Την Κυριακή το πρωί ξύπνησα.

Δίχως άλλους προσδιορισμούς του τύπου «καλά», «κακά», «ευδιάθετα» ή «βαριά».

Απλά «ξύπνησα».

Σηκώθηκα από τον ύπνο μου. Έναν ύπνο μερικών ωρών.

Δίχως άλλους προσδιορισμούς του τύπου «μακάριο», «ήρεμο», ανήσυχο» ή «βαρύ».

Ξύπνησα όμως.

Έπεσα για ύπνο και μετά από μερικές ώρες ξύπνησα.

Με τις ίδιες προσδοκίες, με τις ίδιες σκοτούρες, με τις ίδιες ελπίδες και με τα ίδια πράγματα που είχα να κάνω όταν έπεσα στο κρεβάτι μου, το Σάββατο το βράδυ.

Την Κυριακή το πρωί ο Ανδρέας Παναγόπουλος δεν ξύπνησε.

Έπεσε για ύπνο και μετά από μερικές ώρες δεν ξύπνησε.

Η καρδιά του τον πρόδωσε και πέθανε από ανακοπή, πολύ πριν τα 50 του χρόνια και λίγο μετά τα 40 του.

Ο Ανδρέας έπεσε για ύπνο το Σάββατο το βράδυ με τις δικές του προσδοκίες, με τις δικές του σκοτούρες, με τις δικές του ελπίδες.

Αλλά δεν ξύπνησε ποτέ του προκειμένου να τις δει να εκπληρώνονται, να τις δει να επιλύονται, να τις δει να ευοδώνονται.

Ό,τι σχέδια και πλάνα για την ζωή του και αν είχε στο νου του ο Ανδρέας το Σάββατο το βράδυ, δεν έζησε την επόμενη ημέρα προκειμένου να τα πραγματοποιήσει.

Εγώ «ήμουν αλλά ήμουν ξανά» την Κυριακή το πρωί.

Ο Ανδρέας Παναγόπουλος «ήταν αλλά δεν ήταν» την Κυριακή το πρωί.

Δυο διαφορετικοί άνθρωποι, δυο διαφορετικές πραγματικότητες. Είμαστε δεν είμαστε, τίποτα δεν είμαστε. 

Είναι ακριβώς έτσι όπως το έγραψε ο τεράστιος Πολ Όστερ στο βιβλίο του «Η επινόηση της μοναξιάς» (1982, εκδ. Μεταίχμιο):

«Τη μία ημέρα υπάρχει ζωή. Ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, με θαυμάσια υγεία, ούτε καν γέρος, χωρίς ιστορικό ασθενειών. Όλα είναι όπως ήταν, όπως θα είναι πάντα. Εκείνος ζει από μέρα σε μέρα, νοιάζεται μονάχα για τη δουλειά του, ονειρεύεται μονάχα τη ζωή που απλώνεται μπροστά του. Και έπειτα, ξαφνικά, υπάρχει θάνατος. Ο άνθρωπος αφήνει έναν αναστεναγμό, σωριάζεται στην καρέκλα του και έρχεται ο θάνατος. Το αιφνίδιο του πράγματος δεν αφήνει περιθώρια για σκέψεις, δεν δίνει στο μυαλό την ευκαιρία να αναζητήσει μια λέξη που θα μπορούσε να προσφέρει παρηγοριά. Μένουμε μονάχα με τον θάνατο, το αδιαμφισβήτητο γεγονός της θνητότητάς μας».

Και μείναμε οι φίλοι και οι γνωστοί του Ανδρέα με το ίδιο αυτό «αδιαμφισβήτητο γεγονός»: της θνητότητάς μας.

Της δικής μας, αλλά κυρίως και πρωτίστως του Ανδρέα, αυτού του υπέροχου τύπου που χθες, Κυριακή, αποφάσισε να την «κάνει».

Και μάλιστα με έναν τρόπο που, τουλάχιστον στο δικό μου το μυαλό, ήταν τόσο μα τόσο «Ανδρέας»: ανακοπή καρδιάς.

Γιατί κανένας άλλος θάνατος δεν ταίριαζε στον Ανδρέα.

Αυτή η καρδιά, η τεράστια καρδιά του, να σταματήσει ξαφνικά να χτυπάει.

Ούτε τροχαίο, ούτε αρρώστια: μια ανακοπή, μπαμ και κάτω.

Ανδρέα Παναγόπουλου

Πώς γνώρισα τον Ανδρέα

Να ξεκαθαρίσω κάτι προκειμένου να μην παρεξηγηθώ: δεν ήμουν φίλος του Ανδρέα.

Δεν πίναμε μαζί συχνά, δεν κάναμε παρέα, δεν μιλάγαμε στο τηλέφωνο -δεν είχαμε καν ανταλλάξει αριθμούς κινητών.

Με τον Ανδρέα αρχίσαμε να μιλάμε στο messenger του Facebook το 2021. Αφορμή ήταν, τι άλλο, τα μουσικά;

Ο Ανδρέας έπαιζε μουσική ως dj σε μαγαζιά (στον «Ξένο», στο κέντρο της Αθήνας) και αφήναμε πάντα σχόλια ο ένας στα ποστ του άλλου.

