Υπήρξε μια εποχή, πριν από 14-15 χρόνια που άκουγες πολύ συχνά το εξής από τους 25άρηδες και 30άρηδες της εποχής εκείνης: «Οι Ισπανοί έχουν τη Βαρκελώνη, εμείς το Γκάζι. Οι Καταλανοί κάνουν βόλτα στο Μπάρι Γκότικ, εμείς στην οδό Τριπτολέμου. Οι Ισπανοί πίνουν μπίρες καθισμένοι χύμα πάνω στο πλακόστρωτο της Ράμπλα, ενώ εμείς μεθάμε πάνω στα πεζούλια της οδού Βουτάδων».
Κάποια lifestyle έντυπα έσπευσαν, κάπως υπερβολικά είναι η αλήθεια, να το χαρακτηρίσουν, το 2007-2008, στο απόλυτο απόγειό του, μέχρι και ως το «Soho της Αθήνας».
Το Γκάζι αποτέλεσε όντως, κάποια δεδομένη στιγμή μέσα στο χρόνο, ό,τι πιο κοντινό στην κουλτούρα της πρωτεύουσας της Καταλονίας, δηλαδή μιας αστικής περί διασκέδασης άποψης που χωράει κάτω απ’ το ίδιο περβάζι όλους: εναλλακτικούς και τρέντι, στρέιτ και γκέι, «ταγάρια» και κυριλέδες, ροκάδες και καρεκλάδες/χαουζάδες.
Όλα στην περιοχή του Γκαζιού ήταν περισσότερο ζήτημα αύρας: δεν είναι «χωμένη», όπως η αντίστοιχη του Ψυρρή, που σε κάνει να ψυχοπλακώνεσαι• είναι πολύ πιο ανοιχτή και το μάτι σου δεν «τρακάρει» πάνω στο τσιμέντο, αλλά έχεις την πλατεία του Κεραμεικού με την απλωσιά του να το «ξεκουράζει».
Αυτό ακριβώς είναι που τράβηξε στην περιοχή και πολλούς νέους ιδιοκτήτες μπαρ και κλαμπ: «Η αδελφή μου μένει στην οδό Βουτάδων και εκείνη ήταν η πρώτη που, πριν πολλά χρόνια, μου είχε προτείνει να αγοράσω το χώρο που στεγάστηκε αρχικά το μαγαζί», μου λέει ένας ιδιοκτήτης μπαρ που θέλει να παραμείνει ανώνυμος. Και συνεχίζει:
«Με συνέφερε επειδή είχε χαμηλό συντελεστή δόμησης, ήταν πολύ πιο ευάερο κι ευήλιο, ενώ ήταν ένας σαφώς πιο καλλιτεχνικός χώρος απ’ ότι το απέραντο μπουζουξίδικο του Ψυρρή, γεγονός που μου επέτρεπε να κάνω και τις εκθέσεις τέχνης που ήθελα. Πρόσθεσε σε όλα αυτά το υπολογισμένο ρίσκο του να μπαίνεις όχι σε μια ώριμη, αλλά σε μια ακόμη νέα αγορά με την προοπτική του Μετρό να “φτιάξει” το μαγαζί σου μελλοντικά και έχεις μια ολοκληρωμένη εικόνα του τι ακριβώς οραματιστήκαμε τότε, το 2007».
Όσοι, σαν τον προαναφερθέντα ιδιοκτήτη, σιχάθηκαν το κιτσαριό και το φολκλοριλίκι του Ψυρρή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και της μεταολυμπιακής Αθήνας και «επένδυσαν» τις μετοχές της διασκέδασής τους σε μια συνοικία που βρέθηκε στο απόλυτο μεταίχμιο μεταξύ alternative και mainstream, φαίνεται να κέρδισαν το στοίχημα. Τουλάχιστον, αρχικά.
Δηλαδή, να δραστηριοποιούνται σε μια συνοικία που κρατούσε τότε με νύχια και με δόντια, το εναλλακτικό της προφίλ, αλλά έκανε και φιλότιμες προσπάθειες να πάρει τα σκήπτρα της διασκέδασης απ’ την, απαγορευμένη για μένα και για πολλούς άλλους, ζώνη της παραλιακής και της Ποσειδώνος, όπου για να βγεις χρειαζόσουν δραμαμίνες και εμετοσακούλες απ’ την «καγκουρίλα» που σου αποπνέει μέχρι και σήμερα.
Το Γκάζι κατάφερε να μπει με τη μαγκιά, τον τσαμπουκά, αλλά και τις, αλλαγμένες μέσα στα ’00s, ως προς την νοοτροπία του κόσμου, συνθήκες διασκέδασης, στους τουριστικούς οδηγούς όλου του κόσμου ως το next big thing της αθηναϊκής νύχτας, σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου τα αχανή κλαμπ των ’90s έμοιαζαν να αργοπεθαίνουν σε όφελος μιας πιο cool βραδινής κραιπάλης, σε μικρά, χρωματιστά μπαράκια μέσα στις πολύβουες κυψέλες της κάθε μεγαλούπολης.
