Υπάρχουν τόποι που αλλάζουν αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα και υπάρχουν τόποι που μεταμορφώνονται απότομα, σχεδόν βίαια. Μία γυναίκα γύρω στα εξήντα, ζει στη Βιρτζίνια και είναι μάρτυρας της δεύτερης περίπτωσης. Εκεί όπου κάποτε υπήρχε μια ήσυχη, πράσινη γειτονιά, σήμερα ορίζοντα δίνουν δεκατέσσερα data centers σε ακτίνα ενός μιλίου. Το σπίτι της παραμένει το ίδιο, αλλά το τοπίο γύρω της έχει αλλάξει για τα καλά.
Όταν αγόρασαν το σπίτι πριν από περισσότερο από μια δεκαετία δεν υπήρχε ούτε ένα data center. Υπήρχαν μόνο δέντρα, κήποι και σιωπή. Η ησυχία της μικρής γειτονιάς έμοιαζε μόνιμη, σχεδόν δεδομένη κι όμως μέσα σε λίγα χρόνια το όνειρο μετατράπηκε σε κάτι διαφορετικό: ένας διαρκής βόμβος από μηχανήματα, μια μυρωδιά ντίζελ στον αέρα και φώτα που μένουν ανοιχτά όλο το βράδυ.
Ο βίος γίνεται αβίοτος, αλλά η φίλη μας δηλώνει κάτι σπαρακτικά ανθρώπινο: «Δεν θέλω να φύγω από το σπίτι των ονείρων μου» και δεν είναι η μόνη. Πίσω από τα data centers, πίσω από τα σύννεφα πληροφορίας που τροφοδοτούν την ψηφιακή εποχή, υπάρχουν άνθρωποι που εξακολουθούν να ζουν εκεί.
Τα data centers έχουν κάτι παράδοξο. Είναι ορατά στο τοπίο, αλλά αόρατα στην καθημερινή συνείδηση. Όλοι μας στέλνουμε email, κάνουμε streaming, αποθηκεύουμε φωτογραφίες “στο cloud”, αλλά σπάνια σκεφτόμαστε που ακριβώς βρίσκεται αυτό το cloud. Για έναν άνθρωπο όμως που κατοικεί ανάμεσα σε αυτά δεν υπάρχει τίποτα αφηρημένο. Το cloud έχει διεύθυνση. Είναι λίγα τετράγωνα από το σπίτι της.
Το data center της Amazon ήταν από τα πρώτα που χτίστηκαν στη γειτονιά της. Για να ανεγερθεί χρειάστηκε να κοπούν δεκάδες δέντρα. Στη θέση τους υψώθηκαν σειρές από χαμηλά τσιμεντένια κουτιά ( λειτουργικά, ψυχρά) χωρίς καμία διάθεση να “συνομιλήσουν” με το περιβάλλον τους. Το αποτέλεσμα θυμίζει περισσότερο βιομηχανικό πάρκο παρά κοινότητα.
Μετά ήρθε ο θόρυβος. Ένα σταθερό, υπόκωφο βουητό από τους γιγάντιους ψύκτες που λειτουργούν ασταμάτητα για να κρατούν δροσερούς τους servers. Δεν υπάρχει ώρα που να μην ακούγεται. Το βράδυ γίνεται σχεδόν εμμονικός σα να χτυπά μέσα στο κεφάλι.
Μετά ήρθε η μυρωδιά. Πιθανότατα προέρχεται από τις γεννήτριες ντίζελ, αυτές που εξασφαλίζουν ότι τίποτα δε θα διακοπεί, ούτε για ένα λεπτό. Μια βαριά, μεταλλική μυρωδιά που σε κάνει να μην ανοίγεις τα παράθυρα, να αποφεύγεις τον κήπο που άλλοτε ήταν καταφύγιο και μετά ήρθε το φως. Για λόγους ασφαλείας τα φώτα των εγκαταστάσεων μένουν αναμμένα όλη νύχτα. Ο ουρανός δεν σκοτεινιάζει ποτέ πλήρως.
