Κάποιες εμπειρίες που δε μεταφράζονται εύκολα σε αριθμούς. Ο πόνος είναι μία από αυτές. Είναι εκείνες οι στιγμές που ο γιατρός σου ζητά να τον βαθμολογήσεις από το 1 έως το 10 και συνειδητοποιείς πόσο αμήχανο και αυθαίρετο είναι αυτό το μέτρο. “Δέκα” σημαίνει ο χειρότερος πόνος που μπορείς να φανταστείς, αλλά τι σημαίνει αυτό για σένα, για μένα, για κάποιον άλλον;
Η τεχνητή νοημοσύνη ήρθε να βάλει κι εδώ το χέρι της. Μια νέα εφαρμογή για smartphone υπόσχεται να μετρήσει τον πόνο, να τον κάνει “ορατό” και μετρήσιμο, χρησιμοποιώντας αλγορίθμους που αναλύουν τις εκφράσεις του προσώπου και άλλες ενδείξεις. Το όνομά της: PainChek. Η λογική απλή: εφόσον δεν μπορούμε πάντα να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε, ειδικά όσοι έχουν προβλήματα επικοινωνίας, όπως άνθρωποι με άνοια η μηχανή θα το “διαβάζει” στη θέση μας σαν σκάνερ.
Ακούγεται επαναστατικό και σε έναν βαθμό είναι. Φανταστείτε έναν ηλικιωμένο ασθενή που δεν μπορεί να μιλήσει, ένα παιδί που δεν ξέρει πώς να περιγράψει, έναν ασθενή σε μετεγχειρητική κατάσταση. Το να μπορείς να αναγνωρίσεις ότι πονάνε χωρίς να χρειάζεται να το πουν είναι ένα τεράστιο βήμα ανθρωπιάς.
Όμως ο πόνος δεν είναι θερμοκρασία. Δεν έχει απλό αριθμό. Δεν είναι πυρετός να τον μετρήσεις με θερμόμετρο και να βγάλεις διάγνωση. Είναι μια βαθιά προσωπική, απρόβλεπτη εμπειρία, ένα μείγμα από μνήμες, φόβους, προσδοκίες και συναισθήματα. Είναι το κάταγμα που πονάει λιγότερο από τη σκωληκοειδίτιδα, αλλά περισσότερο από έναν πονοκέφαλο μέχρι να σε βρει ένας καινούργιος πόνος και να αναδιαμορφώσει ολόκληρη την εσωτερική σου κλίμακα. Είναι κάτι που αλλάζει όχι μόνο από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά και μέσα στον ίδιο άνθρωπο με το πέρασμα του χρόνου.
Αυτό είναι που κάνει τον πόνο τόσο δύσκολο να “περιγραφεί”. Στη δεκαετία του 1940 ο αναισθησιολόγος Henry Beecher είχε παρατηρήσει ότι τραυματισμένοι στρατιώτες ζητούσαν πολύ λιγότερα παυσίπονα από πολίτες με τα ίδια τραύματα. Ίσως ένιωθαν τυχεροί που ζούσαν, ίσως είχαν σκληραγωγηθεί, ίσως ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν τον πόνο είχε μετατοπιστεί. Το σώμα μπορεί να είναι ίδιο, αλλά ο εσωτερικός χάρτης του πόνου ποτέ δεν είναι.
Εδώ μπαίνει το PainChek. Η εφαρμογή χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για να ανιχνεύει μικρές εκφράσεις του προσώπου σφιγμένα φρύδια, τρεμάμενα χείλη, ενδείξεις που συχνά δεν αντιλαμβανόμαστε καν συνειδητά. Στη συνέχεια, συμπληρώνεται από μια λίστα παρατηρήσεων, ώστε να ενισχύσει την εκτίμηση του πόνου. Ήδη χρησιμοποιείται σε νοσοκομεία και κέντρα φροντίδας, κυρίως σε ανθρώπους που δεν μπορούν να εκφραστούν λεκτικά.
