Όλοι ξέρουμε την ιστορία: δώσε σε κάθε χιμπατζή στον πλανήτη μια γραφομηχανή και περίμενε να συμβεί κάτι μνημειώδες — είτε η αναδημιουργία του πλήρους έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ είτε ο θερμικός θάνατος του σύμπαντος. Πέρυσι μαθηματικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι χιμπατζήδες δεν θα τα κατάφερναν ποτέ — η πιθανότητα να πληκτρολογήσει ένας ακόμη και τη λιγότερο φιλόδοξη λέξη «bananas» (μπανάνες) κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι μόλις 5%. Το γεγονός ότι κάποιοι από τους στενότερους συγγενείς μας αποτυγχάνουν σε αυτό το «τεστ» δείχνει ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι κάτι μοναδικό στη φύση, ωστόσο αν ρωτήσεις βιολόγους γιατί συμβαίνει αυτό τα πράγματα περιπλέκονται.
Το πρόβλημα έγινε εμφανές αυτόν τον αιώνα, καθώς μελέτες αποκάλυψαν ότι ο πολιτισμός κάθε άλλο παρά αποκλειστικά ανθρώπινος, υπάρχει σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο — από τις φάλαινες μέχρι τα μυρμήγκια. Αυτό ώθησε τους ερευνητές να αναζητήσουν το βασικό συστατικό που εξηγεί γιατί ο δικός μας πολιτισμός —και μόνο ο δικός μας— άνθισε.
Δεν ήταν εύκολο — και για έναν λόγο που προκαλεί έκπληξη: οι πολιτισμοί των ζώων είναι πολύ πιο εξελιγμένοι απ’ ό,τι υποθέταμε. Κάποτε νομίζαμε ότι δεν μπορούσαν να αναπτύξουν πιο προηγμένες τεχνολογίες, όμως έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν από λίγους μήνες υποδεικνύει ότι μπορούν. Επίσης υποψιαζόμασταν ότι τα ζώα δεν είχαν την ευφυΐα να μαθαίνουν πολύπλοκες συμπεριφορές το ένα από το άλλο — αλλά πέρυσι ανακαλύφθηκε ότι ακόμη και οι μέλισσες ίσως είναι αρκετά «έξυπνες» ώστε να το κάνουν. «Οι απόψεις έχουν αλλάξει» λέει ο Edwin van Leeuwen, ερευνητής γνωσιακής συμπεριφοράς των ζώων στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης στην Ολλανδία. «Πλέον γνωρίζουμε πολλά περισσότερα για τα ζώα από ό,τι πριν».
Καθώς αναθεωρούμε τις προσδοκίες μας για τη συμπεριφορά των ζώων σε σχέση με τον πολιτισμό φαίνεται πως καθιστούμε πιο δύσκολη την εξήγηση του χάσματος μεταξύ δικού μας πολιτισμού και του δικού τους. Πώς μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε αυτό το χάσμα;
Για δεκαετίες ελάχιστοι ερευνητές ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν ότι οποιοδήποτε μη ανθρώπινο ζώο έχει πολιτισμό. Στην πραγματικότητα ήταν ο ευρω-κεντρικός πολιτισμός που αρνιόταν την ύπαρξη πολιτισμού στα ζώα. Από την εποχή του Πλάτωνα, πριν από τουλάχιστον 2300 χρόνια, οι μεγάλοι στοχαστές της Ευρώπης φαντάζονταν την ύπαρξη μιας «αλυσίδας της ύπαρξης» με τους ανθρώπους ξεκάθαρα τοποθετημένους πάνω απ’ όλα τα άλλα ζώα λέει η Alice Bridges, γνωστική επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε άλλα μέρη του κόσμου, «τα πράγματα τείνουν να αντιμετωπίζονται ως πολύ πιο διασυνδεδεμένα», εξηγεί.
Τι είναι ο πολιτισμός;
Ίσως δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι ένας από τους πρώτους που πρότειναν πως τα ζώα μπορεί να έχουν πολιτιστικές παραδόσεις παρόμοιες με τις δικές μας ήταν ο Ιάπωνας βιολόγος Κίντζι Ιμανίσι. Άρχισε να υποστηρίζει την ύπαρξη ζωικού πολιτισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στο πλαίσιο ενός ευρύτερου επιχειρήματος ότι ορισμένα ζώα έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά – και, σύμφωνα με τη Μπρίτζες, δέχθηκε χλευασμό από κάποιους Ευρωπαίους και Βορειοαμερικανούς ερευνητές γι’ αυτό. Τα αποδεικτικά στοιχεία όμως συνέχισαν να συσσωρεύονται – μεταξύ άλλων, και η ανακάλυψη στη δεκαετία του 1960 περιφερειακών «προφορών» σε σπουργίτια της Βόρειας Αμερικής. Ήταν όμως στον 21ο αιώνα που η έρευνα για τον ζωικό πολιτισμό γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη.
