Σύμφωνα με τον βρετανό καθηγητή Φιλοσοφίας Σάιμον Κρίτσλεϊ «τα πάντα στην πολιτική μπορούν να ερμηνευτούν με ποδοσφαιρικούς όρους».
Ενδεχομένως το ίδιο να ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή τα πάντα στο ποδόσφαιρο να μπορούν να ερμηνευτούν με όρους πολιτικής, αλλά αυτό το κομμάτι αφορά ένα άλλο άρθρο.
Τον Φεβρουάριο του 2008 ο Αλέξης Τσίπρας εξελέγη από το 5ο Συνέδριο του Συνασπισμού ως ο νέος πρόεδρος του κόμματος. Ήταν μόλις 33 ετών, λίγο πριν τα 34 του χρόνια – ο νεότερος αρχηγός πολιτικού κόμματος στην ιστορία της χώρας μας.
Ο Συνασπισμός τότε ήταν μια παράταξη του 3%: συγκεκριμένα του 3,26% (και των μόλις 6 εδρών) που είχε πάρει στις εκλογές του 2004, επί ηγεσίας Νίκου Κωνσταντόπουλου.
Η Ελπίδα είχε καταφτάσει.
Και το πολιτικό wunderkind με το όνομα «Τσίπρας» θα άρχιζε σιγά σιγά το χτίσιμο του brand name «ΣΥΡΙΖΑ», όπως θα ίσχυε επισήμως πλέον από το 2013 και μέχρι σήμερα.
Ως «προπονητής» αυτής της ομάδας την οποία πήρε από την ανυποληψία της… β’ (πολιτικής) κατηγορίας, ο Τσίπρας για τα πρώτα χρόνια έπαιξε ιδανική «μπάλα».
Πήρε τον «Παναιτωλικό / Αστέρα Τρίπολης / βάλτε εσείς ένα όνομα μιας τυχαίας επαρχιακής ομάδας και όχι του πρώην ΠΟΚ, ώστε να μην προσβληθεί κάποιος τοπικιστής» και από το 3% και τις 6 έδρες του 2004 τον πήγε, στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, στο 36,3% και τις 149 έδρες.
Η Ελπίδα είχε καταφτάσει ξανά. Ή και όχι.
Γιατί εκεί ο «προπονητής» Τσίπρας, πάνω στο μεθύσι της επικράτησης, ήρθε αντιμέτωπος τόσο με την δεινή πολιτικοοικονομική μετα-Μνημονιακή πραγματικότητα, το αργοκίνητο γραφειοκρατικό «τέρας» των Βρυξελλών (και του ΔΝΤ και της ΕΚΤ), όσο και με τις προσωπικές του ματαιώσεις.
Οι οποίες με την σειρά τους, είχαν αντίκτυπο στους «παίκτες» της ομάδας του, η οποία σιγά σιγά άρχισε να φυλλορροεί. Γιάνης Βαρουφάκης, Ζωή Κωνσταντοπούλου και λοιποί (μέχρι και, εσωκομματικά, οι «53» του Ευκλείδη Τσακαλώτου) άρχισαν να εγκαταλείπουν την πρωταθλήτρια «ομάδα», το «σύνολο» που ήρθε να παίξει μπάλα στο Τσάμπιονς Λιγκ της πολιτικής, παίζοντας μάλιστα και στον «τελικό» της «διοργάνωσης», πριν και μετά από εκείνη την διαπραγμάτευση και εκείνο το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, όταν η «αρμάδα του Τσίπρα» υπέστη συντριπτική ήττα μετά από 17 ώρες αέναου και βασανιστικού πάνω-κάτω της «μπάλας» στο χορτάρι των Βρυξελλών.
Ο προπονητής Τσίπρας από καθαρά επιθετικογενές σύστημα 4-3-3 και «θα χτυπάμε τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν» ή «θα σκίσουμε τα μνημόνια», και βλέποντας ότι στην πραγματικότητα δεν μπορείς να τα βάλεις με την «Μάντσεστερ Σίτι» των Βρυξελλών, το γύρισε στο περήφανο ιταλικό κατενάτσιο: άμυνα ταμπούρι, «λεωφορείο» μπροστά στο τέρμα και ό,τι βγει. Ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει.
