Στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου, η λέξη “δωρεάν” έχει αποκτήσει σχεδόν μαγική χροιά. Εφαρμογές, κοινωνικά δίκτυα, πλατφόρμες επικοινωνίας, υπηρεσίες streaming ή αποθήκευσης στο cloud παρουσιάζονται σαν γενναιόδωρες προσφορές που δεν κοστίζουν τίποτα κι όμως πίσω από το δωρεάν κρύβεται η πιο ακριβή μορφή συναλλαγής: η παράδοση των προσωπικών δεδομένων και μαζί της ιδιωτικότητας. Δεν είναι απλώς μια οικονομική συμφωνία χωρίς χρήματα. Είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο με όρους που σπάνια ο χρήστης διαβάζει ή κατανοεί. 

Η δωρεάν χρήση έχει εδραιωθεί σαν η φυσιολογική κατάσταση του ψηφιακού κόσμου. Ο χρήστης μπαίνει σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ανεβάζει φωτογραφίες, στέλνει μηνύματα, παρακολουθεί βίντεο, απολαμβάνει μουσική, όλα χωρίς να πληρώνει ούτε ένα ευρώ. Φαινομενικά είναι μια σχέση αμοιβαίου κέρδους: η πλατφόρμα προσφέρει υπηρεσίες, ο χρήστης απολαμβάνει περιεχόμενο. Όμως το αντάλλαγμα δεν είναι ορατό με την πρώτη ματιά. Το δωρεάν λειτουργεί ως δόλωμα που αποκρύπτει ότι ο πραγματικός πελάτης δεν είναι ο χρήστης, αλλά οι διαφημιστικές εταιρείες και οι αγοραστές δεδομένων. Ο ίδιος ο χρήστης είναι το προϊόν. 

Η βιομηχανία δεδομένων έχει γίνει η κινητήρια δύναμη της ψηφιακής οικονομίας. Κάθε κλικ, κάθε like, κάθε δευτερόλεπτο παραμονής σε μια οθόνη μετατρέπεται σε πληροφορία. Οι πλατφόρμες συλλέγουν, αποθηκεύουν και επεξεργάζονται τεράστιους όγκους προσωπικών δεδομένων: συνήθειες, προτιμήσεις, τοποθεσία, επαφές, ακόμα και την ψυχολογική διάθεση που μπορεί να αποκαλύπτουν οι αναρτήσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια ακριβής χαρτογράφηση του εσωτερικού κόσμου του χρήστη, ένα προφίλ που μπορεί να προβλέψει και να χειραγωγήσει την καταναλωτική του συμπεριφορά. 

Η ιδιωτικότητα λοιπόν γίνεται το τίμημα κι εδώ βρίσκεται η ειρωνεία: την ίδια στιγμή που ο άνθρωπος υπερασπίζεται με σθένος την ελευθερία του, αφήνει αδιαμαρτύρητα να καταγράφονται οι πιο προσωπικές του στιγμές. Η παρακολούθηση δεν έρχεται πια από κάποιον αυταρχικό μηχανισμό, αλλά από την οικειοθελή παραχώρηση. Δεν χρειάζεται κανένας εξαναγκασμός, αρκεί η υπόσχεση μιας δωρεάν υπηρεσίας. 

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει εναλλακτική. Μπορεί να υπάρξει πραγματικά δωρεάν υπηρεσία στον ψηφιακό κόσμο χωρίς ανταλλάγματα; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Όταν δεν πληρώνεις με χρήματα, πληρώνεις με κάτι άλλο: τα δεδομένα σου, την προσοχή σου, τον χρόνο σου. Η διαφήμιση είναι το βασικό επιχειρηματικό μοντέλο και η προσωπική πληροφορία είναι το καύσιμο που το τροφοδοτεί. Αυτό που για τον χρήστη είναι απλή δραστηριότητα, για τις εταιρείες είναι πρώτης τάξεως εμπορεύσιμο αγαθό. 