Το Γκάζι κατάφερε – ευτυχώς – να αλλάξει έστω και για λίγα χρόνια την κουλτούρα της νυχτερινής μας διασκέδασης.
Γκάζι, ένα “αρχιπέλαγος” επιλογών στο κέντρο της τσιμεντούπολης
Ισχύει αυτό που λένε, πως το Γκάζι δηλαδή διαιρείται σε δυο περιόδους, την προ και την μετά Μετρό εποχή. Πριν τον Μάιο του 2007 ήταν μια περιοχή που για να την περπατήσεις χρειαζόσουν ναυτικό φακό, αφού δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός και αθλητικά παπούτσια, επειδή ο δρόμος εκεί που είναι τώρα το Μετρό, ήταν ένας άθλιος χωματόδρομος, με ένα ελεεινό ελενίτ να τον περιφράζει, λόγω των έργων που γίνονταν εκεί. Γενικά, ήταν δύσκολη μια βόλτα στην περιοχή τότε.
Έχοντας ζήσει το Γκάζι, όχι μόνο ως θαμώνας στα τρία μαγαζιά που έδωσαν το «εναρκτήριο λάκτισμα» στην περιοχή αυτή (το 1998 άνοιξε το Mamaca’s, το ’99 το Γκαζάκι και το 2000 το Νηπιαγωγείο), αλλά κι ως εργαζόμενος στην θέση του dj στο θρυλικό μπαρ Hoxton απ’ τον πρώτο σχεδόν μήνα που άνοιξε, την άνοιξη του 2007, μπορώ πλέον να κοιτάξω, με την απόσταση των 15 αυτών ετών, το Γκάζι μόνο ως ένα τεράστιο «αρχιπέλαγος» διασκέδασης με πολλά μικρά νησάκια μέσα σε αυτό να διαμορφώνουν τον πολυσυλλεκτικό του χαρακτήρα.
Ετσι, αν μπορούσες τότε να ταιριάξεις μπαρ, συνθήκες, άτομα και καταστάσεις, οι 45 Μοίρες είναι η Νάξος, το Α Lier Man η Πάρος, το Μayo είναι η Κέα, το Mamaca’s η Μύκονος, το Νηπιαγωγείο η Σαντορίνη, το Γκαζοχώρι η Ανάφη, το Κ44 η Αντίπαρος κ.ο.κ.
Κάπως έτσι και με βάση αυτή τη λογική, μια βόλτα στο Γκάζι ισοδυναμούσε τότε με μια αντίστοιχη αυγουστιάτικη περαντζάδα απ’ όλα τα νησιά του Αιγαίου, εκεί όπου ο ταξιδιώτης κινείται και δεν μένει σταθερός σε ένα μαγαζί.
Έκανε αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν «barhopping», ελαφρά δηλαδή πηδηματάκια απ’ το ένα μπαράκι στο άλλο -και, κυρίως, μεταφέροντας το ποτήρι σου απ’ το ένα μπαρ στο άλλο, χωρίς να σου λέει κανείς τίποτα, αφού πολλοί απ’ τους ιδιοκτήτες των μαγαζιών αυτών είναι φίλοι μεταξύ τους.
Έτσι, όταν, γύρω στις 3μιση-4 τα ξημερώματα μιας απλής καθημερινής, το ένα μαγαζί άρχιζε να κατεβάζει τα ρολά του, οι ιδιοκτήτες και οι θαμώνες του πηγαίνανε… σούμπιτοι στο «Γκαζάκι» για τα «τελειώματα», κι όταν το «Γκαζάκι» έκλεινε, τα παιδιά μεταφέρονταν για σφηνάκια στο παραδίπλα «αφτεράδικο» που ακόμη… το κρατούσε αληθινό (και κυρίως ανοικτό).
Και αυτό που αναφέρω δεν γινόταν μια στο τόσο. Γινόταν κάθε μέρα. Μα κάθε μέρα.
Ήταν κάποτε το Soho της Αθήνας…
Με σημείο αναφοράς της γειτονιάς το Εργοστάσιο Αεριόφωτος που λειτούργησε από το 1862 έως το 1984, βαφτίζοντας την περιοχή «Γκάζι», η περιοχή αυτή κατάφερε, προ 15ετίας, να αναδειχτεί ως το επόμενο πάρκο μαζικής διασκέδασης και η γειτονιά στην οποία θα μπορούσε όντως να παιχτεί το «παιχνίδι» της αθηναϊκής διασκέδασης, κυρίως επειδή εδώ μπορούσες να κάνεις και να ζήσεις τα πάντα, ακόμη κι αν αποφάσιζες να παραμείνεις εκεί όλο το 24ωρο σου.
Προσωπικά, μεταξύ 2007-2009 έχω περάσει πολλές μέρες στο Γκάζι απ’ το πρωί για καφέ, μετά για φαγητό, μετά ξανά καφέ για τη χώνεψη, ύστερα βόλτα στα σοκάκια του Γκαζιού, μετά μπίρες στην πλατεία στο χαλαρό, κατόπιν ένα «βρόμικο» στα γρήγορα και για τελείωμα κοκτέιλ γύρω απ’ το σταθμό του Μετρό, πάνω στα τσιμεντένια πεζούλια.
