Αν η αμερικανική τεχνολογία είχε έναν ενιαίο νου θα έμοιαζε σήμερα να παλεύει σαν μία διχασμένη προσωπικότητα. Ο “αριστερός εγκέφαλος” της λογικής κοιτάζει με καχυποψία την έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης και αρχίζει να αναρωτιέται αν όλα όσα υπόσχεται είναι τόσο μεγαλειώδη όσο φαίνονται. Ο “δεξιός εγκέφαλος” της συναισθηματικής έξαρσης αντίθετα, φωνάζει με ενθουσιασμό «φύγαμε μπροστά». Το αποτέλεσμα είναι ένα τοπίο γεμάτο αντιφάσεις, όπου οι δημόσιες αγορές δείχνουν διστακτικές, ενώ οι ιδιωτικές κινούνται σε ρυθμούς ευφορίας.
Το πρόσφατο επεισόδιο της 19ης Αυγούστου είναι ενδεικτικό. Η Palantir είδε μέσα σε μια μέρα σχεδόν το 10% της κεφαλαιοποίησής της να εξαφανίζεται, ρίχνοντας την αξία της από τα 370 δισ. δολάρια κατά δεκάδες δισεκατομμύρια. Η Nvidia, το μεγάλο “ιερό τοτέμ” της νέας εποχής που μόλις πριν από έναν μήνα έγινε η πρώτη εταιρεία στην ιστορία που ξεπέρασε τα 4 τρισ. δολάρια απώλεσε πάνω από 150 δισ. δολάρια αξίας για τους μετόχους της. Την ίδια στιγμή οι πρώτοι επενδυτές της CoreWeave, παρόχου data centers για AI έσπευσαν να πουλήσουν μετοχές αξίας 1 δισ. δολαρίων μόλις έληξε η περίοδος απαγόρευσης πωλήσεων. Ακόμη και ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου ακολούθησε το παράδειγμα. Η αγορά αντέδρασε: η αξία της εταιρείας έπεσε πάνω από ένα τρίτο.
Ενώ οι δημόσιες αγορές δείχνουν σκεπτικισμό, οι ιδιωτικές ζουν τον δικό τους πυρετό. Την ίδια μέρα που οι μετοχές της Palantir κατρακυλούσαν, η Databricks ανακοίνωνε νέο γύρο χρηματοδότησης με αποτίμηση 100 δισ. Δολαρίων, σχεδόν διπλάσια σε λιγότερο από έναν χρόνο. Η OpenAI συζητούσε να επιτρέψει σε νυν και πρώην εργαζομένους να πουλήσουν μετοχές τους με αποτίμηση 500 δισ. δολαρίων, 200 δισ. παραπάνω από τον Μάρτιο. Η ειρωνεία; Το νέο μοντέλο που παρουσίασε η εταιρεία θεωρήθηκε μάλλον μέτριο.
Οι αποτιμήσεις παραμένουν υψηλές, τόσο στις δημόσιες όσο και στις ιδιωτικές αγορές. Όμως η τάση είναι εμφανής: οι επενδυτές “ψυχραίνονται” απέναντι στο παρόν και καίγονται για το μέλλον. Κάθε startup με την ετικέτα «AI» γίνεται αντικείμενο λατρείας.
Η ιδέα ότι το νέο είναι καλύτερο από το παλιό δεν είναι καινούρια. Αυτό όμως που δείχνουν τα ιστορικά δεδομένα είναι ότι το νέο δεν είναι πάντα και καλύτερο. Ο Jay Ritter του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, που καταγράφει συστηματικά τα αμερικανικά IPOs από το 1980 δείχνει ότι οι παλιότερες startups είχαν συχνά καλύτερες επιδόσεις. Στην προ-dotcom εποχή (1990-98) περισσότερες από 1.200 εταιρείες βγήκαν στο χρηματιστήριο. Στην έκρηξη του dotcom άλλες 631 εισήχθησαν σχεδόν χωρίς να έχουν τίποτα περισσότερο από ένα domain name. Από το 2001 έως το 2011, οι εταιρείες web 2.0 ήταν μόλις 381, ενώ από το 2012 έως το 2023, οι “new web” έφτασαν τις 485.