Αυτό μπορεί να προκαλεί σύγχυση σε πολλούς ανθρώπους, τουλάχιστον στη Δύση, οι οποίοι ίσως δυσκολεύονται να αποδεχτούν την ιδέα του ζωικού πολιτισμού. Όμως αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στις δυτικές χώρες, οι άνθρωποι συνήθως συνδέουν τον πολιτισμό – έναν ασαφή όρο με πολλές ερμηνείες – με καλλιτεχνικές και πνευματικές δραστηριότητες. Οι βιολόγοι όμως, έχουν υιοθετήσει έναν λιγότερο ανθρωποκεντρικό ορισμό. «Ο πολιτισμός είναι κάτι που μοιράζεται» λέει ο βαν Λέουβεν. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε συμπεριφορά – είτε πρόκειται για τη χρήση κλαδιών για το σκάψιμο τερμιτών είτε για το να μάθει κανείς να παίζει πιάνο – γίνεται πολιτισμική μέσω της διάδοσής της σε άλλα μέλη της κοινότητας. Αν χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον ορισμό, τότε ο ζωικός πολιτισμός αποδεικνύεται κοινός. Παρ’ όλα αυτά καμία ζωική κουλτούρα δεν φτάνει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης και οι βιολόγοι άρχισαν να θέλουν να καταλάβουν γιατί.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 πολλοί άρχισαν να προτιμούν μια συγκεκριμένη ερμηνεία. Είναι ξεκάθαρο ότι οι πολιτισμικές μας συμπεριφορές και τα εργαλεία μας αλλάζουν καθώς διαδίδονται σε νέους πληθυσμούς και περνούν από γενιά σε γενιά, συχνά εξελισσόμενα προς το πιο σύνθετο. Το επιχείρημα ήταν ότι άλλοι ζωικοί πολιτισμοί δεν κάνουν αυτό το βήμα, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο εμείς έχουμε αυτό που οι βιολόγοι έχουν ονομάσει «συσσωρευτικός πολιτισμός».
Λίγα χρόνια αργότερα ο Κλάουντιο Τένι, βιολόγος της συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν στη Γερμανία και οι συνάδελφοί του πρότειναν μια ιδέα για να εξηγήσουν την απουσία συσσωρευτικού πολιτισμού – τουλάχιστον στους χιμπατζήδες. Υποστήριξαν ότι οι χιμπατζήδες δεν έχουν αυτή την ικανότητα επειδή δεν είναι ιδιαίτερα καλοί στο να μαθαίνουν μια νέα δεξιότητα από άλλους. Ο Τένι αναγνωρίζει ότι αυτή η ιδέα ακούγεται αντιφατική, ιδιαίτερα επειδή συγκρούεται με την εικόνα των χιμπατζήδων στην ποπ κουλτούρα. «Συχνά λέμε ότι “μιμούμαστε” τη συμπεριφορά κάποιου»/ Έτσι, είναι εύκολο να νομίσουμε ότι καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει όταν μια ασυνήθιστη δεξιότητα – όπως η χρήση λίθινων εργαλείων για το σπάσιμο καρυδιών – διαδίδεται σε έναν πληθυσμό χιμπατζήδων: ένας χιμπατζής επινόησε τη συμπεριφορά· οι υπόλοιποι την αντέγραψαν μέσω μίμησης.
Όμως ο Τένι και οι συνεργάτες του υποστήριξαν ότι αυτό δεν μπορεί να είναι η πραγματική εξήγηση, καθώς τα πειράματά τους έδειξαν ότι οι χιμπατζήδες δεν είναι δεινοί στη μίμηση. Σύμφωνα με τον Τένι αυτό σημαίνει ότι κάθε χιμπατζής πρέπει να αναπτύξει τις δεξιότητές του ανεξάρτητα. Σε αυτό το σενάριο ο πρώτος χιμπατζής ανακαλύπτει πως να σπάει καρύδια με πέτρες. Ένας δεύτερος χιμπατζής δείχνει ενδιαφέρον, αλλά επειδή δεν μπορεί να μιμηθεί τη συμπεριφορά, επιλέγει να εξετάσει τον χώρο σπασίματος των καρυδιών αφού ο πρώτος έχει αποχωρήσει. Καθοδηγούμενος από την παρουσία πετρών και άσπαστων καρυδιών, ο δεύτερος χιμπατζής αρχίζει να πειραματίζεται και τελικά ανακαλύπτει μόνος του πώς να σπάει τα καρύδια. «Είναι μια διαδικασία ανακάλυψης του τροχού από την αρχή» λέει ο Τένι.
Το κρίσιμο σημείο, λέει ο Τένι είναι ότι αυτό επιβάλλει ένα όριο στην πολιτισμική εξέλιξη. Πολλά από τα πολιτισμικά μας εργαλεία έχουν δεχτεί τόσες αλλαγές μέσα στις γενιές, που πλέον είναι υπερβολικά περίπλοκα για να τα επανεφεύρει κάποιος αρχάριος από το μηδέν. Είναι εξαιρετικά απίθανο, για παράδειγμα, ένα ανεκπαίδευτο άτομο να κατασκευάσει ένα βιολί απλώς εξετάζοντας ένα Στραντιβάριους: αυτό που απαιτείται είναι καθοδήγηση από έναν εξειδικευμένο κατασκευαστή οργάνων.
