Οι πάγοι της Αρκτικής λιώνουν και αυτό το γεγονός δεν έχει μόνο την πολυσυζητημένη περιβαλλοντική διάσταση, εκείνη που συνδέεται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Το φαινόμενο μοιάζει να ανοίγει ένα ακόμη πεδίο ανταγωνισμού, που αφορά στις δυνατότητες εκμετάλλευσής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της περιοχής. Παράλληλα η σταδιακή μείωση του όγκου των πάγων, που εποχιακά κορυφώνεται κατά τη θερινή περίοδο, προμηνύει επαναστατικές εξελίξεις στον τομέα των θαλάσσιων συγκοινωνιών. Ρίχνοντας κανείς μια ματιά σε έναν χάρτη του πλανήτη που έχει τον Βόρειο Πόλο στο κέντρο του, αντιλαμβάνεται ότι ορισμένες χώρες βρίσκονται πολύ πιο κοντά από ότι μοιάζουν πάνω στον τυπικό παγκόσμιο άτλαντα.
Τα ευρήματα μελέτης που εκπόνησε το Εθνικό Κέντρο Δεδομένων για το Χιόνι και τους Πάγους (NSIDC) των Ηνωμένων Πολιτειών σε συνεργασία με τη NASA έδειξαν ότι αν το λιώσιμο των πάγων συνεχιστεί με τους σημερινούς ρυθμούς, οι πάγοι θα εξαφανιστούν πριν από το τέλος του αιώνα που διανύουμε. Το λευκό των πάγων αντανακλά τις ακτίνες του ήλιου και τη θερμότητα πίσω στο Διάστημα. Αντίθετα το βαθύ μπλε του ωκεανού, που κερδίζει διαρκώς έδαφος, απορροφάει την ηλιακή ενέργεια, ανεβάζοντας τη θερμοκρασία του νερού αλλά και του πλανήτη συνολικά. Με βάση το γεγονός αυτό ορισμένοι επιστήμονες κάνουν λόγο για μια «αυτοτροφοδοτούμενη» διαδικασία. Στο τέλος κάθε καλοκαιριού οι πάγοι συρρικνώνονται στο χαμηλότερο σημείο τους για να αυξηθούν και πάλι με mv έλευση του χειμώνα. Ωστόσο τον χειμώνα που μας πέρασε (2022-2023) ο ρυθμός αναδημιουργίας των πάγων ήταν ο μικρότερος που έχει μετρηθεί έως σήμερα, σύμφωνα με τη NASA.
Στο επίπεδο του ενεργειακού ανταγωνισμού των χωρών ο φυσικός πλούτος της Αρκτικής δεν αφήνει αδιάφορους τους ισχυρούς «παίκτες» του πετρελαϊκού παιχνιδιού. Πόσο μάλλον τη στιγμή που το λιώσιμο των πάγων, η εξέλιξη της τεχνολογίας – που επιτρέπει την ευκολότερη εξόρυξη πετρελαίου – αλλά και η δημιουργία νέων λιμανιών στην Αρκτική μοιάζουν να διευκολύνουν όσο ποτέ στο παρελθόν την πρόσβαση προς τα υποθαλάσσια κοιτάσματα της περιοχής. Οι επιστήμονες του Αμερικανικού Γεωλογικού Κέντρου Μελετών (USGS) εκτιμούν ότι το ένα τέταρτο των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο βρίσκεται στην Αρκτική.
Μεγάλο μέρος αυτών εντοπίζεται δυτικά της παράκτιας ζώνης της Αλάσκας. Η κυβέρνηση Mπους έβαλε από νωρίς πλώρη για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου ξεκινώντας από την περιοχή του Αρκτικού Εθνικού Καταφυγίου ΄Άγριας Ζωής στη Βόρεια Αλάσκα. Το θέμα ήταν άλλωστε ψηλά στην ατζέντα των προτεραιοτήτων του Mπους από την εποχή της πρώτης προεκλογικής εκστρατείες του, το 2000. Αρχικά η προστατευόμενη πανίδα της περιοχής, που περιλαμβάνει πολικές αρκούδες και καριμπού (ένα είδος ελαφιού της Βόρειας Αμερικής), βρήκε συμμάχους, εκτός των οικολόγων, και τα μέλη της αμερικανικής Γερουσίας. Η πρόταση για τις γεωτρήσεις στην Αλάσκα μπλοκαρίστηκε από συμμαχία Δημοκρατικών και μερικών Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών το 2003. Οι αρκούδες και τα καριμπού κέρδισαν τον πρώτο γύρο, αλλά η κυβέρνηση επανήλθε και τελικά η πρόταση εγκρίθηκε με ψήφους 51-49 τον περασμένο Μάρτιο. Το επιχείρημα ήταν η ανάγκη για μείωση της εξάρτησης της Αμερικής από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής.
Στην τρίτη σε εξαγωγές πετρελαίου χώρα στον κόσμο, τη Νορβηγία, ετοιμάζεται με κρατική συμμετοχή η κολοσσιαία μονάδα Σνόβιτ (ή αλλιώς… Χιονάτη) στο Χάμερφεστ, μία από τις βορειότερες πόλεις στον κόσμο. Η βιομηχανία θα αντλεί από τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Αρκτικής (συγκεκριμένα της Θάλασσας του Μπάρεντε) και θα τα υγροποιεί για να φορτωθούν σε τάνκερ. Ανάμεσα στις χώρες που ετοιμάζονται να εισάγουν το προϊόν είναι και οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 2007. Σύμφωνα με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Νορβηγία, ΤΖον Ντόιλ Ονγκ, «η σημασία της Νορβηγίας για την ενεργειακή μας πολιτική αυξάνεται κάθε χρόνο που περνάει».
