«Μόλις κατέβαζα το τελευταίο φλιτζάνι τσάι για να πάω να παραλάβω την κόρη μου από τη νταντά της, όπου είχε διανυκτερεύσει, και τότε έλαβα ένα τηλεφώνημα από Σουηδία και φυσικά σκέφτηκα ότι το τηλεφώνημα θα αφορούσε το μικρό μας εξοχικό στη Σουηδία. Σκέφτηκα “α, λογικά θα χάλασε η μηχανή του γκαζόν ή κάτι τέτοιο”», θυμήθηκε μιλώντας στο τηλέφωνο με τον Adam Smith, επιστημονικό υπεύθυνο του βραβείου Νόμπελ ης Ουτρέχτης, λίγο αφότου ο Pääbo έμαθε ότι κέρδισε το σημαντικό βραβείο στην κατηγορία ιατρικής, μαζί με το χρηματικό έπαθλο των 10.000.000 σουηδικών κορόνων.
Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής 2022
Τα βραβεία Νόμπελ δεν απονέμονται πάντα για ανακαλύψεις που είναι γνωστές εκτός του ακαδημαϊκού χώρου, αλλά πιθανώς έχετε ακούσει για αυτές που χάρισαν στον Pääbo το μετάλλιό του: την αλληλουχία του γονιδιώματος του Νεάντερταλ, την ανακάλυψη ενός άγνωστου μέχρι πρότινος ανθρωποειδούς (των Ντενίσοβαν) από ένα οστό δακτύλου που βρέθηκε σε μια σπηλιά στη Σιβηρία και την ανάδειξη ισχυρών ενδείξεων ότι οι άνθρωποι αναμείχθηκαν και ζευγάρωσαν και με τα δύο αυτά εξαφανισμένα πλέον ανθρωποειδή. Οι σύγχρονοι άνθρωποι με ευρωπαϊκή καταγωγή φέρουν περίπου 1-2% DNA Νεάντερταλ, ενώ οι άνθρωποι που ζουν σε πολλά μέρη της Ασίας έχουν περίπου 1-6% DNA Ντενίσοβαν.
Το σημαντικό είναι ότι ο Pääbo διαπίστωσε ακόμη ότι η μεταφορά γονιδίων είχε συμβεί από αυτούς τους εξαφανισμένους πλέον ανθρωποειδείς στον Homo sapiens μετά τη μετανάστευση από την Αφρική πριν από περίπου 70.000 χρόνια. Αυτή η αρχαία ροή γονιδίων στους σημερινούς ανθρώπους έχει φυσιολογική σημασία σήμερα, επηρεάζοντας για παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο το ανοσοποιητικό μας σύστημα αντιδρά στις λοιμώξεις.
Οι ανακαλύψεις του Pääbo δημιούργησαν νέα κατανόηση της εξελικτικής μας ιστορίας. Την εποχή που ο Homo sapiens μετανάστευσε από την Αφρική, τουλάχιστον δύο εξαφανισμένοι πληθυσμοί ανθρωποειδών κατοικούσαν στην Ευρασία. Οι Νεάντερταλ ζούσαν στη δυτική Ευρασία, ενώ οι Ντενίσοβα κατοικούσαν στα ανατολικά τμήματα της ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της επέκτασης των Homo sapiens εκτός της Αφρικής και της μετανάστευσής τους προς τα ανατολικά, όχι μόνο συνάντησαν και διασταυρώθηκαν με τους Νεάντερταλ, αλλά και με τους Ντενίσοβαν. Οι γενετικές διαφορές μεταξύ του Homo sapiens και των πλησιέστερων εξαφανισμένων συγγενών μας ήταν άγνωστες μέχρι που εντοπίστηκαν μέσω του θεμελιώδους έργου του Pääbo. Η εντατική συνεχιζόμενη έρευνα επικεντρώνεται στην ανάλυση των λειτουργικών επιπτώσεων αυτών των διαφορών με απώτερο στόχο να εξηγηθεί τι μας κάνει μοναδικά ανθρώπινους.
«Μέχρι πολύ πρόσφατα, ίσως πριν από 1.400 γενιές περίπου, υπήρχαν άλλες μορφές ανθρώπων γύρω μας και αναμείχθηκαν με τους προγόνους μας και συνέβαλαν σε εμάς σήμερα… Τα τελευταία 40.000 χρόνια είναι αρκετά μοναδικά στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς είμαστε η μόνη μορφή ανθρώπων στον κόσμο μας», δήλωσε ο Pääbo.
