Στη δεκαετία του 1960, οι επιδημιολόγοι που μελετούσαν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των ασθενών που προσβλήθηκαν από την ισπανική γρίπη του 1918, άρχισαν να παρατηρούν μια ασυνήθιστη τάση. Όσοι είχαν γεννηθεί μεταξύ 1888 και 1924 είχαν δύο ή τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν τη νόσο του Πάρκινσον σε σχέση με εκείνους που είχαν γεννηθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα του BBC, η τεράστια κλίμακα της ισπανικής γρίπης- η οποία μόλυνε περίπου 500 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως- έδωσε την ευκαιρία στους επιστήμονες να συνδέσουν τον αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου του Πάρκινσον, με την πανδημία.
Άλλες ιογενείς λοιμώξεις έχουν επίσης συσχετιστεί με την εμφάνιση παρκινσονισμού, συμπεριλαμβανομένων του ιού Epstein-Barr, της ιαπωνικής εγκεφαλίτιδας, του ιού Coxsackie, και του ιού του Πυρετού του Δυτικού Νείλου στα ιπποειδή.
Οι νευρολόγοι που προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί συμβαίνει αυτό, πιστεύουν ότι καθένας από αυτούς τους ιούς είναι ικανός να διεισδύσει στον εγκέφαλο και σε ορισμένες περιπτώσεις να βλάψει τις εύθραυστες δομές που ελέγχουν τον συντονισμό της κίνησης, γνωστές ως «βασικά γάγγλια», πυροδοτώντας μια διαδικασία εκφυλισμού που μπορεί να οδηγήσει στη νόσο του Πάρκινσον. Τώρα, οι επιστήμονες θέλουν να δουν αν η πανδημία του κορονοϊού θα προκαλέσει αύξηση των περιπτώσεων ασθενών με Πάρκινσον τις επόμενες δεκαετίες.
«Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι αυτό μπορεί να συμβεί», προειδοποίησε ο Πάτρικ Μπρούντιν, ερευνητής του Πάρκινσον στο Ινστιτούτο Van Andel στο Μίσιγκαν. «Υπάρχουν αρκετές μελέτες που τονίζουν ότι οι άνθρωποι που έχουν αναρρώσει από τον κορονοϊό έχουν συχνά μακροπρόθεσμα προβλήματα που σχετίζονται με το κεντρικό νευρικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας όσφρησης και γεύσης, της ομίχλης του εγκεφάλου, της κατάθλιψης και του άγχους. Οι αριθμοί είναι ανησυχητικοί», τόνισε ο Μπρούντιν σε συνέντευξή του στο BBC.
Οι κορονοϊοί είναι «ιοί που χτυπούν και εγκαταλείπουν», επειδή τείνουν να προκαλούν αρκετά σύντομη νόσο. Αντίθετα, οι DNA ιοί όπως ο Epstein-Barr μπορούν να παραμείνουν μόνιμα στον οργανισμό και συνδέονται περισσότερο με μακροχρόνιες ασθένειες.
Τον τελευταίο χρόνο, επιστήμονες όπως ο Μπρούντιν έχουν θορυβηθεί από την εμφάνιση ενός μικρού αριθμού περιπτώσεων ασθενών οι οποίοι εμφάνισαν παρκινσονισμό- ο οποίος χαρακτηρίζεται από τρέμουλο, μυϊκή δυσκαμψία και διαταραχή της ομιλίας – μετά από μόλυνση από Covid-19. Πολλές μελέτες διαπίστωσαν ότι ορισμένοι ασθενείς με Covid-19 εμφανίζουν διαταραχές σε ένα από τα πιο κρίσιμα συστήματα του οργανισμού, γνωστό ως «μονοπάτι της κυνουρενίνης».
Αυτό το «μονοπάτι» εκετίνεται από τον εγκέφαλο στο έντερο και παράγει ένα αριθμό μορίων που εμπλέκονται στη φλεγμονή, στην ανοσοαπόκριση, στη διεγερτική νευροδιαβίβαση και σε πολλές άλλες λειτουργίες. Όταν όμως δυσλειτουργεί, μπορεί να οδηγήσει στη συσσώρευση τοξινών, οι οποίες πιστεύεται ότι παίζουν ρόλο στη νόσο του Πάρκινσον. Άλλοι νευρολόγοι, ωστόσο, προειδοποιούν ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα για την σχέση της Covid-19 και του Πάρκινσον.
Ο Αλφόνσο Φασάνο, καθηγητής νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, επισημαίνει στο BBC, ότι οι περιπτώσεις παρκινσονισμού που έχουν αναφερθεί ενδέχεται να αφορούν ασθενείς που βρίσκονταν ήδη στα αρχικά στάδια της νόσου και το άγχος της μόλυνσης από την Covid-19, να επιτάχυνε ή να ανέδειξε τα συμπτώματα. «Μέχρι στιγμής, μιλάμε για περίπου δώδεκα περιπτώσεις», τόνισε. «Είναι αλήθεια ότι αυτό που αποκαλούμε μετεγκεφαλικό παρκινσονισμό μπορεί να εμφανιστεί μετά από ιογενή λοίμωξη, αλλά δεν είναι όλες οι πανδημίες ίδιες. Η ισπανική γρίπη προκλήθηκε από έναν εντελώς διαφορετικό ιό», συμπλήρωσε.