Ναι, το «ξόρκι» που μεταμόρφωσε το Γκάζι από μια σχετικά cool γειτονιά στο κλασσικότερο meeting point της πόλης μετά τους Ολυμπιακούς του 2004, είναι η λέξη «πεζούλι», το συμβολικό σημείο όπου οι διάφορες ετερόκλητες φυλές της Αθήνας πλησιάζουν μεταξύ τους και έρχονται κοντά. Η «πασαρέλα» γύρω απ’ το Μετρό που ενώνει νοοτροπίες και διαφορετικά μουσικά και στιλιστικά ακούσματα είναι πλέον απαράβατος κανόνας για όποιον θέλει να επενδύσει ως μαγαζάτορας στο Γκάζι.
Τα σαββατόβραδα υπολογιζόταν από τους ντόπιους ιδιοκτήτες ότι κατάφερνε να συγκεντρώνεται εκεί πάνω από 6-7.000 κόσμος, ενώ στο χρονικό διάστημα απ’ το 2002 μέχρι το 2009 [το απόλυτο απόγειο της περιοχής και το σημείο όπου άρχισε να το παίρνει η κατηγόρα], το κόστος της γης στο Γκάζι ανέβηκε πάνω απ’ το 300%, με τα, διάσημα, loft του Γκαζιού πλέον να φτάνουν, το 2009, να κοστολογούνται από 3.000 έως 5.000 το τετραγωνικό και κάποια να φτάνουν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών, μέχρι και τα 8.000 ευρώ.
Κάποιος να το προσέχει
Όχι πως στην αρχή, η περιοχή δεν είχε κι αυτή τα προβλήματά της, όπως άλλωστε κάθε νεανική πιάτσα: ιδιοκτήτης electro μπαρ του Γκαζιού που δεν θέλει φυσικά να αποκαλύψω το όνομά του, μου λέει σήμερα πως τον πρώτο καιρό, που ακόμη το Γκάζι δεν ήταν τόσο trendy, οι υπόγειες δραστηριότητες των κυκλωμάτων «προστασίας» ήταν ήρεμες.
Όταν όμως στην πιάτσα έγινε το «πατείς με πατώ σε» οι ειδικές «βαλίτσες» με τα κατοστάευρα για την προστασία πήγαιναν κι έρχονταν, με αποκορύφωμα τη «μπούκα» της Αστυνομίας, για ναρκωτικά (;), το 2005-06, σε ένα τότε πολύ γνωστό μπαρ της οδού Κωνσταντινουπόλεως.
Τότε, οι αστυνομικοί έσκασαν ξαφνικά στο μαγαζί, και μάλιστα μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα, συνέλαβαν τον ιδιοκτήτη του για κατοχή και εμπόριο κοκαΐνης, ενώ όσοι ήταν μπροστά στο περιστατικό, έχουν να μου περιγράψουν σκηνές απείρου κάλλους με άτομα να προσπαθούν να ξεφορτωθούν πανικόβλητα τα σακουλάκια με τις κόκες που είχαν στις τσέπες τους και το πάτωμα του μαγαζιού να έχει γίνει από σκουρόχρωμο… λευκό απ’ την σκόνη που είχε χυθεί κάτω.
Η κουλτούρα των αντιθέσεων
Γιατί όμως το Γκάζι πέρασε αυτή την περίοδο της ακμής του;
Μια κοινωνιολογική θεωρία λέει πως μια κουλτούρα είναι ενδιαφέρουσα μόνο όταν διαθέτει μέσα στους κόλπους της πολλές αντιθέσεις. Ομοίως και το Γκάζι: μπορούσες να αράξεις κάπου, αν είσαι του «καθιστού», αλλά και να κυκλοφορήσεις κάνοντας εξερεύνηση στα νέα στέκια. Να δοκιμάσεις όλες τις νέες «γκουρμεδιές» σε κυριλέ εστιατόρια, με βάση το κρέας ή το ψάρι, αλλά μπορούσες να φας κάτι απ’ τον πάγκο με τα «βρώμικα», στην συμβολή Τριπτολέμου και Βουτάδων.
Μπορούσες να πάρεις την φθηνή μπίρα από το περίπτερο, στην κάτω έξοδο του Μετρό, αλλά μετά να θελήσεις να πιεις κι ένα ευφάνταστο κοκτέιλ, το όνομα του οποίου ακούς για πρώτη φορά.
Να δεις τον 45άρη προιστάμενό σου να πίνει μοχίτο δίπλα στους 18άρηδες πιτσιρικάδες που αράζουν στο χορτάρι ή «μετράνε» τα σκαλάκια με το σκέιτ τους.
Να ακούσεις «πριόνια» απ’ τους πιο hardcore dj’s στο Almodobar και μετά να πεταχτείς να παίξεις μπιλιάρδο στο Intrepid Fox ακούγοντας hard rock «ποζεριές».