Ανατολικότερα βρίσκεται το ιστορικό ρωσικό λιμάνι του Μουρμάνσκ. Με πληθυσμό 325.000 κατοίκους αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη εντός του Αρκτικού Κύκλου. Το λιμάνι παραμένει ανοιχτό τον χειμώνα λόγω της ευεργετικής επίδρασης του Γκολφ Στριμ, ενώ κατά περίσταση βοηθούν και τα 16 παγοθραυστικά που διαθέτει η Ρωσία (ενδεικτικά οι ΗΠΑ διαθέτουν μόλις τρία), ορισμένα από τα οποία παραμένουν πυρηνοκίνητα. Μεγάλα ονόματα του ρωσικού ενεργειακού τομέα, όπως η Λουκόιλκαι η Γιούκος, ετοιμάζουν από καιρό έναν μεγάλο επαγωγικό σταθμό πετρελαίου. Λίγο βορειότερα, και συγκεκριμένα στα παγωμένα νερά της Θάλασσας του Μπάρεντς, ακόμη ένας ενεργειακός κολοσσός, η Γκάζπρομ, αναζητεί «συμμάχους» για το στήσιμο γιγαντιαίας εγκατάστασης που θα εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ουσιαστικά κάθε μεγάλη πετρελαϊκή εταιρία στον πλανήτη προσπαθεί να αποσπάσει από τη Ρωσία και τη Νορβηγία την άδεια για να ερευνήσει τα συγκεκριμένα νερά και φυσικά ό,τι «κρύβεται» από κάτω.
Δεν είναι όμως μόνο οι οκτώ χώρες του Αρκτικού Κύκλου (ανάμεσά τους και οι ΗΠΑ λόγω Αλάσκας) που ενδιαφέρονται για τον υποθαλάσσιο πλούτο της Αρκτικής. Η κατά πολύ νοτιότερη και «διψασμένη» ενεργειακά Κίνα έχει εγκαταστήσει ερευνητικό σταθμό στο νορβηγικό νησί Σπιτσμπέργκεν, ενώ το παγοθραυστικό ερευνητικό της σκάφος “Snow Dragon” έχει κατά καιρούς «οργώσει» την περιοχή.
Και αν το πετρέλαιο βρίσκεται κάτω από τον πυθμένα, στην επιφάνεια της θάλασσας προμηνύεται επανάσταση. Αν συνεχιστεί η μείωση των πάγων με τον σημερινό ρυθμό, υπολογίζεται ότι σε 20 χρόνια από σήμερα τα πλοία θα μπορούν να πραγματοποιούν το λεγόμενο «βορειοδυτικό πέρασμα», να κόβουν δηλαδή δρόμο από τον Βόρειο Ατλαντικό προς τον Βόρειο Ειρηνικό μέσω Αρκτικής. Μια τέτοια ακτοπλοϊκή γέφυρα θα αποτελέσει εξέλιξη ανάλογης σημασίας με τη διάνοιξη της Διώρυγας του Παναμά, η οποία ολοκληρώθηκε το 1914 και κόστισε τη ζωή σε 10.000 ανθρώπους που εργάστηκαν για αυτήν. Όχι απλώς θα συντόμευε τον χρόνο του ταξιδιού κατά αρκετές ημέρες, αλλά θα εξοικονομούσε και αμέτρητους τόνους καυσίμων. Υπολογίζεται ότι το ταξίδι μέσω Βορείου Πόλου από τον Ατλαντικό προς τον Ειρηνικό Ωκεανό είναι κατά μέσον όρο 5.000 ναυτικά μιλιά (ή κατά μια εβδομάδα) συντομότερο από την κλασική διαδρομή μέσω της Διώρυγας του Παναμά. Πιο πιθανό ωστόσο είναι να ενεργοποιηθεί συντομότερα η λεγόμενη “Αρκτική Γέφυρα”, το ταξίδι δηλαδή από το βόρειο λιμάνι του Μουρμάνσκ της Ρωσίας προς τη Βόρεια Αμερική.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι η δημιουργία ενισχυμένων σκαφών και φυσικά η διακοπή της χρήσης των παλαιάς τεχνολογίας μονοπύθμενων τάνκερ, τα οποία σε οποιοδήποτε «φλερτ» με τους πάγους «απειλούν» να απελευθερώσουν ποσότητες πετρελαίου στη θάλασσα προκαλώντας οικολογική καταστροφή.
Και όπως η φύση απεχθάνεται το κενό, ακόμη περισσότερο το απεχθάνεται η… αγορά: ήδη ετοιμάζεται να ανταποκριθεί στην ανάγκη για ενισχυμένα πλοία που θα αντέχουν στις δύσκολες συνθήκες των παγωμένων θαλασσών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γιγάντιο ναυπηγείο STX Finland Oy του Ελσίνκι, το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν Aker Yards Oy, και ήταν μια φινλανδική ναυπηγική εταιρεία που λειτουργούσε τρία ναυπηγεία στη Φινλανδία, στο Turku, το Ελσίνκι και τη Rauma, απασχολώντας περίπου 2.500 άτομα. Ήταν μέρος της STX Europe, ενός ομίλου διεθνών ναυπηγικών εταιρειών που ανήκε στη νοτιοκορεατική STX Corporation., το οποίο από τον Ιανουάριο προχώρησε στην ίδρυση θυγατρικής εταιρείας για αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Σήμερα έχει ήδη ξεκινήσει δουλειά για τις δύο πρώτες παραγγελίες φιλανδικής ενεργειακής βιομηχανίας. Αν ενδιαφέρεστε, το κόστος ενός ενισχυμένου τάνκερ με ειδικό σύστημα στην πρύμνη για να σπάσει τους πάγους δεν ξεπερνά τα 90 εκατομμύρια δολάρια.