Αν οι χιμπατζήδες δεν μπορούν να βασιστούν σε τέτοια καθοδήγηση επειδή δεν μιμούνται ο ένας τον άλλο, τότε ο πολιτισμός τους περιορίζεται σε καινοτομίες που κάθε άτομο μπορεί να ανακαλύψει από μόνο του — καινοτομίες που εμπίπτουν σε αυτό που ο Τένι αποκαλεί “ζώνη λανθανουσών λύσεων” (zone of latent solutions – ZLS).
Υπάρχουν όμως πιθανοί δρόμοι προς τα εμπρός. Ένας από αυτούς μπορεί να είναι η αναγνώριση της διαφοράς ανάμεσα στο να αποδειχθεί ότι τα ζώα μπορούν να μαθαίνουν δύσκολες δεξιότητες το ένα από το άλλο και στο να αποδειχθεί ότι το κάνουν αυτό αρκετά συχνά ώστε να επηρεάζουν την πολιτισμική τους εξέλιξη.
Για παράδειγμα, παρόλο που αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν ότι οι χιμπατζήδες μπορούν να αντιγράφουν ο ένας τον άλλον, θεωρεί ότι σε σύγκριση με τους ανθρώπους έχουν πολύ λιγότερα κίνητρα να το κάνουν. Εικάζει ότι αυτό μπορεί να αντικατοπτρίζει την ευρύτερη εξελικτική τους ιστορία. Οι πρόγονοί μας εγκατέλειψαν τα δάση και άρχισαν να εξερευνούν νέα περιβάλλοντα και να εκμεταλλεύονται νέες πηγές τροφής, ιδιαίτερα το πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά κρέας οπότε η φυσική επιλογή ίσως ευνόησε τους ανθρώπινους προγόνους που ήταν πρόθυμοι να μάθουν χρήσιμες δεξιότητες από άλλους. Οι πρόγονοι των χιμπατζήδων παρέμειναν στα δάση διατηρώντας τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, οπότε η φυσική επιλογή ίσως ευνόησε άτομα με πιο συντηρητική αντίληψη. «Παρά την ευφυΐα τους και την ικανότητά τους να μαθαίνουν από άλλους, οι χιμπατζήδες απλώς δεν είναι τόσο πρόθυμοι να δοκιμάσουν κάτι καινούργιο».
Για τον Τόμας Μόργκαν, εξελικτικό ανθρωπολόγο στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Αριζόνα η διαφορά μπορεί να βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος πολιτισμός συνεχίζει να εξελίσσεται σχεδόν απεριόριστα, περνώντας από τα λίθινα εργαλεία στα μεταλλικά τσεκούρια και τελικά στα βιομηχανικά μηχανήματα κοπής ξύλων. «Οι άνθρωποι μπορούν και πράγματι προχωρούν τόσο μακριά, αλλά σχεδόν όλα τα άλλα είδη φαίνεται να προσκρούουν σε κάποιο είδος περιορισμού».
Πέρυσι ο Μόργκαν και ο Μάρκους Φέλντμαν, βιολόγος στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στην Καλιφόρνια υποστήριξαν ότι οι εγκέφαλοι – και ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα διανοητικά αναπαριστούν ενέργειες και στόχους – ίσως βοηθούν να εξηγηθεί αυτή η διαφορά. Η εξέλιξη μεγαλύτερων εγκεφάλων – ίσως ως αποτέλεσμα της διατροφής των προγόνων μας με ιδιαίτερα θρεπτικό κρέας – ενδέχεται να μας έδωσε την ικανότητα να «οραματιζόμαστε» και να υλοποιούμε τόσο σύνθετα έργα. Τα ζώα με μικρότερους εγκεφάλους και πιο περιορισμένη ικανότητα βραχυπρόθεσμης μνήμης ενδέχεται να δυσκολεύονται. «Πιστεύω ότι είναι απολύτως λογικό πως αν έχεις περισσότερη βραχυπρόθεσμη μνήμη, τότε έχεις μεγαλύτερο “καμβά” για να δεις τη μεγάλη εικόνα».
Αν συνδυάσουμε όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν στο να διευρυνθεί το πολιτισμικό χάσμα. Η γενετική μπορεί να έπαιξε ρόλο στο να ενθαρρυνθούν οι πρόγονοί μας να δίνουν μεγαλύτερη αξία στην καινοτομία από ό,τι στον συντηρητισμό. Η συμπεριφορά μπορεί να έπαιξε ρόλο στο να μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε νέες τροφές που ενίσχυσαν την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Και οι μεγαλύτεροι εγκέφαλοι μπορεί να συνέβαλαν στο να μπορούμε να αποθηκεύουμε περισσότερες πληροφορίες, να σκεφτόμαστε νέες ιδέες και να διατηρούμε την προσοχή μας σε αυτές.
*Με στοιχεία από το New Scientist.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.