Να μετρήσεις πόσες Mercedes Kompressor είναι παρκαρισμένες έξω απ’ το Μamaca’s και πιο κάτω να συναντήσεις καμιά 20αριά παλιές βέσπες Lambretta, σε ένα τυπικό meeting της mod κοινότητας της Αθήνας.
Μπορούσες να πιεις το ποτό σου μέσα σ’ έναν εσωτερικό κήπο, όπως το «Νηπιαγωγείο» ή να ανακατέψεις το κοκτέιλ σου με θέα την Ακρόπολη, απ’ τις ταράτσες του ποπ και των ροκ «45 Μοιρών».
Μπορούσες να την «βγάλεις» με 10 ευρώ, αλλά μπορούσε να σου φύγει και το μισό σου μηνιάτικο κερνώντας σφηνάκια, αν δεν πρόσεχες.
Τέλος εποχής για το Γκάζι
«Κάπου εκεί γύρω στο 2009-2010, άρχισε να γίνεται το αδιαχώρητο, κάτι που από τη μια δεν το περιμέναμε όταν ανοίξαμε, αλλά απ’ την άλλη ήταν κι αναμενόμενο, όταν ανακοινώθηκε η δημιουργία του μετρό», μου λέει ο ανωτέρω ιδιοκτήτης μπαρ που πλέον το έχει κλείσει και έχει μεταφέρει το μαγαζί του σε άλλη αθηναϊκή «πιάτσα» της νυχτερινής διασκέδασης.
«Σε κάποιο σημείο φάνηκε ότι δεν χωράνε άλλα μαγαζιά και προσωπικά απορώ για ποιο λόγο συνέχιζαν να δίνονται και άλλες άδειες, γεγονός που ίσως να εξυπηρετούσε κι άλλα συμφέροντα», καταλήγει.
Πράγματι, στα μάτια πολλών, το Γκάζι άρχισε να μεταμορφώνεται σε ένα μέρος όπου κυριαρχεί ο «οτινανισμός» και η ακαλαισθησία και μια περιοχή στην οποία, πλέον, προκειμένου να περπατήσεις ή να παρκάρεις, χρειαζόσουν μια αίτηση με χαρτόσημο των δύο ευρώ στο ΚΕΠ της γειτονιάς σου.
Το Γκάζι χαντακώθηκε, πιστεύω, από το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, δεν ήταν μια περιοχή που είχε ξεκάθαρο χαρακτήρα.Το αρχικό του πλεονέκτημα έγινε σιγά σιγά μειονέκτημα και η εμφάνιση ενός κλαμπ τύπου Μπουρνάζι δίπλα σε ένα πολύ πιο «ελίτ» και «σοφιστικέ» (με πολλά εισαγωγικά) μαγαζί, δεν βοήθησαν στην δημιουργία μιας ευδιάκριτης νυχτερινής «ταυτότητας».
Ο αρχικός cult χαρακτήρας της περιοχής με τα πολλά γκέι μπαρ (θρυλικό το Sodade) μετατράπηκε σταδιακά σε ένα ατελείωτο κιτσαριό και trash, ενώ το «τελευταίο χτύπημα, το οριστικό χτύπημα» το έδωσε η οικονομική κρίση μετά το 2010.
Τότε που άνοιγαν το ένα μπαρ μετά το άλλο, μετά από 8 μήνες έκλειναν καθώς δεν είχαν «πιάσει» και στην θέση τους άνοιγαν σουβλατζίδικα και φαγάδικα καθώς η εστίαση των 2-3 και 4 ευρώ είναι ένα πολύ πιο προσιτό «σπορ» σε σχέση με τα «ξίδια» των 7-8 και 9 ευρώ.
Το Γκάζι φιλοδοξούσε, μια εποχή, αρκετά μακρινή, να γίνει ο «άρχοντας» της αθηναϊκής νύχτας, αλλά στην πραγματικότητα κατάφερε να γίνει ο… Ροναλντίνιο της διασκέδασης: είχε 3-4 πολύ καλές σεζόν που μεσουράνησε και έπιασε… τρελή απόδοση, που λέμε, και μετά αποφάσισε να υπάρχει απλά για να υπάρχει και να θυμάται με νοσταλγία της εποχή της απόλυτης αίγλης του.
Αν κάτι συνεχίζει να προσδίνει ένα respect στην όλη περιοχή είναι η Τεχνόπολη, που διοργανώνει φεστιβάλ, εκθέσεις φωτογραφίες και συναυλίες που του δίνουν έναν πιο εκλεπτυσμένο και ξεχωριστό χαρακτήρα.
Και η Τεχνόπολη είναι και ο μοναδικός, σήμερα, λόγος που συνεχίζω να το επισκέπτομαι.
Παρόλο που, σε κάθε μου βόλτα, συνεχίζω να βλέπω τα φαντάσματα του ένδοξου παρελθόντος του Γκαζιού να πίνουν, να μεθάνε και να διασκεδάζουν στα θρυλικά πεζούλια γύρω από τον σταθμό του μετρό του Κεραμεικού.