Αν αυτό ήταν όλο θα μιλούσαμε για μια σπουδαία πρόοδο, όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η εφαρμογή δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από την υποκειμενικότητα. Αξιολογείται σε σχέση με τις δικές μας περιγραφές του πόνου κι αυτό σημαίνει πως δεν ξεφεύγει πραγματικά από την ανθρώπινη εμπειρία. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να δώσει ένα συμπληρωματικό σήμα, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη φωνή εκείνου που πονάει.
Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η εφαρμογή “εντοπίζει” σωστά τον πόνο, μένει το ερώτημα: τι μπορεί να κάνει ένας γιατρός με αυτή την πληροφορία; Οι περισσότερες φαρμακευτικές θεραπείες έχουν σχεδιαστεί για οξύ, βραχυπρόθεσμο πόνο, όπως ένα κάταγμα, μια επέμβαση, μια φλεγμονή. Για τους ανθρώπους με χρόνιο πόνο, οι επιλογές είναι περιορισμένες κι αν ο πόνος τους “επιβεβαιωθεί” από την εφαρμογή η διαφορά στην αντιμετώπιση μπορεί να είναι ελάχιστη.
Αυτό δεν είναι καινούργιο. Το 2010 ερευνητές στο Λονδίνο προσπαθούσαν να μετρήσουν τον πόνο με εγκεφαλικές απεικονίσεις. Δεκαπέντε χρόνια μετά, δεν υπάρχει “πόνομετρο” στα νοσοκομεία. Γιατί; Γιατί ακόμα και οι πιο προηγμένες τεχνικές χρειάζονταν τις ίδιες τις υποκειμενικές περιγραφές για να “βαφτίσουν” αυτό που μετρούσαν. Ο πόνος ξεγλιστρά από την απόλυτη μέτρηση όπως το νερό από τα χέρια.
Ο Stuart Derbyshire, νευροεπιστήμονας του πόνου το θέτει καθαρά: «Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει ποτέ ένα ‘pain-o-meter’ που θα μας λέει τι πραγματικά νιώθει ένας άνθρωπος. Η υποκειμενική αναφορά είναι το χρυσό πρότυπο και θα παραμείνει έτσι». Με άλλα λόγια: μπορείς να βάλεις αλγορίθμους, κάμερες και δεδομένα, αλλά ο πόνος εξακολουθεί να κατοικεί σε ένα έδαφος που ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν που τον αισθάνεται.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η τεχνολογία είναι άχρηστη. Σημαίνει ότι χρειάζεται σεμνότητα στον τρόπο που την αντιμετωπίζουμε. Δε θα αντικαταστήσει τον γιατρό, δεν θα λύσει τον πόνο, δε θα μετατρέψει μια εμπειρία σε αντικειμενικό μέγεθος, αλλά μπορεί να σταθεί δίπλα ειδικά εκεί όπου η ανθρώπινη φωνή δεν μπορεί να ακουστεί.
Σε μια εποχή όπου τείνουμε να πιστεύουμε ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μετρήσει τα πάντα, ο πόνος μας θυμίζει κάτι πιο απλό και θεμελιώδες: ότι υπάρχουν κομμάτια της ανθρώπινης εμπειρίας που δε χωρούν σε γραφήματα και αλγορίθμους. Μπορεί να προσεγγιστούν, να ενισχυθούν, να υποστηριχθούν, αλλά δεν μπορούν να αντικατασταθούν.
Ίσως τελικά η αξία του PainChek δεν είναι ότι “μετρά” τον πόνο, αλλά ότι μας αναγκάζει να σκεφτούμε πόσο εύθραυστη και μοναδική είναι η ανθρώπινη εμπειρία του πόνου και ότι όσο κι αν εξελιχθεί η τεχνολογία θα εξακολουθεί να χρειάζεται έναν γιατρό που θα ρωτάει, έναν ασθενή που θα προσπαθεί να εξηγήσει, κι εκείνη τη λεπτή, αληθινά ανθρώπινη στιγμή όπου δύο εμπειρίες συναντιούνται και προσπαθούν μαζί να βρουν ένα μέτρο ανακούφισης. Αυτό δεν θα το κάνει ποτέ καμία εφαρμογή.
*Με στοιχεία από το Technology Review
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.