Το χιούμορ του ήταν οξύ, σχεδόν διαβρωτικό, η στάση και η θέση του ήταν ανέκαθεν politically incorrect, χωρίς ωστόσο ποτέ να γίνεται εριστικός, προκλητικός ή αγενής, η γνώση του στη μουσική ήταν ευρεία και χωρούσε όλα τα είδη, ανεξαρτήτως του πώς τού ακουγόταν στο δικό του αυτί.

Η εκ του μακρόθεν επαφή μας συνεχίστηκε για μερικούς μήνες μέχρι που κάποια στιγμή ήρθε και η στιγμή που γνωριστήκαμε και από κοντά –εννοείται, με δική του πρωτοβουλία.

Το δε περιστατικό είναι απολύτως αξιομνημόνευτο και θα συνέχιζε να είναι για μένα, ακόμη και αν σήμερα δεν έγραφα για τον Ανδρέα υπό αυτές τις συνθήκες. Δηλαδή, θα το μνημόνευα ακόμη και αν «έφευγα» εγώ πρώτος, γιατί είναι απόδειξη και δείγμα της ποιότητάς του, ως ανθρώπου.

Τον Δεκέμβριο του 2022 έκανα ένα ταξίδι με τρένο Αθήνα-Θεσσαλονίκη (στο ίδιο δρομολόγιο, μάλιστα, με εκείνο το μοιραίο των Τεμπών, 2 μήνες μετά).

Στο γυρισμό, εκεί που καθόμουν στο μπαρ του τρένου και τσιμπούσα ένα σάντουιτς, σκρολάροντας στο κινητό μου, βλέπω να έχει έρθει ένα μήνυμα στο messenger.

«Ρε μαλάκα, είσαι στο τρένο για Αθήνα;»

Πάνω από το μήνυμα, η φωτογραφία του Ανδρέα.

«Ελα στο μπαρ», του απαντάω.

Και ήρθε. Και ήπιαμε δυο μπίρες. Και γελάσαμε. Και «θάψαμε» κόσμο – κάτι κοινούς μας γνωστούς.

Και ξαναγελάσαμε.

Και μετά είπαμε και κάποια (λίγα) σώψυχά μας: εγώ για το διαζύγιό μου, εκείνος για τα επαγγελματικά του τρεχάματα ως βαριά εργαζόμενος στο τμήμα μάρκετινγκ της εταιρίας Hasbro.

Όταν το τρένο έφτασε στην Αθήνα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, τού υποσχέθηκα ότι θα περνούσα από τον «Ξένο» ένα βράδυ που θα έπαιζε.

Το έκανα μερικές εβδομάδες μετά. Το επανέλαβα και άλλη μια φορά.

Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα από κοντά: η επικοινωνία μας έκτοτε περιορίστηκε στις συνομιλίες μας μέσω messenger.

Όταν πριν από ένα χρόνο είχε γίνει ένα κάτι-σαν-σκηνικό με έναν δημοσιογράφο ενός άλλου ΜΜΕ, ο Ανδρέας ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να με υπερασπιστούν.

Κάναμε μια κουβέντα επί του συγκεκριμένου θέματος και πάντα στο τέλος κατέληγε να με βγάζει «λάδι» – δεν ξέρω καν αν άξιζα τέτοια μεγαλοθυμία εκ μέρους του.

Αλλά αυτή ήταν η μεγάλη, η τεράστια καρδιά του Ανδρέα.

Τόσο τεράστια που δεν είχε πια άλλο χώρο να μας χωρέσει όλους και την Κυριακή τα ξημερώματα τού είπε «ρε Ανδρέα, χέσε μας με την καλοσύνη σου. Σε βαρέθηκα».

Τον τελευταίο καιρό ο Ανδρέας ήταν ενθουσιασμένος γιατί είχε βρει, επιτέλους, μια δουλειά, ως Market Development Manager στα ΑΒ Βασιλόπουλος, που θεωρούσε πώς του ταίριαζε «γάντι».

Δυστυχώς για την δουλειά και την θέση αυτή αυτή, τώρα θα πρέπει να πορευτεί χωρίς το εκπληκτικό μυαλό του Ανδρέα Παναγόπουλου.

Ας κάνει μόνη της τα κουμάντα της.

Η τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν προ ημερών, όταν ανέβασε ένα αστείο ποστ για τον διαχωρισμό «ανδρικές-γυναικείες» τουαλέτες σε εστιατόρια και μπαρ.

Σήμερα σκέφτομαι το εξής: αν η είδηση του θανάτου του Ανδρέα με πάγωσε τόσο πολύ (εμένα, που τον ήξερα στο τόσο αυτό λίγο), δεν μπορώ να διανοηθώ το πόσο θα πάγωσε και θα λύπησε όλους όσοι τον ήξεραν και τον αγαπούσαν βαθιά.

Δεν ξέρω που στην ευχή είναι ο Ανδρέας τώρα, αλλά του εύχομαι τα καλύτερα.

Και του στέλνω να τσεκάρει ένα ζευγάρι τουαλέτας που πιστεύω ότι θα τον μπερδεύει ακόμη και στο επέκεινα.