Οι αλλαγές δεν ήταν μόνο φυσικές, έχουν σαφή κοινωνικό αντίκτυπο. Οι περισσότεροι παλιοί κάτοικοι έφυγαν. Άλλοι πούλησαν σταδιακά τα σπίτια τους σε developers, άλλοι απλώς δεν άντεξαν τη βιομηχανική “εισβολή”. Όσοι έμειναν βλέπουν το τοπίο να αλλάζει μέρα με τη μέρα. Η αξία της γης ανέβηκε, αλλά όχι για όσους θέλουν να ζήσουν εκεί. Ανέβηκε για εταιρείες, όχι για γείτονες. Κάποτε η περιοχή ήταν ένα κομμάτι κοινότητας με αυλές, παιδιά στους δρόμους και δέντρα. Τώρα θυμίζει ενδιάμεση ζώνη logistics: φορτηγά, εργολάβοι, θόρυβος, φώτα.
Όσοι μένουν πίσω, το κάνουν όχι από άρνηση της πραγματικότητας, αλλά από αντίσταση στην ιδέα ότι η ζωή είναι κάτι που απλώς μετακινείς όταν σε πιέζουν. Το σπίτι της δική μας φίλης δεν είναι απλώς ακίνητο. Είναι μνήμη, ταυτότητα, κοινότητα. Είναι η ρίζα της.
Η ιστορία αυτή είναι ένα μικρό παράδειγμα ενός πολύ μεγαλύτερου φαινομένου. Ο ψηφιακός κόσμος δεν αιωρείται σε κάποιο αφηρημένο νέφος, έχει σώμα και όγκο, έχει καλώδια, ψύκτες, κατανάλωση ενέργειας, θόρυβο. Κάθε φορά που ανεβάζουμε ένα βίντεο ή ανοίγουμε ένα streaming κάπου στον κόσμο ένας server δουλεύει με υπερβολική ένταση για να μας το προσφέρει κι αν για τους περισσότερους από εμάς αυτός ο server είναι μια αόρατη υποδομή για κάποιους είναι ο απέναντι γείτονας. Ένας γείτονας που δεν κοιμάται ποτέ, που δεν κλείνει τα φώτα, που δε σταματά να βουίζει.
Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας θα μπορούσε να φύγει. Αλλά επιλέγει να μείνει. Επιλέγει να παλέψει με developers και τοπικές αρχές, να κρατήσει ζωντανό ό,τι απομένει από τη γειτονιά της. “Θα πεθάνω σ’ αυτόν τον λόφο” λέει με γλυκόπικρη χροιά.
Το πρόβλημα δεν είναι τα data centers αυτά καθαυτά. Είναι ότι προοδεύουμε χωρίς σχέδιο για τους ανθρώπους που ζουν δίπλα στην πρόοδο. Οι γειτονιές γίνονται σκηνικά ανάπτυξης, όχι κοινότητες. Οι κάτοικοι μετατρέπονται σε στατιστικά και τα σπίτια σε περιουσιακά στοιχεία.
Οι άνθρωποι ζητούν να υπάρξει όριο, σεβασμός, διάλογος. Ζητά να αναγνωριστεί ότι κάτω από τις κεραίες, τα καλώδια και τους ατέρμονους ανεμιστήρες υπάρχει ακόμα ζωή.
Η τεχνολογία δεν είναι κακή ούτε καλή, είναι εργαλείο. Το πως θα τη χρησιμοποιήσουμε είναι θέμα πολιτικής, σχεδιασμού και κοινωνικής ευθύνης. Το να υψώνεις δέκα, είκοσι, πενήντα data centers γύρω από μια γειτονιά χωρίς ουσιαστική διαβούλευση, δεν είναι απλώς τεχνική επιλογή είναι πολιτική πράξη.
Αυτός ο βόμβος που την κρατά ξύπνια τα βράδια είναι το soundtrack της ψηφιακής εποχής, ας ρωτήσουμε ποιος πληρώνει το τίμημα αυτού του ήχου, γιατί όσο πιο γρήγορα τρέχει το cloud, τόσο πιο εύκολα ξεχνάμε ποιοι μένουν κάτω από τη σκιά του.
*Με στοιχεία από το Business Insider
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.