Η έννοια του δωρεάν διαμορφώνει και μια νέα ψυχολογία. Ο άνθρωπος εθίζεται στην ιδέα ότι δεν χρειάζεται να πληρώσει για τίποτα, ότι οι υπηρεσίες προσφέρονται ως αυτονόητο δικαίωμα. Αυτό όμως δημιουργεί μια ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα το κόστος μετατίθεται από το πορτοφόλι στην προσωπική σφαίρα κι εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα: ενώ τα χρήματα μπορεί να αναπληρωθούν, η απώλεια της ιδιωτικότητας είναι σχεδόν μη αναστρέψιμη. 

Ο κίνδυνος δεν είναι μόνο ατομικός, γίνεται συλλογικός. Όταν εκατομμύρια χρήστες παραχωρούν μαζικά τα δεδομένα τους, δημιουργείται μια συγκεντρωτική δύναμη πρωτοφανούς μεγέθους. Οι εταιρείες τεχνολογίας δεν είναι πλέον απλοί πάροχοι υπηρεσιών, αλλά κέντρα εξουσίας που επηρεάζουν την οικονομία, την πολιτική, ακόμη και τη δημοκρατία. Από τις στοχευμένες διαφημίσεις μέχρι τη διαμόρφωση της δημόσιας συζήτησης, η αξιοποίηση των δεδομένων ξεπερνά το πεδίο της κατανάλωσης και αγγίζει τον πυρήνα της κοινωνικής ζωής. 

Το παράδοξο είναι πως οι περισσότεροι χρήστες γνωρίζουν έστω και αόριστα τι συμβαίνει. Διαβάζουν ότι οι εφαρμογές συλλέγουν δεδομένα, ακούν για παραβιάσεις ιδιωτικότητας, παρακολουθούν τις συζητήσεις για τη ρύθμιση των big tech κι όμως η άνεση και η ταχύτητα που προσφέρει το δωρεάν τους αποτρέπει από το να αλλάξουν συνήθειες. Είναι μια σιωπηλή παραδοχή: «Ναι, ξέρω ότι παρακολουθούμαι, αλλά προτιμώ να έχω την εφαρμογή, γιατί με βολεύει». Εδώ βρίσκεται η πιο ύπουλη διάσταση της εξάρτησης. 

Υπάρχει άραγε διέξοδος; Μία λύση θα ήταν η στροφή σε υπηρεσίες που λειτουργούν με συνδρομή, δίνοντας την υπόσχεση ότι δεν θα πουλήσουν δεδομένα. Όμως η κουλτούρα του δωρεάν είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που οι περισσότεροι διστάζουν να πληρώσουν. Η άλλη λύση θα ήταν αυστηρότερη ρύθμιση και διαφάνεια: κανόνες που θα υποχρεώνουν τις εταιρείες να δηλώνουν καθαρά τι συλλέγουν και πώς το χρησιμοποιούν, αλλά ακόμη κι έτσι η τελική ευθύνη παραμένει στον ίδιο τον χρήστη που πρέπει να καταλάβει ότι τίποτα δεν είναι πραγματικά όπως φαίνεται. 

Η εποχή της τεχνητής νοημοσύνης κάνει το ζήτημα ακόμη πιο περίπλοκο. Τα δεδομένα δεν χρησιμοποιούνται μόνο για διαφημίσεις, αλλά για την εκπαίδευση αλγορίθμων που θα καθορίσουν το μέλλον της εργασίας, της ενημέρωσης, ακόμη και της δημιουργίας. Με άλλα λόγια τα προσωπικά δεδομένα δεν είναι απλώς εργαλείο εμπορίου, αλλά το υλικό από το οποίο χτίζεται η ίδια η νέα εποχή και το δωρεάν γίνεται η πύλη μέσω της οποίας ο άνθρωπος παραδίδει αυτό το υλικό αδιαμαρτύρητα. 

Το συμπέρασμα είναι απλό, αλλά όχι εύκολο: κάθε φορά που εμφανίζεται η λέξη δωρεάν, πρέπει να αναρωτηθεί κανείς ποιο είναι το πραγματικό αντάλλαγμα. Αν δεν πληρώνει με χρήματα, πληρώνει με την ιδιωτικότητα κι αν η τελευταία χαθεί, δύσκολα ανακτάται. Ο άνθρωπος που ζει σε έναν κόσμο όπου όλα φαίνονται δωρεάν, ίσως χρειαστεί να θυμηθεί το παλιό ρητό: «Όταν το προϊόν είναι δωρεάν, το προϊόν είσαι εσύ». 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.