Πριν πεθάνει ο συνθέτης Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, στις 27 Μαρτίου 1827, είχε δηλώσει την επιθυμία του να μελετηθούν και να δημοσιευτούν οι παθήσεις του, ώστε «όσο είναι δυνατόν τουλάχιστον ο κόσμος να έρθει πιο κοντά μου μετά τον θάνατό μου». Διεθνής ομάδα ερευνητών ανέλαβε λοιπόν να τιμήσει εν μέρει αυτό το αίτημα αναλύοντας το DNA του Μπετόβεν από διατηρημένες τούφες των μαλλιών του σε μία προσπάθεια να αποκρυπτογραφηθεί η αλληλουχία του γονιδιώματος του συνθέτη για πρώτη φορά. Η μελέτη που περιγράφει λεπτομερώς τα ευρήματα, δημοσιεύθηκε την Τετάρτη στο περιοδικό Current Biology.
«Ο πρωταρχικός μας στόχος ήταν να ρίξουμε φως στα προβλήματα υγείας του Μπετόβεν, τα οποία περιλάμβαναν την προοδευτική απώλεια ακοής, ξεκινώντας από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 20 και τελικά τον οδήγησαν στο να είναι λειτουργικά κωφός μέχρι το 1818», δήλωσε ο Johannes Krause ένας από τους συγγραφείς της μελέτης και καθηγητής στο Ινστιτούτο Max Planck για την Εξελικτική Ανθρωπολογία στη Λειψία της Γερμανίας. Τα πέντε δείγματα μαλλιών βοήθησαν τους επιστήμονες να ανακαλύψουν πληροφορίες σχετικά με το οικογενειακό ιστορικό, τα χρόνια προβλήματα υγείας και τι μπορεί να συνέβαλε στον θάνατό του σε ηλικία 56 ετών. Εκτός από την απώλεια ακοής, ο διάσημος κλασικός συνθέτης είχε επαναλαμβανόμενα γαστρεντερικά προβλήματα σε όλη του τη ζωή, καθώς και σοβαρή ηπατική νόσο.
Ο Μπετόβεν έγραψε ένα γράμμα στους αδελφούς του το 1802 ζητώντας από τον γιατρό του, Johann Adam Schmidt, να καθορίσει και να μοιραστεί τη φύση της «ασθένειάς» του μόλις πεθάνει. Η επιστολή είναι γνωστή ως Διαθήκη του Heiligenstadt.
Αλλά ο Μπετόβεν έζησε παραπάνω από τον αγαπημένο του γιατρό κατά 18 χρόνια, και μετά τον θάνατο του, η διαθήκη του συνθέτη ανακαλύφθηκε σε ένα κρυφό διαμέρισμα στο γραφείο του. Στην επιστολή, ο Μπετόβεν παραδέχτηκε πόσο απελπισμένος ένιωθε ως μουσικοσυνθέτης που πάλευε με την απώλεια ακοής, αλλά το έργο του τον εμπόδισε να αυτοκτονήσει. Είπε ότι δεν ήθελε να φύγει «πριν φέρω εις πέρας όλα τα έργα που ένιωθα την ανάγκη να συνθέσω».
Πλήθος ερωτημάτων έχουν προκύψει σχετικά με το τι ταλαιπωρούσε τον Μπετόβεν και ποια ήταν η πραγματική αιτία θανάτου του. Σα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του, ο συνθέτης βίωσε τουλάχιστον δύο κρίσεις ίκτερου, που σχετίζεται με ηπατική νόσο, οδηγώντας στη γενική πεποίθηση ότι πέθανε από κίρρωση. Οι ιατροί βιογράφοι έχουν από τότε χτενίσει τις επιστολές και τα ημερολόγια του Μπετόβεν, καθώς και την νεκροψία του, σημειώσεις από τους γιατρούς του, ακόμη και σημειώσεις που έλαβαν μετά την έρευνα από την εκταφή του δύο φορές -το 1863 και το 1888-, με την ελπίδα να συνδυάσουν το περίπλοκο ιατρικό του ιστορικό.
Αλλά οι ερευνητές της νέας μελέτης, 8 χρόνια πριν, προχώρησαν τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα, όταν ξεκίνησαν να κάνουν μια γενετική ανάλυση των μαλλιών του Μπετόβεν. Τα δείγματα που χρησιμοποίησαν περιλάμβαναν μαλλιά κομμένα από το κεφάλι του στο διάστημα των επτά χρόνων πριν από τον θάνατό του.
Η ομάδα ξεκίνησε αναλύοντας συνολικά οκτώ δείγματα μαλλιών από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια των εργασιών ελέγχου ταυτότητας, ανακάλυψαν ότι δύο δεν προέρχονταν καθόλου από τον Μπετόβεν, ενώ ένα άλλο ήταν πολύ κατεστραμμένο για να αναλυθεί.
Προηγούμενη μελέτη που είχε αποφανθεί ότι ο Μπετόβεν είχε δηλητηρίαση από μόλυβδο αποκαλύφθηκε τελικά ότι βασίστηκε σε δείγμα μαλλιών που δεν ανήκε σε αυτόν – αλλά σε μία γυναίκα. Αλλά πέντε από τα δείγματα προέρχονταν όλα από τον ίδιο Ευρωπαίο άνδρα και ταίριαζαν με τη γερμανική του καταγωγή. Ο Μπετόβεν είχε παραδώσει μόνος του μια από τις τούφες του στον πιανίστα Anton Halm τον Απρίλιο του 1826, λέγοντας “Das sind meine Haare!” («Αυτά είναι τα μαλλιά μου!»)
Η γενετική ανάλυση εντόπισε ενδείξεις που κρύβονται στο DNA του συνθέτη και θα μπορούσαν να προσθέσουν κάποια στοιχεία σχετικά με τα προβλήματα υγείας του. «Δεν μπορέσαμε να βρούμε μια οριστική αιτία για την κώφωση ή τα γαστρεντερικά προβλήματα του Μπετόβεν», είπε ο Krause. «Ωστόσο, ανακαλύψαμε ορισμένους σημαντικούς γενετικούς παράγοντες κινδύνου για ηπατική νόσο», πρόσθεσε. «Βρήκαμε επίσης στοιχεία μόλυνσης από τον ιό της ηπατίτιδας Β. Αυτά πιθανότατα συνέβαλαν στο θάνατό του.»
Τα γενετικά δεδομένα του Μπετόβεν βοήθησαν επίσης τους ερευνητές να αποκλείσουν άλλες πιθανές αιτίες των παθήσεων του, όπως κοιλιοκάκη, αυτοάνοσο, δυσανεξία στη λακτόζη ή σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.
Επιστολές που έγραψε ο Μπετόβεν, καθώς και αυτές των φίλων του, δείχνουν ότι ο συνθέτης κατανάλωνε τακτικά αλκοόλ. Αν και είναι δύσκολο να πει κανείς πόσο έπινε, ένας στενός φίλος έγραψε ότι ο Μπετόβεν έπινε τουλάχιστον ένα λίτρο κρασί με το μεσημεριανό γεύμα κάθε μέρα. Η κατανάλωση αλκοόλ, σε συνδυασμό με τους αυξημένους γενετικούς παράγοντες κινδύνου για ηπατική νόσο και τη μόλυνση από ηπατίτιδα Β, μπορεί να ήταν αυτά που κλόνισαν την υγεία του Μπετόβεν κοντά στο τέλος της ζωής του.
Με πληροφορίες από: CNN, Cell Press