Υπάρχουν στιγμές που η τεχνολογία μοιάζει να ξεδιπλώνεται όχι σαν εργαλείο, αλλά σαν σκηνικό μιας ολόκληρης εποχής. Η παιδική ηλικία, αυτό το άγριο, άναρχο και τόσο ανθρώπινο κομμάτι της ζωής στην Κίνα ξαναγράφεται με αλγορίθμους. Ρομπότ-σκυλιά που μιλάνε Αγγλικά, tablets που υποκαθιστούν δασκάλους, chatbots που νανουρίζουν παιδιά όταν οι γονείς δεν αντέχουν άλλο. Δεν μιλάμε για σκηνές επιστημονικής φαντασίας. Μιλάμε για την καθημερινότητα εκατομμυρίων οικογενειών. 

Η Κίνα βρέθηκε στην πρωτοπορία των μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης: DeepSeek, Qwen, ονόματα που έγιναν σε χρόνο μηδέν συνώνυμα προόδου. Η κυβέρνηση έσπρωξε το κύμα, οι εταιρείες το εκμεταλλεύτηκαν και οι γονείς με αγωνία, πρόθυμοι να δοκιμάσουν τα πάντα για το παιδί τους άνοιξαν τις πόρτες. Η εκπαίδευση, αλλά και η ίδια η ανατροφή γέμισε με οθόνες και αυτόνομους πράκτορες. Στην επιφάνεια το αφήγημα μοιάζει αισιόδοξο: εξατομικευμένη διδασκαλία, καλύτερη ποιότητα μάθησης, γεφύρωση κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά κάτω από την επιφάνεια, το ερώτημα παραμένει: τι σημαίνει να μεγαλώνεις σε έναν κόσμο όπου η φωνή που σε παρηγορεί είναι φτιαγμένη από κώδικα; 

Η ιστορία της Γου Λινγκ, πανεπιστημιακής δασκάλας από την επαρχία Τζιανγκσού μοιάζει με αλληγορία. Ψάχνοντας για δάσκαλο Αγγλικών για τον 12χρονο γιο της, δεν κατέληξε σε κάποιον καθηγητή αλλά σε ένα ρομπότ-σκυλάκι, το AlphaDog. Κόστος: 1.170 δολάρια. Βάρος: οκτώ κιλά. Εξοπλισμένο με την τεχνητή νοημοσύνη της DeepSeek, όχι μόνο μιλάει με το παιδί για καιρικά φαινόμενα και γεωγραφία, αλλά χορεύει στους ήχους της κιθάρας του και μέσω της κάμερας ενημερώνει τη μητέρα όταν λείπει. Η Γου το περιγράφει σαν μέλος της οικογένειας. Σαν να έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου το παιδί μοιράζεται τα πρώτα του ερωτήματα για τον κόσμο με ένα μηχάνημα. 

Και δεν είναι η μόνη περίπτωση. Τα iFlytek tablets κατακλύζουν τα σπίτια: φτιάχνουν τεστ, μετρούν επιδόσεις, οργανώνουν το διάβασμα. Κοστίζουν ακριβά, πάνω από 1.500 δολάρια, αλλά οι γονείς τα προτιμούν γιατί είναι πιο “φθηνά” από ιδιαίτερα μαθήματα. Στο μεταξύ δεκάδες χιλιάδες κέντρα μελέτης που βασίζονται σε AI ανοίγουν σε όλη τη χώρα, υποσχόμενα ότι τα παιδιά θα μάθουν μόνα τους, χωρίς γονείς ή καθηγητές. Ένα νέο εκπαιδευτικό τοπίο αναδύεται, με οθόνες στη θέση των δασκάλων και αλγορίθμους στη θέση της μελέτης. 

Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η διείσδυση στην ίδια την καθημερινότητα της φροντίδας. Η εφαρμογή Doubao της ByteDance μπορεί να διαβάσει παραμύθια, να παρηγορήσει ένα παιδί που κλαίει, να πάρει τη φωνή ενός αγαπημένου ήρωα. Η Τονγκ Μίνγκμπο από το Χανγκζού άφησε τον 4χρονο γιο της να συνομιλεί με το chatbot για μπανάνες, ρομπότ και το αγαπημένο του φαγητό, το τόφου. Την ίδια στιγμή η μητέρα κοιμήθηκε για 20 λεπτά. Η κούραση νίκησε την ανησυχία. «Χωρίς το Doubao, δεν θα με άφηνε να κλείσω μάτι», παραδέχεται κι όμως η ίδια ανησυχεί: ο μικρός έγινε πιο ανυπόμονος απέναντί της, ίσως επειδή η μηχανή δεν του έλεγε ποτέ “όχι”. 

