Υπάρχουν εφευρέσεις που άλλαξαν τον κόσμο χωρίς ποτέ να ζητήσουν χειροκρότημα. Δεν έγιναν viral, δεν έγιναν πρωτοσέλιδα την ώρα που γεννήθηκαν, αλλά έστησαν αθόρυβα το σκηνικό της εποχής μας. Μια τέτοια εφεύρεση ήταν το τρανζίστορ. Ένα μικρό κομμάτι γερμανίου με λεπτά καλώδια χρυσού, φτιαγμένο το 1947 από τρεις φυσικούς στα εργαστήρια της Bell έμελλε να γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος του ψηφιακού μας σύμπαντος. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχαν smartphones, υπολογιστές, MRI, GPS, τεχνητή νοημοσύνη. Ολόκληρη η σύγχρονη οικονομία μας ακουμπά πάνω σε μια ταπεινή συσκευή, ακόμα κι αν δεν περνάει από το μυαλό των περισσοτέρων. 

Ο John Bardeen, o William Shockley και ο Walter Brattain δεν έψαχναν «την επόμενη μεγάλη αγορά». Ρώταγαν απλώς: πώς κινούνται τα ηλεκτρόνια μέσα σε ημιαγωγούς; Τι σημαίνει η κινητικότητα των ηλεκτρονίων; Τι γίνεται στις επιφάνειες των κρυστάλλων; Ήταν έρευνα βασισμένη στην περιέργεια, όχι σε business plan και αυτή η περιέργεια, που πολλοί θα χαρακτήριζαν “πολυτέλεια” ήταν που έσπειρε τον σπόρο της πληροφορικής επανάστασης. 

Η ιστορία δεν σταματά εκεί. Μετά την πρώτη επίδειξη το 1947 η ανακάλυψη παρέμεινε μυστική ώσπου να κατοχυρωθούν οι πατέντες. Τον Ιούνιο του 1948 παρουσιάστηκε δημόσια στη Νέα Υόρκη και λίγο αργότερα εξηγήθηκε επιστημονικά στο Physical Review. Στην καρδιά του τρανζίστορ βρίσκεται ένα απλό κόλπο: ένα μικρό ηλεκτρικό σήμα ελέγχει ένα μεγαλύτερο. Σαν μια βρύση που με μια περιστροφή αφήνει ή κόβει τη ροή του νερού. Αυτό το απλό “άνοιξε–κλείσε” κλιμακώθηκε σε δισεκατομμύρια μικροσκοπικούς διακόπτες μέσα σε κάθε τσιπ. 

Το γερμάνιο σύντομα αντικαταστάθηκε από το πυρίτιο. Πιο σταθερό, πιο άφθονο, πιο φιλικό στη βιομηχανική παραγωγή. Από εκεί ξεκίνησε η άνοδος των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και αργότερα των μικροεπεξεργαστών. Σήμερα σε ένα τσιπάκι μεγέθους νυχιού υπάρχουν δεκάδες δισεκατομμύρια τρανζίστορ, πιο μικρά από ιούς που ανοιγοκλείνουν δισεκατομμύρια φορές το δευτερόλεπτο για να ζωγραφίσουν εικόνες, να αποθηκεύσουν δεδομένα, να τρέξουν αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης. 

Η βιομηχανία ημιαγωγών αξίζει πια πάνω από μισό τρισεκατομμύριο δολάρια και όμως η απαρχή της ήταν μια περιέργεια χωρίς προφανή εφαρμογή. Το μάθημα είναι σαφές: οι ταπεινές εφευρέσεις που γεννιούνται στα πανεπιστημιακά εργαστήρια ή σε ερευνητικά κέντρα, εκεί που δεν υπάρχει ακόμη “προϊόν” είναι αυτές που ανοίγουν τον δρόμο για ολόκληρες οικονομίες. 

Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το ποιος στήριξε αυτή τη διαδρομή. Στη δεκαετία του ’50 σχεδόν το ένα τέταρτο της έρευνας γύρω από τα τρανζίστορ στη Bell Labs χρηματοδοτήθηκε από την αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Το υπόλοιπο στηριζόταν στα έσοδα του μονοπωλίου της AT&T. Στη βάση βρισκόταν η ιστορική αναφορά του Vannevar BushScience: The Endless Frontier (1945), που έπεισε τον Πρόεδρο Τρούμαν ότι η επιστήμη χρειάζεται σταθερή δημόσια επένδυση. Από τότε γενιές φοιτητών εκπαιδεύτηκαν σε θεμελιώδη έρευνα και τροφοδότησαν τεχνολογίες που άλλαξαν τον κόσμο: από την πυρηνική ενέργεια μέχρι τα λέιζερ, από την ιατρική μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη. 

Σήμερα αυτή η κληρονομιά κινδυνεύει. Στις ΗΠΑ οι περικοπές στα κονδύλια της βασικής έρευνας έχουν παγώσει υποτροφίες, ακυρώσει προγράμματα, μειώσει δραστικά ευκαιρίες για νέους επιστήμονες. Το ίδιο μοτίβο βλέπουμε και αλλού: κοντόφθαλμη πολιτική, μέτρηση με όρους άμεσου κέρδους, πίεση για “γρήγορα αποτελέσματα”, αλλά η επιστήμη που μετράει δεν δουλεύει με λογιστικά τρίμηνα. Θέλει χρόνο, αποτυχίες, εμμονή και πάνω απ’ όλα την ελευθερία να κυνηγήσει ερωτήματα χωρίς εγγυήσεις. 

Η ιστορία της τεχνητής νοημοσύνης είναι χαρακτηριστική. Οι “χειμώνες της AI” τη δεκαετία του ’90 έδειχναν ότι δεν υπάρχει μέλλον. Κι όμως, ερευνητές σαν τον Geoffrey Hinton και τον John Hopfield συνέχισαν. Ο Hopfield, βραβευμένος με Νόμπελ το 2024, έδειξε από το 1982 τις γέφυρες ανάμεσα στη φυσική και τα νευρωνικά δίκτυα. Ο Hinton έσπειρε τον σπόρο της βαθιάς μάθησης που σήμερα κυριαρχεί. Τότε φαινόταν “πολύ θεωρητικό”. Τώρα είναι η βάση της τεχνητής νοημοσύνης που αλλάζει την καθημερινότητά μας. 

Σήμερα, οι GPU φτιαγμένες για video games είναι το καύσιμο των αλγορίθμων. Αυτές όμως στηρίζονται σε δεκαετίες θεμελιώδους έρευνας: νέα υλικά, νέες δομές, νέα φυσική και τώρα η ματιά στρέφεται σε δισδιάστατα υλικά και spintronics. Κάπου ανάμεσα σε αυτά ίσως κρύβεται ο “επόμενος διάδοχος” του τρανζίστορ. Όμως για να εμφανιστεί χρειάζεται ξανά η ίδια συνταγή: περιέργεια, επιμονή, συνεργασία και κυρίως επένδυση χωρίς άμεσο αντάλλαγμα. 

Αν κάτι μας λέει η ιστορία είναι πως το μέλλον δεν το φτιάχνει το βραχυπρόθεσμο κέρδος, αλλά το θάρρος να επενδύεις στο άγνωστο. Κάθε φορά που ανοίγουμε το κινητό μας ή στέλνουμε ένα μήνυμα, ακουμπάμε πάνω σε μια αλυσίδα ανθρώπων που κάποτε δεν ήξεραν τι ακριβώς φτιάχνουν, αλλά πίστευαν ότι άξιζε να ρωτήσουν. 

Οι ταπεινές εφευρέσεις, όπως το τρανζίστορ δεν είναι μόνο τεχνικά θαύματα. Είναι μνημεία πίστης στη γνώση. Αν θέλουμε να δούμε τον επόμενο αιώνα να γεννιέται με την ίδια δύναμη, χρειαζόμαστε το θάρρος να επενδύσουμε ξανά στην επιστήμη που δεν ξέρει ακόμη πού θα μας οδηγήσει, γιατί μόνο αυτή η επιστήμη μπορεί να μας πάει εκεί που δεν έχουμε φανταστεί. 

*Mε πληροφορίες από το Technology Review. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.