Ωστόσο, ειδικοί σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να καταλάβουν αν η Covid-19 θα προκαλέσει ένα κύμα άλλων ασθενειών που σχετίζονται με τη διαταραχή που προκαλεί ο Sars-CoV-2 στο ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα. Αν αυτό επιβεβαιωθεί, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, αλλά θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει τους ερευνητές να βρούν νέους τρόπους ανίχνευσης αυτών των ασθενειών σε πρώιμο στάδιο, και ίσως να ανοίξει το δρόμο για νέες θεραπείες και εμβόλια.
Το δίλημμα του διαβήτη
Την άνοιξη του 2020, ο Φραντσέσκο Ρουμπίνο, χειρουργός στο Τμήμα Βαριατρικής και Μεταβολικής Χειρουργικής στο Kings College του Λονδίνου, παρατήρησε αύξηση του αριθμού των ασθενών με Covid-19 που νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο, οι οποίοι παρουσίαζαν ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, παρόλο που δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό διαβήτη.
Ταυτόχρονα, οι γιατροί παρατήρησαν ότι οι ασθενείς με διαβήτη ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι στον κορονοϊό. Ο Ρουμπίνο ήθελε να δει αν η Covid-19 επηρεάζει άμεσα το πάγκρεας, ένα πολύπλοκο όργανο που περιέχει β-κύτταρα για την παραγωγή ινσουλίνης, της ορμόνης που βοηθά τον οργανισμό να μεταβολίσει τα μόρια σακχάρου από το αίμα.
Δημιούργησε μια παγκόσμια βάση δεδομένων που ονομάζεται CovidDiab registry για να παρακολουθεί αυτούς τους ασθενείς. Μέχρι στιγμής οι επιστήμονες έχουν παρακολουθήσει 700 ασθενείς και ελπίζουν ότι τα δεδομένα τους θα βοηθήσουν στην επίλυση ενός προβλήματος που απασχολεί τους επιστήμονες εδώ και πολλά χρόνια, αν δηλαδή οι ιοί μπορούν να προκαλέσουν διαβήτη τύπου 1.
Στο παρελθόν έχουν γίνει συσχετίσεις μεταξύ του διαβήτη τύπου 1 – μιας χρόνιας πάθησης που συνήθως αναπτύσσεται στην παιδική ή εφηβική ηλικία- και διαφόρων ιών, όπως ο Coxsackie B, η ερυθρά, ο κυτταρομεγαλοϊός και η παρωτίτιδα. Οι επιστήμονες υποψιάζονται ότι οι ιοί αυτοί μπορεί να είναι ικανοί να μολύνουν το πάγκρεας, είτε διαφεύγοντας από τους πνεύμονες είτε διαρρέοντας από το έντερο στα αιμοφόρα αγγεία. Το 2015, ερευνητές του Κέντρου Έρευνας Διαβήτη του Όσλο ανακάλυψαν μια επίμονη, χαμηλού βαθμού ιογενή λοίμωξη σε β-κύτταρα που προήλθαν από βιοψίες ιστού παγκρέατος νεοδιαγνωσθέντων ασθενών με διαβήτη τύπου 1. Ωστόσο, οι περιπτώσεις ήταν πολύ λίγες για να προκύψουν συγκεκριμένα συμπεράσματα.
«Υπήρξαν επιδημίες στο παρελθόν οι οποίες συνδέθηκαν με νέες περιπτώσεις διαβήτη», είπε ο Ρουμπίνο. «Αλλά αυτή η σύνδεση έχει βασιστεί σε μια χούφτα περιπτώσεων. Ελπίζουμε λοιπόν ότι αν εξετάσουμε αρκετές εκατοντάδες περιπτώσεις, ίσως δούμε μια συσχέτιση που θα είναι πιο ξεκάθαρη».
Από την αρχή της πανδημίας της Covid-19, έχει καταγραφεί μια αφύσικη έξαρση των περιπτώσεων διαβήτη τύπου 1. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «Nature» νωρίτερα φέτος, διαπίστωσε ότι οι επιζώντες της Covid-19 στις ΗΠΑ΄, είχαν περίπου 39% περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με διαβήτη έξι μήνες μετά τη μόλυνση, σε σύγκριση με άτομα που δεν είχαν νοσήσει.
Οι επιστήμονες προσπαθούν τώρα να αποδείξουν ότι η Covid-19 συμβάλλει άμεσα σε αυτή την αύξηση των περιπτώσεων. Ο Σουίμπινγκ Τσεν, βιολόγος βλαστοκυττάρων στο Weill Cornell Medicine, θεωρεί ότι υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι ο ιός μπορεί να επιτεθεί στα β-κύτταρα και να δημιουργήσει φλεγμονή στο πάγκρεας και σε άλλα όργανα, προκαλώντας βλάβη σε διάφορα συστήματα που ελέγχουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Ωστόσο, άλλοι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι ασθενείς που εμφανίζουν διαβήτη μετά από νόσηση από Covid-1, μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν υποστεί βλάβη στο πάγκρεας λόγω της εντατικής θεραπείας με στεροειδή κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους. Ή μπορεί να βρίσκονταν ήδη σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης διαβήτη και η Covid-19 να αποκάλυψε τη νόσο.