Στην αρχή, οι ψηφοφόροι και οι οπαδοί του κάπως κατάφεραν να ξεπεράσουν το γεγονός ότι το 4-3-3 (το «όχι» του δημοψηφίσματος) έγινε 7-2-1 (και μετατράπηκε σε «ναι»). Και αυτό το 61% των ανθρώπων που είχαν «εισιτήριο διαρκείας» στην «Αρένα ΣΥΡΙΖΑ» άρχισαν σιγά σιγά και προϊόντος του χρόνου να σταματάνε να προσέρχονται στο γήπεδο για να δουν την «μέχρι πρότινος ανίκητη, αλλά πλέον ηττημένη και ταπεινωμένη αρμάδα του Τσίπρα».
Ο προπονητής Τσίπρας έχασε την στόχευσή του στις νίκες. Έπαιζε μόνο για την άμυνα. Για το 0-0 και την ισοπαλία – ούτε καν για μια απλή «ιταλική» νίκη με 1-0. Απλά άμυνα. «Να μην φάμε γκολ παιδιά, προσοχή στα μετόπισθεν». Και όταν εστιάζεις αποκλειστικά στα μετόπισθεν, ο νόμος του ποδοσφαίρου λέει ότι, κατά πάσα πιθανότητα, εσύ θα είσαι αυτός που θα βάλεις αυτογκόλ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019 μπορεί να μην «έπεσε κατηγορία», αλλά για πρώτη φορά αμφισβητήθηκαν τα πολιτικά του πρωτεία. Η ομάδα είχε αλλάξει, ο προπονητής εμφανιζόταν κουρασμένος και παραδομένος στην τύχη του και για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ είδε να μην βγαίνει στο… Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά στο Γιουρόπα Λιγκ.
Ο προπονητής Τσίπρας έπρεπε να αλλάξει το σύστημα. Να το κάνει πιο επιθετικό. Με στόχο ξανά το πρωτάθλημα και την πρωτιά. Αλλά, αντ’ αυτού, συνέχισε να παίζει «ταμπούρι». Αμυνα. Δίχως καμία διάθεση να ρίξει στον αγωνιστικό χώρο δυο-τρεις επιθετικούς να του «καθαρίσουν την μπουγάδα».
Ηταν σαν να μην έχει καμία διάθεση να διεκδικήσει κάτι περισσότερο από την δεύτερη θέση που, πιθανώς, νόμιζε ότι του αναλογούσε πλέον. Πιθανώς να ήρθε, ως προπονητής, αντιμέτωπος με τους προσωπικούς του περιορισμούς και τα όρια, τόσο σε επίπεδο προπονητικής, όσο και σε επίπεδο «γηπεδικής πολιτικής συμπεριφοράς».
Ο προπονητής Τσίπρας, φυσικά, εκτός από τις δικές του πράξεις και παραλείψεις, ήταν και άτυχος: δεν είχε στα χέρια του μπάτζετ, δηλαδή καλούς παίκτες να τον πλαισιώσουν και δεν ήταν εντέλει και ένας προπονητής επιπέδου Ότο Ρεχάγκελ να βγάζει διαρκώς λαγούς από το μέχρι πρότινος θαυματουργό καπέλο του, με μια αμιγώς αμυντικογενή ομάδα.
Το μόνο που είχε πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένας φωτογενής προπονητής τύπου Ζοσέ Μουρίνιο και από πίσω σχεδόν τίποτα. Και είχε να παίξει και ενάντια σε θεούς και δαίμονες, με τα ΜΜΕ κατά 80% εναντίον του και τα Μέσα να «σπρώχνουν» διαρκώς το νέο πρωταθλητή, τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος αργά και μεθοδικά άρχισε να κερδίζει τους αγώνες με 1-0.
