Η ανακοίνωση της Apple για επένδυση 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ και δημιουργία 20.000 νέων θέσεων εργασίας μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια δεν είναι απλώς μια ακόμη οικονομική είδηση αλλά ένας ελιγμός, μάλλον, στρατηγικής επιρροής σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτικό και γεωοικονομικό τοπίο. Η κίνηση αυτή έρχεται λίγο μετά την ανακοίνωση περί δασμών της κυβέρνησης Τραμπ στις κινεζικές εισαγωγές, επιβεβαιώνοντας πως οι μεγάλες πολυεθνικές δεν λειτουργούν σε ουδέτερο οικονομικό περιβάλλον, αλλά προσαρμόζονται δυναμικά στις εκάστοτε πολιτικές συνθήκες.
Η ανακοίνωση έγινε μία εβδομάδα μετά τη συνάντηση του Τιμ Κουκ με τον Ντόναλντ Τραμπ, επιβεβαιώνοντας πως η Apple δεν παραμένει απλώς ένας τεχνολογικός γίγαντας, αλλά ένας πολιτικός παίκτης, ικανός να διαπραγματεύεται με τις κυβερνήσεις για ρυθμιστικές διευκολύνσεις και φορολογικά κίνητρα. Ανάλογες υποσχέσεις επενδύσεων έχουν κάνει και άλλες εταιρείες όπως η Microsoft, η Softbank, η Oracle και η OpenAI, διαμορφώνοντας ένα σκηνικό όπου οι τεχνολογικοί κολοσσοί λειτουργούν με επιρροή ανάλογη—αν όχι μεγαλύτερη—από τα κράτη.
Η Apple είχε κάνει αντίστοιχη δέσμευση το 2018, όταν ανακοίνωσε επένδυση 350 δισεκατομμυρίων δολαρίων και 20.000 νέες θέσεις εργασίας, περιλαμβάνοντας και τη δημιουργία ενός νέου campus στο Όστιν του Τέξας—που, όμως, παραμένει υπό κατασκευή. Αυτό δείχνει ότι τέτοιες ανακοινώσεις δεν σημαίνουν πάντα άμεση υλοποίηση, αλλά μπορεί να λειτουργούν ως διαπραγματευτικές κινήσεις για τη διαμόρφωση ευνοϊκότερων όρων.
Το γεγονός ότι η εταιρεία είχε εξασφαλίσει εξαιρέσεις από τους δασμούς το 2018 δείχνει ότι αυτή η προσέγγιση έχει ήδη αποδώσει στο παρελθόν. Έτσι, η νέα υπόσχεση του Κουκ μπορεί να μην αφορά μόνο νέες επενδύσεις, αλλά και μια προσπάθεια αποφυγής δασμών και ρύθμισης του κόστους παραγωγής.
Η Apple—όπως και άλλες μεγάλες εταιρείες—δεν επενδύει απλώς για λόγους ανάπτυξης αλλά χρησιμοποιεί την υπόσχεση επενδύσεων ως πολιτικό εργαλείο. Οι θέσεις εργασίας και τα κεφάλαια που ανακοινώνει δεν είναι μόνο ένα σχέδιο ανάπτυξης, αλλά και ένας τρόπος να εξασφαλίσει ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα παραμείνει φιλική απέναντί της.
Το ερώτημα που παραμένει ανοιχτό είναι: Πόσο από αυτό το νέο επενδυτικό πακέτο είναι πραγματικά “καινούριο” και πόσο ήταν ήδη σχεδιασμένο; Αν η απάντηση είναι ότι μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων ήταν ήδη προγραμματισμένο, τότε πρόκειται για μια κλασική περίπτωση επικοινωνιακής διαχείρισης, όπου οι επιχειρηματικοί κολοσσοί ανακυκλώνουν παλιά σχέδια ως νέα υποσχέσεις, με στόχο να εξασφαλίσουν πολιτική επιρροή και οικονομικά προνόμια.
Συμπερασματικά, η ανακοίνωση της Apple δεν είναι απλώς μια τεχνολογική εξέλιξη, αλλά ένα παράδειγμα του πώς το μεγάλο κεφάλαιο διαπραγματεύεται με τις κυβερνήσεις, χρησιμοποιώντας τις επενδύσεις ως μοχλό πίεσης και διατήρησης προνομίων. Το ζήτημα δεν είναι αν η Apple θα επενδύσει, αλλά υπό ποιους όρους, σε ποιον ρυθμιστικό και φορολογικό καμβά, και με ποιες πολιτικές ανταλλαγές.
*Με στοιχεία από το Semafor.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.