Μαζί με την υψηλή αρτηριακή πίεση, τον διαβήτη και το κάπνισμα, περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση αυξάνουν τον κίνδυνο θνησιμότητας, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.
Ερευνητές στις Ιατρικές Σχολές Γκρόσμαν του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και Icahn του Mount Sinai, έδειξαν ότι η έκθεση σε επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης άνω του μέσου όρου, αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου κατά 20% και τον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακά νοσήματα κατά 17%.
Οι σόμπες ξύλου ή κηροζίνης που δεν αερίζονται σωστά μέσω καμινάδας επίσης αυξάνουν τον συνολικό κίνδυνο θανάτου κατά 23% και 9% και τον κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου κατά 36% και 19%. Η διαβίωση μακριά από ιατρικές κλινικές και κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους επίσης αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «PLOS ONE» και προέρχονται από προσωπικά και περιβαλλοντικά δεδομένα υγείας που συλλέχθηκαν από 50.045 άτομα, κυρίως φτωχούς αγρότες άνω των 40 ετών, που ζουν στη βορειοανατολική περιοχή Golestan στο Ιράν.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η έρευνά τους όχι μόνο προσδιορίζει τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που ενέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την καρδιά και τη συνολική υγεία, αλλά προσθέτει επίσης πολύ αναγκαία επιστημονικά στοιχεία από ανθρώπους σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Μέχρι τώρα, οι έρευνες σχετικά με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου εστίαζαν στους αστικούς πληθυσμούς σε χώρες υψηλού εισοδήματος με πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση σε σύγχρονες υπηρεσίες υγείας.
Σε σύγκριση με όσους έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε εξειδικευμένες ιατρικές υπηρεσίες, όσοι ζούσαν πιο μακριά από κλινικές με εργαστήρια καθετηριασμού για παράδειγμα, είχαν αυξημένο κίνδυνο θανάτου κατά 1% για κάθε 10 χιλιόμετρα απόστασης. Στο Golestan, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σε απόσταση άνω των 80 χιλιομέτρων από τέτοιες σύγχρονες εγκαταστάσεις.
Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι το ένα τρίτο των συμμετεχόντων στη μελέτη που ζούσαν σε απόσταση 500 μέτρων από μια μεγάλη οδική αρτηρία είχε 13% αυξημένο κίνδυνο θανάτου.
«Η μελέτη μας αναδεικνύει το ρόλο που διαδραματίζουν οι βασικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες της εσωτερικής/εξωτερικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης, της πρόσβασης σε σύγχρονες υπηρεσίες υγείας και της εγγύτητας σε θορυβώδεις, ρυπασμένους δρόμους σε όλες τις αιτίες θανάτου και στους θανάτους από καρδιαγγειακά νοσήματα ειδικότερα», ανέφερε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και καρδιολόγος Ρατζές Βεντάνθαν.
«Τα ευρήματά μας συμβάλλουν στη διεύρυνση του προφίλ κινδύνου για τη νόσο πέρα από την ηλικία και τους παραδοσιακούς προσωπικούς παράγοντες κινδύνου», πρόσθεσε.
«Τα αποτελέσματα αυτά προσφέρουν μια νέα ευκαιρία στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για την υγεία να μειώσουν το φορτίο των ασθενειών στις κοινότητές τους, μετριάζοντας τις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, στην καρδιαγγειακή υγεία», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Μάικλ Χάντλεϊ, καρδιολόγος και επίκουρος καθηγητής ιατρικής στο Mount Sinai.
Αντίθετα, η μελέτη έδειξε ότι άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες που συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση -χαμηλά επίπεδα εισοδήματος, αυξημένη πυκνότητα πληθυσμού και υπερβολική έκθεση στο νυχτερινό φως- δεν ήταν παράγοντες πρόβλεψης του κινδύνου θανάτου, παρά τις προηγούμενες έρευνες σε αστικά κυρίως περιβάλλοντα που έδειχναν το αντίθετο.
Για την έρευνα, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που συγκέντρωσαν έως τον Δεκέμβριο του 2018. Στη συνέχεια δημιούργησαν ένα προγνωστικό μοντέλο για τον συνολικό κίνδυνο θανάτου και τον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακές παθήσεις.
Η ερευνητική ομάδα σκοπεύει να συνεχίσει την ανάλυσή της και ελπίζει να εφαρμόσει το προγνωστικό μοντέλο σε άλλες χώρες με στόχο την τελειοποίηση της προβλεπτικής του ικανότητας. Εκτιμούν ότι το νέο αυτό εργαλείο θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως οδηγός για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των περιβαλλοντικών αλλαγών, του τρόπου ζωής και της προσωπικής υγείας, στη μείωση των ποσοστών θνησιμότητας παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το ένα τέταρτο όλων των θανάτων παγκοσμίως αποδίδεται πλέον σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της κακής ποιότητας του αέρα και του νερού, της έλλειψης υγιεινής και της έκθεσης σε τοξικές χημικές ουσίες.
Πηγή: Medicalxpress/Απόδοση: ΕΡΤ, Εύη Τσιριγωτάκη