Υπήρξε μια εποχή, πριν από 14-15 χρόνια που άκουγες πολύ συχνά το εξής από τους 25άρηδες και 30άρηδες της εποχής εκείνης: «Οι Ισπανοί έχουν τη Βαρκελώνη, εμείς το Γκάζι. Οι Καταλανοί κάνουν βόλτα στο Μπάρι Γκότικ, εμείς στην οδό Τριπτολέμου. Οι Ισπανοί πίνουν μπίρες καθισμένοι χύμα πάνω στο πλακόστρωτο της Ράμπλα, ενώ εμείς μεθάμε πάνω στα πεζούλια της οδού Βουτάδων».
Κάποια lifestyle έντυπα έσπευσαν, κάπως υπερβολικά είναι η αλήθεια, να το χαρακτηρίσουν, το 2007-2008, στο απόλυτο απόγειό του, μέχρι και ως το «Soho της Αθήνας».
Το Γκάζι αποτέλεσε όντως, κάποια δεδομένη στιγμή μέσα στο χρόνο, ό,τι πιο κοντινό στην κουλτούρα της πρωτεύουσας της Καταλονίας, δηλαδή μιας αστικής περί διασκέδασης άποψης που χωράει κάτω απ’ το ίδιο περβάζι όλους: εναλλακτικούς και τρέντι, στρέιτ και γκέι, «ταγάρια» και κυριλέδες, ροκάδες και καρεκλάδες/χαουζάδες.
Όλα στην περιοχή του Γκαζιού ήταν περισσότερο ζήτημα αύρας: δεν είναι «χωμένη», όπως η αντίστοιχη του Ψυρρή, που σε κάνει να ψυχοπλακώνεσαι• είναι πολύ πιο ανοιχτή και το μάτι σου δεν «τρακάρει» πάνω στο τσιμέντο, αλλά έχεις την πλατεία του Κεραμεικού με την απλωσιά του να το «ξεκουράζει».
Αυτό ακριβώς είναι που τράβηξε στην περιοχή και πολλούς νέους ιδιοκτήτες μπαρ και κλαμπ: «Η αδελφή μου μένει στην οδό Βουτάδων και εκείνη ήταν η πρώτη που, πριν πολλά χρόνια, μου είχε προτείνει να αγοράσω το χώρο που στεγάστηκε αρχικά το μαγαζί», μου λέει ένας ιδιοκτήτης μπαρ που θέλει να παραμείνει ανώνυμος. Και συνεχίζει:
«Με συνέφερε επειδή είχε χαμηλό συντελεστή δόμησης, ήταν πολύ πιο ευάερο κι ευήλιο, ενώ ήταν ένας σαφώς πιο καλλιτεχνικός χώρος απ’ ότι το απέραντο μπουζουξίδικο του Ψυρρή, γεγονός που μου επέτρεπε να κάνω και τις εκθέσεις τέχνης που ήθελα. Πρόσθεσε σε όλα αυτά το υπολογισμένο ρίσκο του να μπαίνεις όχι σε μια ώριμη, αλλά σε μια ακόμη νέα αγορά με την προοπτική του Μετρό να “φτιάξει” το μαγαζί σου μελλοντικά και έχεις μια ολοκληρωμένη εικόνα του τι ακριβώς οραματιστήκαμε τότε, το 2007».
Όσοι, σαν τον προαναφερθέντα ιδιοκτήτη, σιχάθηκαν το κιτσαριό και το φολκλοριλίκι του Ψυρρή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και της μεταολυμπιακής Αθήνας και «επένδυσαν» τις μετοχές της διασκέδασής τους σε μια συνοικία που βρέθηκε στο απόλυτο μεταίχμιο μεταξύ alternative και mainstream, φαίνεται να κέρδισαν το στοίχημα. Τουλάχιστον, αρχικά.
Δηλαδή, να δραστηριοποιούνται σε μια συνοικία που κρατούσε τότε με νύχια και με δόντια, το εναλλακτικό της προφίλ, αλλά έκανε και φιλότιμες προσπάθειες να πάρει τα σκήπτρα της διασκέδασης απ’ την, απαγορευμένη για μένα και για πολλούς άλλους, ζώνη της παραλιακής και της Ποσειδώνος, όπου για να βγεις χρειαζόσουν δραμαμίνες και εμετοσακούλες απ’ την «καγκουρίλα» που σου αποπνέει μέχρι και σήμερα.
Το Γκάζι κατάφερε να μπει με τη μαγκιά, τον τσαμπουκά, αλλά και τις, αλλαγμένες μέσα στα ’00s, ως προς την νοοτροπία του κόσμου, συνθήκες διασκέδασης, στους τουριστικούς οδηγούς όλου του κόσμου ως το next big thing της αθηναϊκής νύχτας, σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου τα αχανή κλαμπ των ’90s έμοιαζαν να αργοπεθαίνουν σε όφελος μιας πιο cool βραδινής κραιπάλης, σε μικρά, χρωματιστά μπαράκια μέσα στις πολύβουες κυψέλες της κάθε μεγαλούπολης.
