Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο γνώριζα ότι ο Δημήτρης Λιγνάδης κρίθηκε ένοχος για δυο βιασμούς ανηλίκων. Καθώς το ολοκλήρωνα πληροφορήθηκα ότι αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή και χρηματική εγγύηση 30.000 ευρώ. Η ουσία τελικά παραμένει, η δίκη αυτή αντί να βοηθήσει να φτάσουν στη δικαιοσύνη και στο φως και άλλες υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης τείνει να δημιουργήσει ένα ζοφερό δεδικασμένο: ο βιαστής σου ακόμη και αν κριθεί ένοχος θα πληρώσει και θα κυκλοφορεί δίπλα σου χωρίς να περάσει ποτέ από οποιαδήποτε διαδικασία σοφρωνισμού και χωρίς ποτέ να δηλώσει μετάνοια για τις πράξεις του.
Ο βιασμός δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο βιασμός ανάλογα με το πώς κρίνουμε εμείς τις κινήσεις του θύματος πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κακοποίηση.
Αυτή ήταν μία από τις βασικές σκέψεις που είχα καθώς παρακολουθούσα τη δίκη Λιγνάδη μέσω από το LignadisTrialWatch στο Facebook. Η αμέσως επόμενη ήταν: πώς είναι δυνατόν ενώ η κοινωνία απαιτεί, σχεδόν, από τους επιζήσαντες και τις επιζήσασες σεξουαλικής βίας να καταγγείλουν άμεσα την κακοποίηση τους ταυτοχρόνως σε μια τόσο προβεβλημένη δίκη, που αφορά σεξουαλικά εγκλήματα, να αρθρώνεται τέτοιου είδους κακοποιητικός λόγος που επιδιώκει την απαξίωση των καταγγέλλοντων;
Παρά την προσπάθεια του δικηγόρου υπεράσπισης, και εν τέλει του ίδιου του Λιγνάδη που κρίθηκε ένοχος για τις δύο από τις τέσσερις καταγγελίες, να μας πείσει για το αντίθετο, με επιχειρηματολογία επιπέδου καφενείου περασμένων δεκαετιών, ξέρουμε πια ότι ο βιασμός μπορεί να γίνει εις βάρος κάποιου ανεξαρτήτως του φύλου του, του σεξουαλικού του προσανατολισμού, του αν εργάζεται ως sex worker, του τι φωτογραφίες επιλέγει να ποστάρει στις προσωπικές του σελίδες στα social media.
Ο βιασμός είναι ποινικό αδίκημα γι’ αυτό άλλωστε μέσα στις δικαστικές αίθουσες, και καλώς, κρίνεται αν έχει τελεστεί το έγκλημα. Δεν οφείλουν καταγγέλοντες να πληρούν τα ξεπερασμένα ηθικά πρότυπα του κ. Κούγια ή του κάθε κ. Κούγια προκειμένου να αξιώσει την απονομή δικαιοσύνης.
Μόλις λίγες ημέρες πριν ο δικηγόρος , μεταξύ άλλων, αγορεύοντας έλεγε «Μια τέτοια προσωπικότητα που έχει στιγματήσει το θέατρο να έρχονται τέτοιες προσωπικότητες επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι και να έρχονται αυτοί αυτού του επιπέδου και θα λένε εμάς θα πιστέψετε, για ποιο λόγο, τι έχουν κάνει στη ζωή τους για να τους πιστέψετε; Έχουν διαβάσει έχουν πιάσει δουλειά; Τους ενδιέφερε μόνο να δίνουν το κορμί τους σε έναν αμφιφυλόφιλο για να έχουν ένα σπίτι να μείνουν και δεν σκέφτονταν ούτε τους γονείς τους που αγωνιούσαν οι φουκαράδες ότι έχουν πάρει τον στραβό τον δρόμο. Ψάχναμε και εμείς να βρούμε τον σύντροφό μας στα κλαμπ αλλά μεγαλώσαμε με άλλες αρχές».
Δεν χρειάζεται κανείς να έχει μεγαλώσει με τις αρχές του κ. Αλέξη Κούγια για να έχει το αναφαίρετο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Ούτε οφείλει να έχει τελειώσει το σχολείο ή να έχει λαμπρή επαγγελματική καριέρα για να γίνει πιστευτός σε μια δικαστική αίθουσα. Δεν κρίνει η δικαιοσύνη βάσει βιογραφικού αλλά με γνώμονα τα στοιχεία και την αξιοπιστία. Η τελευταία όμως δεν πηγάζει ή δεν αμφισβητείται αναλόγως του κοινωνικό σου στάτους.
Η φιλοσοφία του «γιατί να σε πιστέψουμε, δεν έχεις κάνει τίποτα στη ζωή σου» είναι η αισχρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν χιλιάδες θύματα βιασμού, ειδικά εκείνα που τόλμησαν να καταγγείλλουν κακοποιητές καταξιωμενους κοινωνικά, επαγγελματικά, οικονομικά, κακοποιητές σε θέσεις εξουσίας, αξιωματούχους, με στήριξη από το σύστημα.
Στη δίκη Λιγνάδη, ολόκληρη η υπερασπική γραμμή, κινήθηκε πάνω στη λογική του δίπολου «εμείς οι αξιόπιστοι ανώτεροι και εσείς οι σκευωροί κατώτεροι που μας φθονείτε». Εμείς οι ανώτεροι με την καλλιέργεια πνεύματος, με το πολιτιστικό έργο, με την κοινωνική καταξίωση, εμείς με την αυθεντία μας, εμείς θα σας διδάξουμε χωρίς να δεχόμαστε καμία αμφισβήτηση, γιατί μόνο εμείς ως ανώτεροι μπορούμε να ξέρουμε τι είναι πολιτισμός, αξιοπρέπεια, καριέρα, επιτυχία, ερωτισμός και εσείς πήρατε τον στραβό τον δρόμο ως κατώτεροι που είστε.
Όταν λοιπόν αρθρώνεται αυτός ο κακοποιητικός, απαξιωτικός λόγος μέσα στη δικαστική αίθουσα, όταν γίνεται ανεκτός ως επιχειρηματολογία για την αξιοπιστία του μάρτυρα τότε μην απορούμε που σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ, το 2021 μόλις ένας στους 24 βιασμούς καταγγέλλονταν.
Αν θέλαμε η δίκη Λιγνάδη να γίνει η απαρχή ώστε και άλλες υποθέσεις βιασμών να φτάνουν στη δικαιοσύνη, έπρεπε να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές και αξιόπιστο νομικά περιβάλλον που θα σέβεται την αξιοπρέπεια και θα εξασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών που θα τελούν το έργο τους με βασικό άξονα τη δικαιοσύνη και όχι μια υποκριτική ηθική ρητορική νοικοκυραίων.
Η αναστολή που μόλις απελευθέρωσε τον Δημήτρη Λιγνάδη προς ποια κατεύθυνση λέτε πώς κινείται;