«Υπήρξαν ορισμένες μελέτες που υποστηρίζουν ότι ο Sars-CoV-2 μπορεί όχι μόνο να μολύνει άμεσα τα β-κύτταρα, αλλά και να τα σκοτώσει», δήλωσε στο BBC ο Ματίας Βον Χέραθ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανοσολογίας La Jolla. «Μια άλλη μελέτη, ωστόσο, επιχειρηματολογεί κατά της άποψης ότι επηρεάζει τα β-κύτταρα. Επομένως, η επιστημονική κοινότητα δεν έχει αποφανθεί ακόμη».
Ο διαβήτης τύπου 1 δεν είναι η μόνη αυτοάνοση ασθένεια που συνδέεται με την Covid-19. Το τελευταίο έτος, ένας αριθμός μελετών έχει συσχετίσει τη μόλυνση με Sars-CoV-2 με άλλες αυτοάνοσες διαταραχές, όπως το σύνδρομο Guillain-Barré, ένα σπάνιο νευρολογικό νόσημα στο οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται εναντίον των νεύρων, με αποτέλεσμα ο ασθενής να παρουσιάζει παράλυση και μούδιασμα στα χέρια και τα πόδια.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι ασθενείς που νοσηλεύονται με Covid-19 είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να αναπτύξουν τέτοιες επιπλοκές, καθώς είναι πιο πιθανό να έχουν αυτοαντισώματα στο αίμα τους – μια μορφή πρωτεΐνης που παράγεται από το ανοσοποιητικό σύστημα και στρέφεται κατά των ιστών του ίδιου του σώματος.
Διάγνωση και εμβόλια
Στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 1, οι επιστήμονες σκοπεύουν να μελετήσουν τι ακριβώς συμβαίνει μετά τη μόλυνση των β-κυττάρων από τον Sars-CoV-2, ώστε να δουν αν υπάρχει τρόπος να αποτραπεί η καταστροφή τους και, ως εκ τούτου, να σταματήσει η εμφάνιση της νόσου πριν αναπτυχθεί πλήρως.
Ο Κνουτ Νταλ-Γιόργκενσεν, σύμβουλος παιδιατρικής ενδοκρινολογίας και διαβήτη στο Ερευνητικό Κέντρο Διαβήτη του Όσλο, δήλωσε στο BBC ότι οι συνάδελφοί του θα ξεκινήσουν μια κλινική δοκιμή για να δουν αν η αντιική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην προστασία του παγκρέατος σε παιδιά που έχουν πρόσφατα διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 1.
Ο Τσεν ηγείται επίσης ενός προγράμματος που περιλαμβάνει τη μελέτη μιας μεγάλης βιβλιοθήκης διαφορετικών χημικών ενώσεων για να διαπιστωθεί αν κάποια από αυτές μπορεί να κάνει τα β-κύτταρα πιο ανθεκτικά στην ιική επίθεση. Μέχρι στιγμής έχει ήδη εντοπίσει μια συγκεκριμένη ένωση που ονομάζεται trans-ISRIB, η οποία φαίνεται να προστατεύει τις ικανότητες παραγωγής ινσουλίνης των β-κυττάρων όταν μολύνονται με τον Sars-CoV-2. Η ουσία αυτή δεν έχει εγκριθεί ακόμη από τις ρυθμιστικές αρχές ούτε έχει δοκιμαστεί σε ανθρώπους. Ο Τσεν ότι θα μπορούσε να χορηγηθεί προληπτικά σε ευάλωτα άτομα μετά τη μόλυνση.
Ερευνητές του Ινστιτούτου Καρολίνσκα και των Πανεπιστημίων Τάμπερε και Jyväskylä έχουν αναπτύξει ένα πιθανό υποψήφιο εμβόλιο που προστατεύει και από τα έξι στελέχη του Coxsackie B και έχει αποδειχθεί ότι αποτρέπει την εμφάνιση διαβήτη τύπου 1 σε ποντίκια.
Ο Γκούναρ Χούεν, ανοσολόγος στο State Serum Institute στην Κοπεγχάγη, πιστεύει ότι θα υπάρξουν περαιτέρω επενδύσεις σε εμβόλια κατά του Epstein-Barr, ενός ιού που έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη ρευματοειδούς αρθρίτιδας και σκλήρυνσης κατά πλάκας, καθώς και ορισμένων μορφών καρκίνου.
«Τα εμβόλια είναι πολύ πιθανό να είναι αποτελεσματικά κατά του ιού Epstein-Barr αν χορηγηθούν αρκετά νωρίς, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι μολύνονται από τον ιό αυτό τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής τους», είπε ο Χουέν.
Πηγή: BBC/Απόδοση: ΕΡΤ, Εύη Τσιριγωτάκη