Η ΝΔ δεν πρόσφερε δα και θέαμα στους οπαδούς και τους ψηφοφόρους της, αλλά παρουσίαζε ένα ομοιογενές σύνολο, με ισχυρό ποσοστό συσπείρωσης και κοινή στόχευση στο δεύτερο σερί «πρωτάθλημα», αυτό του 2023.
Η λήξη του «πρωταθλήματος», την περασμένη Κυριακή, έδειξε ότι η ΝΔ δεν κέρδισε το πρωτάθλημα, αλλά στην πραγματικότητα το έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ το μόνο που έκανε είναι να αυξήσει κατά μια μονάδα το ποσοστό της (40,79% από 39.85% το 2019), ενώ ο αμυντικογενής ΣΥΡΙΖΑ υπέστη την χειρότερη ήττα του: μέσα σε οκτώ χρόνια, η ομάδα του «προπονητή Τσίπρα» κατάφερε να πέσει από το 36% στο 20%. Ενα σύνολο που έπαιζε για το πρωτάθλημα, πλέον φυτοζωούσε στη μέση του βαθμολογικού πίνακα. Δίχως όρεξη για κάτι παραπάνω. Δίχως προσδοκίες και βλέψεις.
Και τα «φαντάσματα» του παρελθόντος να βγουν από τις ντουλάπες τους: μήπως ήταν, εντέλει, συμπτωματική αυτή η αύξηση από το 3% στο 36%; Μήπως οι ώμοι του νέου προπονητή δεν άντεχαν τέτοιο βάρος; Μήπως ο Τσίπρας λύγισε υπό το βάρος των όποιων κοινωνικών προσδοκιών εναποτέθηκαν πάνω του; Μήπως το «4-3-3 που στην πορεία έγινε κατενάτσιο» και το «Όχι που έγινε Ναι» λύγισε, με την σειρά του, την συντριπτική πλειοψηφία της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ;
Και ο «Ζοσέ Μουρίνιο / Πεπ Γκουαρδιόλα» Τσίπρας έγινε ξαφνικά ο «Μπάμπης Τεννές / Σούλης Παπαδόπουλος» Τσίπρας.
Και τι θα γίνει τώρα με την «ομάδα ΣΥΡΙΖΑ»; Θα πέσει και άλλο – πιθανώς και σε μονοψήφια νούμερα, αν τυχόν επαληθευτούν οι όποιες προβλέψεις κάποιων ότι, σε ένα νέο δεινό εκλογικό αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα μήνα από τώρα, ο «προπονητής Τσίπρας» θα αποχαιρετήσει την ομάδα, μετά από 15 συναπτά έτη στον πάγκο της και θα παραδώσει την θέση του σε ένα νέο «προπονητή»;
Μήπως τελικά ο 15ετής πολιτικός «κύκλος με την κιμωλία» έχει κλείσει οριστικά και αμετάκλητα για τον Αλέξη Τσίπρα;
Τα τραγικά λάθη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ
Λίγες ημέρες πριν τις εκλογές της 21ης Μαϊου, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, απευθυνόμενος σε πολίτες της Νάουσας, αναφέρθηκε στο θέμα της «κυβέρνησης ειδικού σκοπού» που είχε προηγουμένως θέσει, με απόλυτη πολιτική ηττοπάθεια, ο Αλέξης Τσίπρας, βλέποντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει αυτοδυναμία.
«Μας μίλησαν μέχρι και για κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Τρεις μήνες, λέει, θα έχουμε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Να δω πώς θα πληρώνονται οι συντάξεις σας με την κυβέρνηση του ειδικού σκοπού και πώς η χώρα θα κυβερνάται», είπε ο Μητσοτάκης σχεδόν εκβιαστικά και θέτοντας τον απλό λαό στο γνωστό νεοδημοκρατικό δίλημμα «σταθερότητα ή χάος».
«Να δω πώς θα πληρώνονται οι συντάξεις σας με την κυβέρνηση του ειδικού σκοπού»; Είμαστε σοβαροί; Και όμως. Το είπε αυτό όντως ο Πρωθυπουργός.
