Πριν από μερικές ημέρες συνέβη το εξής (λάθος και σίγουρα όχι σωστό) περιστατικό στο σχολείο του εξάχρονου γιου μου: η μητέρα ενός συμμαθητή του, πήρε τηλέφωνο και έκανε παράπονα στον διευθυντή του σχολείου, επειδή ο γιος μου και ο γιος της μάλωσαν για το ποιος θα παίξει τερματοφύλακας σε έναν αγώνα που διεξήχθη (όχι εντός του σχολείου, αλλά) σε μια… παιδική χαρά.

Επαναλαμβάνω: η μικρο-διένεξη των δυο εξάχρονων συμμαθητών συνέβη σε μια γκρίζα ζώνη, σε ουδέτερο έδαφος, στην «αποστρατικοποιημένη ζώνη» της παιδικής χαράς στην πλατεία Αμαρουσίου.

Και όμως η μάνα αυτή έκρινε «σωστό» να πάρει τηλέφωνο και να κάνει παράπονα στον διευθυντή του σχολείου, λέγοντας του μάλιστα, κατά λέξη «ότι έπρεπε να συνετίσει το παιδί μου για την συμπεριφορά του αυτή».

Το «μη-σωστό» συνεχίστηκε από πλευράς του ίδιου του σχολείου: αντί ο διευθυντής, ως όφειλε, είτε να της έλεγε «κυρία μου, το περιστατικό συνέβη εκτός σχολικού περιβάλλοντος, αει στο διάολο και εσείς και ο γρύλος σας» ή έστω να ενημερώσει και εμένα ή την μητέρα του γιου μου ως προς το περιστατικό αυτό και να ζητήσει και την δική μας εκδοχή ως προς το συμβάν (το γνωστό δημοσιογραφικό προσόν και αρετή της «διασταύρωσης πληροφοριών»), προτίμησε όντως να βάλει σε μια γωνία τον εξάχρονο γιο μου και να τον «ψαρέψει» (και ταυτόχρονα να τον «ψαρώσει») σχετικά με το περιστατικό.

Όταν το όλο σκηνικό έφτασε στα αυτιά μου, εκτός του ότι διαολίστηκα όχι μόνο με την μάνα, αλλά και με το ίδιο το σχολείο που κανονικά έπρεπε να «νίψει τας χείρας του», ως προς το ζήτημα αυτό, κατόπιν αναρωτήθηκα το εξής:

Γιατί δεν θεωρούμε όλοι μας, πάνω κάτω, τα ίδια περίπου πράγματα ως «σωστό» και «λάθος»;

Στις κοινωνικές συναναστροφές μας με άλλους ανθρώπους, πολλές φορές θεωρούμε δεδομένα μερικά πράγματα. Για παράδειγμα υποθέτουμε, πως όλοι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας με περίπου τον ίδιο τρόπο, ότι όλοι γνωρίζουμε μερικά βασικά γεγονότα και πως οι λέξεις σημαίνουν το ίδιο πράγμα για όλους.

Και όμως, για μια μικρή – αλλά τελικά όχι και πολύ μικρή – μερίδα του πληθυσμού τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά ή τουλάχιστον αυτό καταλαβαίνω εγώ.

Και η «μερίδα» αυτή συμπεριλαμβάνει, στάνταρ, μαμάδες και μπαμπάδες με εντελώς λάθος τρόπους συμπεριφοράς και διαχείρισης καταστάσεων, όπως φαίνεται εύγλωττα και στην εξαιρετική σειρά The Slap.

Τι λέει η επιστήμη ως προς το «σωστό» και το «λάθος»

Υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι δεν νιώθουν τύψεις και δεν έχουν ενσυναίσθηση, ενώ νιώθουν κάποια συναισθήματα σε πολύ ρηχό επίπεδο.

Σε ακραίες περιπτώσεις ενδεχομένως να μην ενδιαφέρονται καν για το αν θα ζήσει κάποιος ή αν θα πεθάνει.

«Αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονται “ψυχοπαθείς”» γράφει ο Tom Chivers στη βρετανική εφημερίδα The Telegraph. Ορισμένοι από αυτούς είναι βίαιοι εγκληματίες. Δολοφόνοι. Αλλά όχι όλοι.

Ο καθηγητής Robert Hare είναι ποινικός ψυχολόγος και δημιουργός του PCL-R, ενός ψυχολογικού «εργαλείου» αξιολόγησης, που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί αν κάποιος είναι ψυχοπαθής ή όχι.

Για πολλές δεκαετίες ο ίδιος μελέτησε ανθρώπους με ψυχοπάθεια και συνεργάστηκε μαζί τους σε φυλακές και αλλού.