Το Γκάζι κατάφερε – ευτυχώς – να αλλάξει έστω και για λίγα χρόνια την κουλτούρα της νυχτερινής μας διασκέδασης.
Γκάζι, ένα “αρχιπέλαγος” επιλογών στο κέντρο της τσιμεντούπολης
Ισχύει αυτό που λένε, πως το Γκάζι δηλαδή διαιρείται σε δυο περιόδους, την προ και την μετά Μετρό εποχή. Πριν τον Μάιο του 2007 ήταν μια περιοχή που για να την περπατήσεις χρειαζόσουν ναυτικό φακό, αφού δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός και αθλητικά παπούτσια, επειδή ο δρόμος εκεί που είναι τώρα το Μετρό, ήταν ένας άθλιος χωματόδρομος, με ένα ελεεινό ελενίτ να τον περιφράζει, λόγω των έργων που γίνονταν εκεί. Γενικά, ήταν δύσκολη μια βόλτα στην περιοχή τότε.
Έχοντας ζήσει το Γκάζι, όχι μόνο ως θαμώνας στα τρία μαγαζιά που έδωσαν το «εναρκτήριο λάκτισμα» στην περιοχή αυτή (το 1998 άνοιξε το Mamaca’s, το ’99 το Γκαζάκι και το 2000 το Νηπιαγωγείο), αλλά κι ως εργαζόμενος στην θέση του dj στο θρυλικό μπαρ Hoxton απ’ τον πρώτο σχεδόν μήνα που άνοιξε, την άνοιξη του 2007, μπορώ πλέον να κοιτάξω, με την απόσταση των 15 αυτών ετών, το Γκάζι μόνο ως ένα τεράστιο «αρχιπέλαγος» διασκέδασης με πολλά μικρά νησάκια μέσα σε αυτό να διαμορφώνουν τον πολυσυλλεκτικό του χαρακτήρα.
Ετσι, αν μπορούσες τότε να ταιριάξεις μπαρ, συνθήκες, άτομα και καταστάσεις, οι 45 Μοίρες είναι η Νάξος, το Α Lier Man η Πάρος, το Μayo είναι η Κέα, το Mamaca’s η Μύκονος, το Νηπιαγωγείο η Σαντορίνη, το Γκαζοχώρι η Ανάφη, το Κ44 η Αντίπαρος κ.ο.κ.
Κάπως έτσι και με βάση αυτή τη λογική, μια βόλτα στο Γκάζι ισοδυναμούσε τότε με μια αντίστοιχη αυγουστιάτικη περαντζάδα απ’ όλα τα νησιά του Αιγαίου, εκεί όπου ο ταξιδιώτης κινείται και δεν μένει σταθερός σε ένα μαγαζί.
Έκανε αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν «barhopping», ελαφρά δηλαδή πηδηματάκια απ’ το ένα μπαράκι στο άλλο -και, κυρίως, μεταφέροντας το ποτήρι σου απ’ το ένα μπαρ στο άλλο, χωρίς να σου λέει κανείς τίποτα, αφού πολλοί απ’ τους ιδιοκτήτες των μαγαζιών αυτών είναι φίλοι μεταξύ τους.
Έτσι, όταν, γύρω στις 3μιση-4 τα ξημερώματα μιας απλής καθημερινής, το ένα μαγαζί άρχιζε να κατεβάζει τα ρολά του, οι ιδιοκτήτες και οι θαμώνες του πηγαίνανε… σούμπιτοι στο «Γκαζάκι» για τα «τελειώματα», κι όταν το «Γκαζάκι» έκλεινε, τα παιδιά μεταφέρονταν για σφηνάκια στο παραδίπλα «αφτεράδικο» που ακόμη… το κρατούσε αληθινό (και κυρίως ανοικτό).
Και αυτό που αναφέρω δεν γινόταν μια στο τόσο. Γινόταν κάθε μέρα. Μα κάθε μέρα.
Ήταν κάποτε το Soho της Αθήνας…
Με σημείο αναφοράς της γειτονιάς το Εργοστάσιο Αεριόφωτος που λειτούργησε από το 1862 έως το 1984, βαφτίζοντας την περιοχή «Γκάζι», η περιοχή αυτή κατάφερε, προ 15ετίας, να αναδειχτεί ως το επόμενο πάρκο μαζικής διασκέδασης και η γειτονιά στην οποία θα μπορούσε όντως να παιχτεί το «παιχνίδι» της αθηναϊκής διασκέδασης, κυρίως επειδή εδώ μπορούσες να κάνεις και να ζήσεις τα πάντα, ακόμη κι αν αποφάσιζες να παραμείνεις εκεί όλο το 24ωρο σου.
Προσωπικά, μεταξύ 2007-2009 έχω περάσει πολλές μέρες στο Γκάζι απ’ το πρωί για καφέ, μετά για φαγητό, μετά ξανά καφέ για τη χώνεψη, ύστερα βόλτα στα σοκάκια του Γκαζιού, μετά μπίρες στην πλατεία στο χαλαρό, κατόπιν ένα «βρόμικο» στα γρήγορα και για τελείωμα κοκτέιλ γύρω απ’ το σταθμό του Μετρό, πάνω στα τσιμεντένια πεζούλια.