Και δεν βρέθηκε κανείς να του πει «ρε φίλε, τι λες; Είσαι σοβαρός;»
Και αυτός ο κάποιος έπρεπε να είναι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο Αλέξης Τσίπρας όμως δεν κουνήθηκε καν από την θέση του. Δεν το άκουσε; Δεν το είδε; Δεν είχε κάτι να πει επ’ αυτού;
Η ουσία είναι ότι σιώπησε, με έναν τρόπο που απαγορεύεται από τον οιονδήποτε ηγέτη αξιωματικής αντιπολίτευσης να σιωπά μπροστά σε μια τέτοια ντροπιαστική δήλωση, ειδικά από το στόμα ενός (εν δυνάμει απερχόμενου) Πρωθυπουργού.
Καμία διάθεση για σύγκρουση. Καμία διάθεση για μια, έστω την ύστατη ώρα, κατά μέτωπον επίθεση.
Είναι σαν ο «προπονητής Τσίπρας» να είδε τον διαιτητή του αγώνα να βγάζει, παντελώς άδικα, κόκκινη κάρτα σε δυο παίκτες του και δεν έσπευσε καν να διαμαρτυρηθεί. Έκατσε άπρακτος, σχεδόν αποδεχόμενος νομοτελειακά την μοίρα του.
Μια μοίρα, ωστόσο, που είχε ήδη προγραφεί, καθώς ο «προπονητής» είχε χάσει τον έλεγχο των «αποδυτηρίων» του και ο κάθε «παίκτης» του εμφανιζόταν να κάνει και από ένα τραγικό λάθος, εντός ή εκτός αγωνιστικού χώρου, ατοπήματα που κόστιζαν στην ίδια την ομάδα.
Πρώτα ήταν η υποψήφια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Θεανώ Φωτίου που μίλησε για τη μεσαία τάξη, τοποθετώντας τις 5.000 ευρώ ετήσιο ατομικό εισόδημα ως το όριο προκειμένου κάποιος πολίτης να ανήκει σε αυτήν.
Κατόπιν ήρθαν οι δηλώσεις του Γιώργου Κατρούγκαλου για επαναφορά του 20% στις ασφαλιστικές εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών σε περίπτωση εκλογικής νίκης του κόμματος.
Με αμφότερες τις δηλώσεις αυτές, αυτομάτως ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε όποιους κεντρώους ψηφοφόρους τού είχαν μείνει.
Επιπλέον, όσοι ψηφοφόροι τού είχαν μείνει ακόμη, εστίαζαν διαρκώς στην έλλειψη αξιοπιστίας του κόμματος, το οποίο, προεξάρχοντος του ίδιου του Τσίπρα, επιχειρούσε μια αποτυχημένη μετατόπιση προς το Κέντρο. Με αυτόν τον τρόπο όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ αποξενώθηκε από τα αριστερά του ακροατήρια χωρίς να κερδίζει τίποτα από τα κεντρώα, ειδικά μετά τις δηλώσεις Φωτίου και Κατρούγκαλου.
Στην ουσία όμως, ο Τσίπρας θα πρέπει, κάποια στιγμή, και ως «προπονητής» να θέσει στον εαυτό του μια σειρά από ερωτήματα υπαρξιακης πολιτικής φύσεως:
«Τι είδους αντιπολίτευση δεν έκανα»;
«Ποιους νόμους της Ν.Δ. κατέληξα να ψηφίζω»;
«Ποια νέα στελέχη, από ετερόκλητους πολιτικούς χώρους, προσέλκυσα στο ΣΥΡΙΖΑ; Τα στελέχη αυτά με ωφέλησαν ή μού έκαναν περισσότερη ζημιά;»
«Κατάφερα να προετοιμάσω την ίδια την κοινωνία για την ανάγκη μιας ευρείας προοδευτικής παράταξης; Κατάφερα να πείσω τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων ότι μπορώ να ηγηθώ της αντεπίθεσης της Κεντροαριστεράς».