«Με εκπλήσσει το ίδιο, όπως και πριν από 40 χρόνια όταν πρωτοξεκίνησα, το γεγονός ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι τόσο αποσυνδεδεμένοι συναισθηματικά, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τους υπόλοιπους ως αντικείμενα που πρέπει να χειραγωγηθούν ή να καταστραφούν χωρίς αυτό να τους προκαλεί καμία ανησυχία» λέει ο ίδιος.

Η κατανόησή μας για τον ανθρώπινο εγκέφαλο και τις λειτουργίες του βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, και δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που οι ψυχολογικές διαταραχές θεωρούνταν ως… αποτυχημένοι χαρακτήρες.

Σιγά σιγά αρχίζουμε να κατανοούμε ότι οι ψυχικές ασθένειες είναι αρρώστιες, όπως η νεφρική ανεπάρκεια, η ηπατική ανεπάρεκια ή οι αναπτυξιακές διαταραχές, όπως για παράδειγμα ο αυτισμός.

Είναι όντως μια διαταραχή ή ένας διαφορετικός τρόπος ύπαρξης;

«Υπάρχουν άνθρωποι που αξιολογούνται αρκετά υψηλά στη λίστα εκτίμησης της ψυχοπάθειας, αλλά όχι τόσο που να θεωρούνται επικίνδυνοι να προκαλέσουν προβλήματα. Συχνά, αυτοί μπορεί να είναι οι φίλοι μας, άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμαστε» πρόσθεσε ο καθηγητής (πιθανώς έχοντας κατά νου την μητέρα του συμμαθητή του παιδιού μου).

Πολλά όμως από τα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά δεν είναι απαραίτητα μειονεκτήματα και σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν και πλεονεκτήματα.

«Υπάρχουν δύο είδη ενσυναίσθησης» λέει ο James Fallon, νευροεπιστήμονας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και συγγραφέας του εξαιρετικού βιβλίου «The Psychopath Inside: A Neuroscientist’s Personal Journey into the Dark Side of the Brain».

«Η γνωστική ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να γνωρίζει κανείς τι αισθάνονται οι άλλοι και η συναισθηματική ενσυναίσθηση έχει να κάνει με την ικανότητα να συναισθάνεται κανείς αυτά που αισθάνονται οι άλλοι» είπε.

Τα άτομα με αυτισμό διαθέτουν αυξημένη ενσυναίσθηση και μπορούν να νιώσουν τον πόνο του άλλου, όμως είναι λιγότερο ικανά να αναγνωρίσουν τα σημάδια που «διαβάζουν» οι υπόλοιποι, όπως για παράδειγμα ένα χαμόγελο ή ένα συνοφρύωμα που αποκαλύπτει τι μπορεί να σκέφτεται κάποιος.

Με τους ψυχοπαθείς συμβαίνει το αντίθετο: γνωρίζουν τι αισθάνεται κάποιος, όμως δε νιώθουν καμία συμπόνοια και κανένα συναίσθημα οι ίδιοι.

«Αυτό τους “εξοπλίζει” με ένα μοναδικό πλεονέκτημα, καθώς μπορούν να καταλάβουν τι σκέφτεται κάποιος. Απλά δεν τους ενδιαφέρει και έτσι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν εναντίον του» συνέχισε.

«Οι ψυχοπαθείς πιστεύουν ότι είναι πιο λογικοί από τους άλλους ανθρώπους» λέει ο Hare. «Μια φορά είχα συναντήσει έναν εγκληματία, ο οποίος ήταν σίγουρα ψυχοπαθητική προσωπικότητα και ο οποίος μου είπε πως οι ψυχίατροι του έλεγαν πως το πρόβλημά του ήταν ότι σκεφτόταν περισσότερο με το μυαλό και όχι με την καρδιά. ‘Και τι πρέπει να κάνω δηλαδή; Να βάλω τα κλάματα τώρα γι’ αυτό;’, μου είπε» καταλήγει εμφατικά ο καθηγητής.

Προφανώς και όλοι μας «παλαντζάρουμε» καθημερινά ανάμεσα σε σκέψεις γαλήνιες και ήρεμες και άλλες σκέψεις που γειτνιάζουν επικίνδυνα με την ψυχοπαθολογία.

Η «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή» υπάρχει στον εγκέφαλό μας και εμείς μπορούμε να την (ξε)περάσουμε ανά πάσα στιγμή.

Aλλά, καλού κακού, πριν πούμε ή κάνουμε οτιδήποτε, καλό είναι να θυμόμαστε τα αθάνατα λόγια των Depeche Mode και να προσπαθήσουμε, που και που, να μπούμε «και στα παπούτσια του άλλου» δίπλα μας ή απέναντί μας:

Now I’m not looking for absolution
Forgiveness for the things I do
But before you come to any conclusions
Try walking in my shoes