντα στην περιφέρεια και όχι στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων μου. Το άφηνα για άλλους που γνώριζα ότι κατέχουν το αντικείμενο πολύ περισσότερο από μένα.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι έμεινα μαλάκας. Η συνάδελφος μάς είπε ότι «τής εκμυστηρεύτηκαν τουλάχιστον 2-3 άτομα, γυναίκες, ότι ο Πέτρος ενιότε πίεζει. Και ενίοτε στριμώχνει. Και ενίοτε κυνηγάει. Φανερά και μη».
Σιχάθηκα τον άνθρωπο Φιλιππίδη. Σιχάθηκα τον άνδρα Φιλιππίδη. Σιχάθηκα τον ηθοποιό Φιλιππίδη. Σιχάθηκα τον όψιμο συνομιλητή μου Φιλιππίδη.
Κυρίως όμως, σιχάθηκα τον εαυτό μου. Που κόντεψα να πάρω συνέντευξη από έναν άνθρωπο με (διεγνωσμένα και από τότε ευρέως γνωστά στους κύκλους του) προβλήματα τέτοιας συμπεριφοράς.
Και κατόπιν, πήγα να κάνω μια κουβέντα με αυτόν που μου ανέθεσε εξαρχής το θέμα. «Όλοι τα έχουμε ακούσει αυτά για τον Πέτρο. Οι περισσότεροι του θεατρικού ρεπορτάζ τα γνωρίζουνε ήδη», μου απάντησε.
«Και γιατί επιμένουμε να τον προβάλλουμε;», ρώτησα.
«Μην κάνεις τον μαλάκα. Ο άνθρωπος γεμίζει θέατρα. Τον διάβαζει εκατομμύρια κόσμος. Ένα του εξώφυλλο και μόνο θα μας κάνει να ξεπουλήσουμε», απάντησε.
Είπε, άθελά του, την σωστή λέξη: «ξεπουλήσουμε». Γιατί αυτό κάναμε όλοι οι δημοσιογράφοι όλα αυτά τα χρόνια με τον Φιλιππίδη: κάποιοι από εμάς ξέραμε, γνωρίζαμε, είχαμε ακούσει, αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζαμε επί χρόνια να τού δίνουμε δημόσιο βήμα και να τον προβάλλουμε.
«Είχε πάρει το αυτί μας» για κάτι που είχε κάνει, αλλά επιλέξαμε, εν γνώσει μας, να το αγνοήσουμε. Να το αφήσουμε να φύγει. Να κάνουμε ότι δεν το ακούσαμε. Να το βάλουμε κάτω από το χαλάκι.
Σαν τον βιαστή στο χωριό τάδε των Γρεβενών (τυχαίος νομός), που όλοι ξέρουνε ότι ασελγεί στο παιδί του και το βουλώνουν, μην τυχόν και εκτεθεί «το χωριό». Το μικρό αυτό χωριουδάκι που λέγεται «ελληνικό θέατρο».
Και αντ’ αυτού, όλοι μας, επιλέξαμε να συνεχίσουμε να δίνουμε στον Πέτρο Φιλιππίδη βήμα, αφορμές για συνεντεύξεις, για εξώφυλλα, για ρεπορτάζ, για ύμνους, για διθυραμβικές κριτικές, για «γλειψίματα».
Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι του χώρου ήξεραν καλά για τον «άνθρωπο, άνδρα και θιασάρχη Φιλιππίδη». Και εδώ και ενα χρόνο «έχουν πέσει από τα σύννεφα». Οι ίδιοι που το 2008 ή το 2009 έλεγαν χαμηλόφωνα «ο Πέτρος ενιότε πίεζει. Και ενίοτε στριμώχνει. Και ενίοτε κυνηγάει. Φανερά και μη».
Ναι, ο Πέτρος Φιλιππίδης κρίθηκε εδώ και μερικές ημέρες από το Μικτό Ορκωτό «ένοχος» για τις δύο απόπειρες βιασμού σε βάρος γυναικών συναδέλφων του.
Εξίσου «ένοχοι» όμως υπήρξαμε και εμείς οι δημοσιογράφοι (όχι όλοι, κάποιοι), εδώ και πολλά χρόνια. Γιατί με την σιωπή μας υποθάλπταμε μια δυσχερή και αλγεινή κατάσταση. Δεν χρειαζόταν να κάνουμε πολλά: ένα απλό «μορατόριουμ» αρκούσε. Ένα απλό «να συμφωνήσουμε ότι δεν θα τον ξαναπροβάλλουμε με κάθε τρόπο;», ήταν αρκετό.
Αλλά συνεχίσαμε το ίδιο «βιολί». Και όλα αυτά για τί; Με τί τίμημα;
Για ένα εξώφυλλό (του). Για μια συνέντευξή (του).
Για ένα πουκάμισο αδειανό -που πιθανώς έσκισε ο ίδιος. Μιας οποιασδήποτε «Ελένης» εκεί έξω.
Οπότε ας πέσει, έστω και συνειδησιακά, ντοστογιεφσκικά, ο αντίστοιχος «πέλεκυς» και σε μας.
Γιατί αξίζει να τιμωρηθούμε (περίπου) όπως και αυτός. Για μερική σιωπή και μερικότερη συγκάλυψη των πράξεών του.