Ναι, το «ξόρκι» που μεταμόρφωσε το Γκάζι από μια σχετικά cool γειτονιά στο κλασσικότερο meeting point της πόλης μετά τους Ολυμπιακούς του 2004, είναι η λέξη «πεζούλι», το συμβολικό σημείο όπου οι διάφορες ετερόκλητες φυλές της Αθήνας πλησιάζουν μεταξύ τους και έρχονται κοντά. Η «πασαρέλα» γύρω απ’ το Μετρό που ενώνει νοοτροπίες και διαφορετικά μουσικά και στιλιστικά ακούσματα είναι πλέον απαράβατος κανόνας για όποιον θέλει να επενδύσει ως μαγαζάτορας στο Γκάζι.
Τα σαββατόβραδα υπολογιζόταν από τους ντόπιους ιδιοκτήτες ότι κατάφερνε να συγκεντρώνεται εκεί πάνω από 6-7.000 κόσμος, ενώ στο χρονικό διάστημα απ’ το 2002 μέχρι το 2009 [το απόλυτο απόγειο της περιοχής και το σημείο όπου άρχισε να το παίρνει η κατηγόρα], το κόστος της γης στο Γκάζι ανέβηκε πάνω απ’ το 300%, με τα, διάσημα, loft του Γκαζιού πλέον να φτάνουν, το 2009, να κοστολογούνται από 3.000 έως 5.000 το τετραγωνικό και κάποια να φτάνουν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών, μέχρι και τα 8.000 ευρώ.
Κάποιος να το προσέχει
Όχι πως στην αρχή, η περιοχή δεν είχε κι αυτή τα προβλήματά της, όπως άλλωστε κάθε νεανική πιάτσα: ιδιοκτήτης electro μπαρ του Γκαζιού που δεν θέλει φυσικά να αποκαλύψω το όνομά του, μου λέει σήμερα πως τον πρώτο καιρό, που ακόμη το Γκάζι δεν ήταν τόσο trendy, οι υπόγειες δραστηριότητες των κυκλωμάτων «προστασίας» ήταν ήρεμες.
Όταν όμως στην πιάτσα έγινε το «πατείς με πατώ σε» οι ειδικές «βαλίτσες» με τα κατοστάευρα για την προστασία πήγαιναν κι έρχονταν, με αποκορύφωμα τη «μπούκα» της Αστυνομίας, για ναρκωτικά (;), το 2005-06, σε ένα τότε πολύ γνωστό μπαρ της οδού Κωνσταντινουπόλεως.
Τότε, οι αστυνομικοί έσκασαν ξαφνικά στο μαγαζί, και μάλιστα μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα, συνέλαβαν τον ιδιοκτήτη του για κατοχή και εμπόριο κοκαΐνης, ενώ όσοι ήταν μπροστά στο περιστατικό, έχουν να μου περιγράψουν σκηνές απείρου κάλλους με άτομα να προσπαθούν να ξεφορτωθούν πανικόβλητα τα σακουλάκια με τις κόκες που είχαν στις τσέπες τους και το πάτωμα του μαγαζιού να έχει γίνει από σκουρόχρωμο… λευκό απ’ την σκόνη που είχε χυθεί κάτω.
Η κουλτούρα των αντιθέσεων
Γιατί όμως το Γκάζι πέρασε αυτή την περίοδο της ακμής του;
Μια κοινωνιολογική θεωρία λέει πως μια κουλτούρα είναι ενδιαφέρουσα μόνο όταν διαθέτει μέσα στους κόλπους της πολλές αντιθέσεις. Ομοίως και το Γκάζι: μπορούσες να αράξεις κάπου, αν είσαι του «καθιστού», αλλά και να κυκλοφορήσεις κάνοντας εξερεύνηση στα νέα στέκια. Να δοκιμάσεις όλες τις νέες «γκουρμεδιές» σε κυριλέ εστιατόρια, με βάση το κρέας ή το ψάρι, αλλά μπορούσες να φας κάτι απ’ τον πάγκο με τα «βρώμικα», στην συμβολή Τριπτολέμου και Βουτάδων.
Μπορούσες να πάρεις την φθηνή μπίρα από το περίπτερο, στην κάτω έξοδο του Μετρό, αλλά μετά να θελήσεις να πιεις κι ένα ευφάνταστο κοκτέιλ, το όνομα του οποίου ακούς για πρώτη φορά.
Να δεις τον 45άρη προιστάμενό σου να πίνει μοχίτο δίπλα στους 18άρηδες πιτσιρικάδες που αράζουν στο χορτάρι ή «μετράνε» τα σκαλάκια με το σκέιτ τους.
Να ακούσεις «πριόνια» απ’ τους πιο hardcore dj’s στο Almodobar και μετά να πεταχτείς να παίξεις μπιλιάρδο στο Intrepid Fox ακούγοντας hard rock «ποζεριές».
