Η πανδημία του COVID-19 ίσως έχει επιταχύνει τη γήρανση του εγκεφάλου μας, ακόμα και πριν κολλήσουμε την ασθένεια. Έρευνες υποδεικνύουν ότι ακόμα και σε σχετικά πρώιμο στάδιο της πανδημίας, οι εγκέφαλοι γερνούσαν κατά 5,5 μήνες, πιθανώς λόγω άγχους ή αλλαγών στον τρόπο ζωής. Γνωρίζουμε ότι πολλοί άνθρωποι με μακροχρόνιο COVID εμφανίζουν “εγκεφαλική ομίχλη”, όμως χρόνια μετά την άφιξη του COVID-19 η ευρύτερη νευρολογική του επίδραση είναι πολύ μακριά από το να κατανοηθεί πλήρως.
Για να κατανοήσουν αυτό το φαινόμενο, ο Ali-Reza Mohammadi-Nejad από το Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ στο Ηνωμένο Βασίλειο και οι συνεργάτες του εκπαίδευσαν ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης χρησιμοποιώντας 15.000 εγκεφαλικές σαρώσεις για να εντοπίσουν πως αλλάζει η δομή του εγκεφάλου με την ηλικία.
Στη συνέχεια το μοντέλο τους τροφοδοτήθηκε με ζεύγη εγκεφαλικών σαρώσεων από 996 εθελοντές της μελέτης UK Biobank. Από αυτούς, οι 564 είχαν τις σαρώσεις τους πριν από τον Μάρτιο του 2020, όταν εφαρμόστηκε το lockdown στο Ηνωμένο Βασίλειο, και χρησίμευσαν ως ομάδα ελέγχου. Οι υπόλοιποι 432 εθελοντές είχαν μια σάρωση πριν από τον Μάρτιο του 2020 και μία αργότερα. Κάθε σάρωση απέχει κατά μέσο όρο τρία χρόνια, με ελάχιστη απόσταση δύο ετών.
Όταν οι ερευνητές συνέκριναν τα άτομα από τις δύο ομάδες, οι οποίες ήταν ταιριασμένες ως προς την ηλικία, το φύλο και τη γενική τους υγεία διαπίστωσαν ότι η πανδημία ίσως επιτάχυνε τη γήρανση του εγκεφάλου μας κατά 5,5 μήνες βάσει των δομικών αλλαγών στην λευκή και γκρίζα ουσία. Αυτό συνέβη ακόμα και σε άτομα χωρίς επιβεβαιωμένη μόλυνση από τον COVID-19, η οποία καταγράφηκε ως μέρος του έργου Biobank.
Η επιταχυνόμενη γήρανση ήταν ιδιαίτερα έντονη στους άνδρες και σε αυτούς που ήταν πιο κοινωνικά και οικονομικά περιθωριοποιημένοι. Οι συμμετέχοντες όμως στο Biobank είναι γενικά πιο υγιείς, πλουσιότεροι και λιγότερο εθνοτικά ποικιλόμορφοι σε σχέση με το γενικό πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου, επομένως τα αποτελέσματα μπορεί να μην ισχύουν ευρύτερα.
Οι ερευνητές υποθέτουν ότι αυτές οι αλλαγές μπορεί να προήλθαν από τη μοναξιά ή το άγχος λόγω των lockdowns ή από αλλαγές στον τρόπο ζωής που μπορεί να συνέβησαν εκείνη την περίοδο, όπως οι αλλαγές στα επίπεδα άσκησης ή κατανάλωσης αλκοόλ.
Στο άρθρο τους αναφέρουν ότι οι δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο θα μπορούσαν να είναι «τουλάχιστον εν μέρει αναστρέψιμες» και επισημαίνουν ότι τα ευρήματα περιορίζονται από το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες ήταν όλοι από το Ηνωμένο Βασίλειο, οπότε τα αποτελέσματα ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν τις πιθανές επιπτώσεις των lockdown σε άλλες χώρες. «Τα ευρήματά μας μπορεί στην πραγματικότητα να υποεκτιμούν την επίδραση της πανδημίας σε πιο ευάλωτους πληθυσμούς», δηλώνει ο Mohammadi-Nejad.
*Με στοιχεία από το New Scientist.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.