Αν κοιτάξει κανείς ψύχραιμα, η εικόνα είναι γεμάτη αντιφάσεις. Από τη μία η κυβέρνηση προωθεί το AI ως εθνικό στοίχημα: υποχρεωτική διδασκαλία τεχνητής νοημοσύνης στα σχολεία του Πεκίνου, εκατοντάδες σχολεία με AI εξοπλισμό στην Σαντόνγκ, ακόμη και πειράματα με AI δασκάλους, AI επαγγελματικούς συμβούλους, AI ψυχολόγους. Από την άλλη ερευνητές όπως ο Yong Zhao από το Πανεπιστήμιο του Κάνσας προειδοποιούν: «Το AI δεν αλλάζει ριζικά την εκπαίδευση. Οι άνθρωποι αγοράζουν επειδή γράφει απλώς AI πάνω στο κουτί». 

Η αντίφαση είναι ξεκάθαρη και στο πεδίο της καθημερινής εμπειρίας. Δάσκαλοι παραπονιούνται στα social media ότι τα συστήματα είναι παρεμβατικά, ότι αυξάνουν τον φόρτο εργασίας αντί να τον μειώνουν. Ερευνητές από την Οξφόρδη μιλούν για ανισότητες: παιδιά σε αγροτικές περιοχές μπροστά σε οθόνες ατελείωτες ώρες, την ώρα που οι συνομήλικοί τους στις πόλεις έχουν ακόμα πρόσβαση σε δασκάλους. Η υπόσχεση για “εξίσωση” των ευκαιριών μοιάζει να καταλήγει σε νέες μορφές ανισότητας. 

Υπάρχει και το ζήτημα της κοινωνικότητας. Αν το παιδί μάθει να ζητά απαντήσεις μόνο από chatbot, τι θα απογίνει η ικανότητα να συζητά, να αμφισβητεί, να ακούει και να ακούγεται; Ο καθηγητής Sun Sun Lim από τη Σιγκαπούρη το είπε απλά: «Πρέπει να σκεφτούμε τρόπους να χρησιμοποιούμε το AI έτσι ώστε να βοηθά το παιδί να αναπτυχθεί, όχι να το κάνει τεμπέλη». 

Για τους περισσότερους Κινέζους γονείς οι ανησυχίες αυτές δεν έχουν τη βαρύτητα που έχει ένας καλός βαθμός στο σχολείο. Η πίεση του ανταγωνισμού, η αγωνία της επιτυχίας, όλα οδηγούν σε μια παράδοξη αποδοχή: αν το AI υπόσχεται καλύτερες επιδόσεις, τότε ας μπει στο σπίτι, ας μπει στο δωμάτιο, ας μπει ακόμα και στο κρεβάτι. 

Έτσι η παιδική ηλικία στην Κίνα γράφεται ξανά. Όχι με κιμωλία στον πίνακα, αλλά με αλγόριθμους σε servers. Στην επιφάνεια, τα παιδιά έχουν περισσότερη βοήθεια από ποτέ. Στην ουσία, όμως μεγαλώνουν σε έναν κόσμο όπου ο πρώτος τους φίλος μπορεί να είναι ρομπότ, όπου η φωνή που τα νανουρίζει είναι προγραμματισμένη, όπου η αγάπη μετριέται σε δεδομένα. 

Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς εργαλείο. Είναι καθρέφτης: μας δείχνει τι είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε για την επιτυχία των παιδιών μας. Στην Κίνα, αυτός ο καθρέφτης δείχνει μια κοινωνία που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέλλον, ακόμα κι αν δεν έχει προλάβει να σκεφτεί τι σημαίνει να χάνει τον πιο ανθρώπινο πυρήνα της παιδικής ηλικίας. 

Το ερώτημα δεν είναι αν το AI μπορεί να διδάξει ένα παιδί να λύνει εξισώσεις. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν μπορεί να του μάθει να είναι παιδί και αυτό όσο κι αν προοδεύουν τα μοντέλα παραμένει αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου. 

*Mε στοιχεία από το Rest of World.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.