Προτού οι ανακαλύψεις αυτές δημοσιευθούν σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά, εκτοξεύοντας την ακαδημαϊκή φήμη του Pääbo, ο Σουηδός γενετιστής αγωνίστηκε σκληρά για την αλληλουχία του DNA των Νεάντερταλ, των πιο κοντινών συγγενών του ανθρώπου που γνωρίζουμε, οι οποίοι κατοικούσαν στην Ευρώπη και τη Δυτική Ασία περίπου πριν από 400.000 χρόνια κι εξαφανίστηκαν πριν από 30.000 χρόνια. Ήταν ένα δύσκολο έργο, καθώς το DNA υποβαθμίζεται με την πάροδο του χρόνου, και κάθε μισή χιλιετία περίπου, τα μισά από αυτά τα πλούσια σε πληροφορίες μόρια διασπώνται. Ο Pääbo είχε επίσης να αντιμετωπίσει την ανεξέλεγκτη μόλυνση στα δείγματα οστών, από βακτήρια και άλλες πηγές, που μετακινήθηκαν με την πάροδο των χιλιετιών. Πέρασε δεκαετίες βελτιώνοντας τις μεθόδους συλλογής και αλληλουχίας του DNA.
Τελικά ο Pääbo επικεντρώθηκε στο DNA που ελήφθη από τα μιτοχόνδρια, τις μονάδες παραγωγής ενέργειας του κυττάρου, το οποίο, αν και περιέχει λιγότερες γενετικές πληροφορίες, υπάρχει σε χιλιάδες αντίγραφα. Το 1997, ο ίδιος και η ομάδα του ανακοίνωσαν ότι είχαν καταφέρει να προσδιορίσουν την αλληλουχία μιας περιοχή μιτοχονδριακού DNA από ένα κομμάτι οστού ηλικίας 40.000 ετών που ανήκε σε έναν Νεάντερταλ. Δεκατρία χρόνια αργότερα, με τη βοήθεια καλύτερης τεχνολογίας και βελτιωμένες μεθόδους, καθώς και με σημαντική βοήθεια από τους συναδέλφους του στο Ινστιτούτο Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ, το οποίο ο Pääbo βοήθησε να ιδρυθεί, κατάφερε να προσδιορίσει την αλληλουχία σε ένα ολόκληρο το γονιδίωμα του Νεάντερταλ από το DNA μέσα στους πυρήνες των κυττάρων. Οι ικανότητες του ίδιου και της ομάδας του στην αλληλούχιση του DNA έχουν έκτοτε οδηγήσει σε περισσότερες ανακαλύψεις, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης των Ντενίσοβαν και μιας γενετικής ιστορίας που δείχνει ότι οι άνθρωποι και οι ανθρωποειδείς πρόγονοί μας διασταυρώθηκαν.
Ενδείξεις για την ανθρώπινη καταγωγή
Οι ανακαλύψεις του Pääbo σε σχέση με την ανθρώπινη καταγωγή και τους προγόνους μας, προκαλούν βαθιές σκέψεις για τη θέση μας στον πλανήτη Γη.
«Μερικές φορές νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον να σκεφτούμε το πως θα μας επηρέαζε αν οι Νεάντερταλ είχαν επιβιώσει για άλλα 40.000 χρόνια;» αναρωτήθηκε ο Pääbo. «Μήπως θα δέχονταν έντονο ρατσισμό λόγω της διαφορετικότητάς τους; Eπειδή σίγουρα ήταν αρκετά διαφορετικοί από εμάς; Ή μήπως όταν θα έπρεπε να συμβιώσουμε με άλλες και διαφορετικές από εμάς μορφές ανθρώπων θα βλέπαμε τη θέση μας στον κόσμο με εντελώς διαφορετικό τρόπο; Ίσως τότε να μην κάναμε αυτή την απόλυτη διάκριση μεταξύ ζώων και ανθρώπων που σήμερα κάνουμε με τόση ευκολία».
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Pääbo κέρδισε ακριβώς το ίδιο βραβείο Νόμπελ με τον πατέρα του, τον Σουηδό βιοχημικό Sune Bergström, ο οποίος το 1982 μοιράστηκε το βραβείο ιατρικής με τους Bengt I. Samuelsson και John R. Vane, για ανακαλύψεις σχετικά με τις προσταγλανδίνες και συναφείς ουσίες. Ο Pääbo, ωστόσο, αποδίδει τα περισσότερα εύσημα για την επιτυχία του στη μητέρα του, την Εσθονή χημικό Karin Pääbo, η οποία γέννησε τον Svante μετά από εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε με τον πατέρα του.
«Με στεναχωρεί λίγο που δεν μπορώ να μοιραστώ αυτή τη μέρα με τη μητέρα μου», δήλωσε ο Pääbo. «Εκείνη… ασχολήθηκε πάρα πολύ με την επιστήμη και με ενθάρρυνε πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια. Ο πατέρας μου και εγώ είχαμε επίσης κάποια επαφή και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τη δουλειά μου, αλλά δεν είχαμε τόσο στενή σχέση όσο είχα με τη μητέρα μου», δήλωσε.