Να μετρήσεις πόσες Mercedes Kompressor είναι παρκαρισμένες έξω απ’ το Μamaca’s και πιο κάτω να συναντήσεις καμιά 20αριά παλιές βέσπες Lambretta, σε ένα τυπικό meeting της mod κοινότητας της Αθήνας.
Μπορούσες να πιεις το ποτό σου μέσα σ’ έναν εσωτερικό κήπο, όπως το «Νηπιαγωγείο» ή να ανακατέψεις το κοκτέιλ σου με θέα την Ακρόπολη, απ’ τις ταράτσες του ποπ και των ροκ «45 Μοιρών».
Μπορούσες να την «βγάλεις» με 10 ευρώ, αλλά μπορούσε να σου φύγει και το μισό σου μηνιάτικο κερνώντας σφηνάκια, αν δεν πρόσεχες.
Τέλος εποχής για το Γκάζι
«Κάπου εκεί γύρω στο 2009-2010, άρχισε να γίνεται το αδιαχώρητο, κάτι που από τη μια δεν το περιμέναμε όταν ανοίξαμε, αλλά απ’ την άλλη ήταν κι αναμενόμενο, όταν ανακοινώθηκε η δημιουργία του μετρό», μου λέει ο ανωτέρω ιδιοκτήτης μπαρ που πλέον το έχει κλείσει και έχει μεταφέρει το μαγαζί του σε άλλη αθηναϊκή «πιάτσα» της νυχτερινής διασκέδασης.
«Σε κάποιο σημείο φάνηκε ότι δεν χωράνε άλλα μαγαζιά και προσωπικά απορώ για ποιο λόγο συνέχιζαν να δίνονται και άλλες άδειες, γεγονός που ίσως να εξυπηρετούσε κι άλλα συμφέροντα», καταλήγει.
Πράγματι, στα μάτια πολλών, το Γκάζι άρχισε να μεταμορφώνεται σε ένα μέρος όπου κυριαρχεί ο «οτινανισμός» και η ακαλαισθησία και μια περιοχή στην οποία, πλέον, προκειμένου να περπατήσεις ή να παρκάρεις, χρειαζόσουν μια αίτηση με χαρτόσημο των δύο ευρώ στο ΚΕΠ της γειτονιάς σου.
Το Γκάζι χαντακώθηκε, πιστεύω, από το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, δεν ήταν μια περιοχή που είχε ξεκάθαρο χαρακτήρα.Το αρχικό του πλεονέκτημα έγινε σιγά σιγά μειονέκτημα και η εμφάνιση ενός κλαμπ τύπου Μπουρνάζι δίπλα σε ένα πολύ πιο «ελίτ» και «σοφιστικέ» (με πολλά εισαγωγικά) μαγαζί, δεν βοήθησαν στην δημιουργία μιας ευδιάκριτης νυχτερινής «ταυτότητας».
Ο αρχικός cult χαρακτήρας της περιοχής με τα πολλά γκέι μπαρ (θρυλικό το Sodade) μετατράπηκε σταδιακά σε ένα ατελείωτο κιτσαριό και trash, ενώ το «τελευταίο χτύπημα, το οριστικό χτύπημα» το έδωσε η οικονομική κρίση μετά το 2010.
Τότε που άνοιγαν το ένα μπαρ μετά το άλλο, μετά από 8 μήνες έκλειναν καθώς δεν είχαν «πιάσει» και στην θέση τους άνοιγαν σουβλατζίδικα και φαγάδικα καθώς η εστίαση των 2-3 και 4 ευρώ είναι ένα πολύ πιο προσιτό «σπορ» σε σχέση με τα «ξίδια» των 7-8 και 9 ευρώ.
Το Γκάζι φιλοδοξούσε, μια εποχή, αρκετά μακρινή, να γίνει ο «άρχοντας» της αθηναϊκής νύχτας, αλλά στην πραγματικότητα κατάφερε να γίνει ο… Ροναλντίνιο της διασκέδασης: είχε 3-4 πολύ καλές σεζόν που μεσουράνησε και έπιασε… τρελή απόδοση, που λέμε, και μετά αποφάσισε να υπάρχει απλά για να υπάρχει και να θυμάται με νοσταλγία της εποχή της απόλυτης αίγλης του.
Αν κάτι συνεχίζει να προσδίνει ένα respect στην όλη περιοχή είναι η Τεχνόπολη, που διοργανώνει φεστιβάλ, εκθέσεις φωτογραφίες και συναυλίες που του δίνουν έναν πιο εκλεπτυσμένο και ξεχωριστό χαρακτήρα.
Και η Τεχνόπολη είναι και ο μοναδικός, σήμερα, λόγος που συνεχίζω να το επισκέπτομαι.
Παρόλο που, σε κάθε μου βόλτα, συνεχίζω να βλέπω τα φαντάσματα του ένδοξου παρελθόντος του Γκαζιού να πίνουν, να μεθάνε και να διασκεδάζουν στα θρυλικά πεζούλια γύρω από τον σταθμό του μετρό του Κεραμεικού.