Ο λόγος δεν είναι μόνο η έλλειψη τόλμης. Το venture capital επιτρέπει στις startups να μένουν ιδιωτικές για περισσότερο, να μεγαλώνουν και να αποφεύγουν το σκληρό φως των δημοσίων αγορών. Έτσι η μέση ηλικία εισαγωγής αυξήθηκε από τα 8 χρόνια της προ-dotcom γενιάς στα 11 χρόνια της new web.
Οι νεότερες startups ήταν και πιο «παχιές»: η τυπική new web εταιρεία έμπαινε στο χρηματιστήριο με έσοδα 191 εκατ. δολαρίων τον προηγούμενο χρόνο, τέσσερις φορές περισσότερα από τις προ-dotcom, προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό. Όμως η κερδοφορία ήταν σπανιότερη: το 60% των προ-dotcom ήταν κερδοφόρες, έναντι μόλις 24% των new web. Οι web 2.0 βρίσκονταν κάπου στη μέση, δηλαδή στο 40%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ritter, οι εταιρείες new web ξεπέρασαν την αγορά σε αποδόσεις μετόχων κατά 52 ποσοστιαίες μονάδες στα πρώτα πέντε χρόνια. Οι προ-dotcom κατά 41 και οι web 2.0 μόλις 15. Αυτή η υπεραπόδοση δεν οφειλόταν σε όλες, αλλά στις μεγαλύτερες. Οι μικρότερες, με προ-IPO έσοδα κάτω από 100 εκατ. δολάρια, μόλις που ξεπέρασαν τον δείκτη.
Το συμπέρασμα είναι ανησυχητικό: οι επενδυτές δεν ανταμείβουν πλέον την ποιότητα αλλά το “νέο” και το “μεγάλο”. Οι αποδόσεις ήταν σχεδόν ίδιες, είτε οι εταιρείες ήταν κερδοφόρες είτε ζημιογόνες. Σε αυτό το περιβάλλον οι startups με πιο στέρεα θεμέλια μπορεί να επιλέξουν να μείνουν ιδιωτικές, φοβούμενες ότι δεν θα αποζημιωθούν αρκετά για την υγιή τους βάση. Ένας κύκλος αρνητικής επιλογής μπορεί να δημιουργηθεί, όπου οι πιο αξιόπιστες μένουν στην ιδιωτικότητα και οι πιο θορυβώδεις μπαίνουν στο χρηματιστήριο.
Εδώ κρύβεται το αίνιγμα: πώς γίνεται οι αγορές να αναγνωρίζουν τον κίνδυνο και ταυτόχρονα να ποντάρουν αδιάκοπα στο καινούργιο; Είναι το διαρκές φλερτ της τεχνολογίας με την υπόσχεση του μέλλοντος, αλλά το μέλλον, όπως πάντα είναι απρόβλεπτο.
Η αμερικανική τεχνολογία λοιπόν μοιάζει διχασμένη: από τη μία πλευρά οι ψύχραιμες αγορές που κοιτάζουν το παρόν κάνοντας δεύτερες σκέψεις, από την άλλη η μανία των ιδιωτικών κεφαλαίων που επενδύουν σε κάθε υπόσχεση. Το δίπολο αυτό δεν είναι καινούργιο, αλλά στις μέρες μας φαίνεται πιο έντονο από ποτέ. Το ερώτημα παραμένει: θα επικρατήσει η λογική ή το συναίσθημα; Ο “αριστερός” ή ο “δεξιός” εγκέφαλος; Ίσως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση, εκεί όπου η τεχνολογία παύει να είναι φαντασίωση και γίνεται πραγματικότητα.
*Με πληροφορίες από το Vox.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.