Τα τελευταία χρόνια, ο όρος “ήσυχη αποχώρηση” ή quiet quitting, όπως έχει επικρατήσει διεθνώς έγινε το σύμβολο των προκλήσεων στον χώρο εργασίας. Οι εργαζόμενοι δεν παραιτούνταν ανοικτά από τις θέσεις τους, αλλά περιόριζαν την προσπάθεια και την αφοσίωσή τους σε ό,τι ακριβώς απαιτεί η θέση τους, αποφεύγοντας κάθε έξτρα φορτίο. Το φαινόμενο έμοιαζε να αντλεί από την κοινωνική κόπωση και την πίεση των εταιρικών προτύπων, δημιουργώντας ένα είδος αθόρυβης αντίστασης απέναντι στην εργασιακή εξάντληση και τις υπερβολικές απαιτήσεις, αλλά η αγορά εργασίας εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς και όπως συχνά συμβαίνει το πρόβλημα μεταμορφώνεται: η quiet quitting μοιάζει να έχει δώσει τη θέση της σε ένα ακόμη πιο ανησυχητικό φαινόμενο, στη «στατική παραμονή» ή quiet cracking (ήσυχο σπάσιμο στην κυριολεξία).
Ο Frank Giampietro, Chief Wellbeing Officer της EY Americas το περιγράφει με σαφήνεια: οι εργαζόμενοι «παρουσιάζονται, κάνουν τη δουλειά τους, αλλά παλεύουν σιωπηλά κατά τη διάρκειά της». Δεν εγκαταλείπουν τη θέση τους, δεν κάνουν δημόσια αντίσταση, αλλά η εσωτερική τους φθορά είναι εμφανής. Οι λόγοι είναι πολλαπλοί και αλληλοσυνδεδεμένοι με τη σημερινή οικονομική αβεβαιότητα. Οι αλλαγές θέσεων εργασίας δεν υπόσχονται πλέον την αύξηση μισθού ή την επαγγελματική ανέλιξη που υποσχόταν η αγορά πριν από λίγα χρόνια. Η εναλλαγή θέσεων έγινε ριψοκίνδυνη και συχνά η παραμονή μοιάζει η μόνη επιλογή, ακόμα κι αν αυτή η επιλογή συνοδεύεται από κόπωση, απογοήτευση και έλλειψη προοπτικής.
Η στατική παραμονή στην εργασία, λοιπόν, δεν είναι συνειδητή επιλογή, αλλά αποτέλεσμα περιορισμένων δυνατοτήτων. Οι εργαζόμενοι αισθάνονται κολλημένοι, χωρίς να έχουν την πολυτέλεια να επιλέξουν κάτι καλύτερο. Το αποτέλεσμα είναι ένα κρυφό κύμα αποσύνδεσης και δυσαρέσκειας που μπορεί να διαβρώσει το ηθικό της ομάδας, να μειώσει την παραγωγικότητα και τελικά να οδηγήσει σε burnout. Σύμφωνα με την Gallup, η παγκόσμια δέσμευση των εργαζομένων έπεσε από 23% σε 21% μόλις τον περασμένο χρόνο, με οικονομικό κόστος που εκτιμάται στα 438 δισεκατομμύρια δολάρια χαμένης παραγωγικότητας. Στοιχεία που υποδηλώνουν πως το πρόβλημα είναι βαθύτερο από μια απλή διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού. Αφορά τον τρόπο που βιώνεται η ίδια η εργασία.
Οι εκδηλώσεις του “ήσυχου σπασίματος” μπορεί να είναι σωματικές: κούραση, πονοκέφαλοι, αρρώστιες που εμφανίζονται συχνότερα από το φυσιολογικό, αλλά μπορεί να είναι και ψυχολογικές ή συμπεριφορικές: ένας εργαζόμενος που προηγουμένως ήταν υψηλής απόδοσης σταδιακά μειώνει την ενέργεια που δαπανά, χάνει τη δημιουργικότητα και την αισιοδοξία του δείχνοντας μια αλλαγή που συχνά περνά απαρατήρητη. Οι διαφορές στην απόδοση δεν οφείλονται πάντα σε τεχνικές δεξιότητες ή έλλειψη γνώσης, αλλά στο εσωτερικό βάρος που κουβαλάει ο εργαζόμενος, στην αίσθηση ότι η καθημερινή προσπάθεια γίνεται χωρίς νόημα ή αναγνώριση.
Η λύση δεν είναι πάντα στην αυστηρή παρακολούθηση ή στη διοικητική παρέμβαση. Ο Giampietro συνιστά να ξεκινάμε με την παρατήρηση και τη φροντίδα: «Παρατήρησα μια αλλαγή στη συμπεριφορά σου. Μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό; Θέλω μόνο να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά». Η διακριτική αυτή προσέγγιση μπορεί να αποκαλύψει όχι μόνο τα αίτια του προβλήματος, αλλά και να δημιουργήσει έναν χώρο εμπιστοσύνης όπου η φθορά δεν θα εξελιχθεί σε πλήρες burnout.
Η πραγματικότητα της τρέχουσας αγοράς εργασίας καθιστά την πρόληψη ακόμη πιο σημαντική. Οι επενδύσεις στην ευημερία των εργαζομένων που γνώρισαν άνθηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχουν μειωθεί. Η εστίαση επανέρχεται στο κόστος και όχι στην υποστήριξη του προσωπικού, αφήνοντας τους εργαζόμενους να διαχειρίζονται την πίεση μόνοι τους, ενώ οι απαιτήσεις αυξάνονται. Η απουσία ενός ολοκληρωμένου συστήματος στήριξης εντείνει την αίσθηση στασιμότητας και εσωτερικής απομόνωσης, δημιουργώντας συνθήκες “ήσυχου σπασίματος” που συχνά περνούν απαρατήρητες μέχρι να είναι πολύ αργά.
Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο την ατομική απόδοση. Αγγίζει την ίδια την κουλτούρα της εταιρείας, την παραγωγικότητα, και την ηθική των ομάδων. Είναι μια σιωπηλή προειδοποίηση ότι η εργασία δεν μπορεί να είναι απλώς υποχρέωση, πρέπει να περιέχει νόημα, αναγνώριση και χώρο για ανάπτυξη. Η παρατήρηση των μικρών αλλαγών, η συζήτηση με τους εργαζόμενους και η ενίσχυση της αίσθησης στήριξης μπορεί να μετατρέψει την αίσθηση στασιμότητας σε ενεργητική συμμετοχή και δημιουργικότητα.
Στο τέλος το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η εποχή της quiet quitting ίσως ανήκει στο παρελθόν, αλλά η στατική παραμονή, το quiet cracking είναι εδώ για να μας θυμίσει ότι η εργασία δεν είναι μόνο θέσεις και καθήκοντα. Είναι εμπειρία, συμμετοχή, αλληλεπίδραση και φροντίδα και η αναγνώριση αυτής της σιωπηλής φθοράς αποτελεί το πρώτο βήμα για να ξαναζωντανέψει η ενέργεια και η αίσθηση ότι η εργασία έχει νόημα.
Η σιωπηλή αντίσταση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα απόδοσης, αλλά ως κρίσιμη ένδειξη ότι οι συνθήκες εργασίας χρειάζονται προσοχή, κατανόηση και πιθανώς συγκεκριμένες αλλαγές. Μόνο τότε η στατική παραμονή μπορεί να μετατραπεί από αόρατη φθορά σε ενεργητική συμμετοχή προς όφελος των εργαζομένων και των οργανισμών που τους απασχολούν.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.