«Μήπως η κυβέρνηση “ειδικού σκοπού” στην οποία αναφέρθηκα, ερμηνεύτηκε από πολλούς ως μια έμμεση παραδοχή ήττας και αδυναμίας αυτόνομης διεκδίκησης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ;»
Και κυρίως: «Ποια είναι, τελικά, η αντιπρόταση που είχα να προτείνω στον ελληνικό λαό; Μπορεί να εφαρμοστεί μια διαφορετική πολιτική σε σχέση με αυτές που είχαμε μέχρι τώρα;»
Σε μια εποχή που ο κόσμος ήθελε απεγνωσμένα να ακούσει από τον «προπονητή Τσίπρα» για τις πολιτικές που θα αλλάξουν τη ζωή του, κυρίως για την οικονομία, για την τσέπη του, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν σε σύγκρουση με τον Δημήτρη Παπαδημούλη για τον φράκτη του Έβρου.
Ο ευρωβουλευτής δήλωνε ότι «με δική του πρωτοβουλία μπλοκαρίστηκε η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για τον φράχτη του Έβρου», για να τον «αδειάσει» ένα μήνα μετά ο ίδιος ο Τσίπρας, επιμένοντας ότι «ο φράχτης δεν θα γκρεμιστεί και ότι ανάλογα με τις υπηρεσιακές εισηγήσεις μπορεί να συνεχιστεί η επέκτασή του».
Μετά ήρθε το ήξεις-αφήξεις με τον Παύλο Πολάκη. Μπες-βγες στα ψηφοδέλτια για τον «αψύ Κρητικό», μια εξέλιξη που επέτρεψε στην ηγεσία της ΝΔ να μιλήσει για την επιστροφή του «πολακισμού» στην πολιτική.
Μετά ήρθε η ατυχής πρόταση του Ευκλείδη Τσακαλώτου για τα «τοπικά νομίσματα», που επανέφερε στο συλλογικό ασυνείδητο μνήμες δημοψηφίσματος 2015, ενώ το τελευταίο «αυτογκόλ» το έβαλε ο ίδιος ο προπονητής, όταν ο Τσίπρας έκανε «άνοιγμα» ακόμη και στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής («δεν είναι όλοι φασίστες, κάποιοι ήταν απλοί, παραπλανημένοι άνθρωποι»), μία κίνηση αμφιλεγόμενη και υψηλού ρίσκου, που προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια σε ένα κομμάτι των στελεχών αλλά και των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τεράστιο λάθος του Αλέξη Τσίπρα ήταν το ότι επέλεξε να κάνει μια προεκλογική εκστρατεία χρησιμοποιώντας μια αμιγώς αρνητική ατζέντα, αγνοώντας τον βαθύ ψυχισμό του μέσου κεντροαριστερού ψηφοφόρου.
Ήταν σαν να είσαι προπονητής και να αγνοείς την ψυχολογία της κερκίδας. Μιας κερκίδας που στηρίζεται πάνω στον παράγοντα της αλλαγής ως ζωοποιό στοιχείο της κοινωνικής μεταρρύθμισης (σε αντίθεση με τα δεξιά ακροατήρια, που βασίζονται στον πάγιο συντηρητισμό, δηλαδή στην απλή συντήρηση του υπάρχοντος status quo, δίχως πολλές εκπλήξεις και αλλαγές).
Δεδομένου ότι η Κεντροαριστερά στηρίζεται πάνω στην «ψήφο της αλλαγής» και νιώθει πιο έντονα στο πετσί της την έννοια της πολιτικής «προδοσίας» και της αποξένωσης από τις θολές και μπερδεμένες κινήσεις του ίδιου του του «προπονητή», είναι σχεδόν θαύμα που ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε και πήρε έστω αυτό το 20% την περασμένη Κυριακή.
Γιατί οι «οπαδοί» του είχαν προ πολλού αποχωρήσει από το «γήπεδο».
Και ο Αλέξης Τσίπρας έμεινε μόνος του στο πάγκο, να κοιτάζει τις άδειες κερκίδες…