Toν Νοέμβριο του 1987, η αστυνομία μιας κωμόπολης στην πολιτεία της Ουάσινγκτον, ανακάλυψε τα πτώματα ενός νεαρού άντρα και μιας νεαρής γυναίκας. Τα σώματά τους βρέθηκαν σε διαφορετικά σημεία, με μικρή απόσταση μεταξύ τους, σε μια πυκνή δασική έκταση λίγες ώρες βόρεια απ’το Σιάτλ. Ο άνδρας φαινόταν να είχε σκοτωθεί από χτύπημα με πέτρα στο κεφάλι. Το σώμα του είχε καλυφθεί με μια κουβέρτα, και στο στόμα του είχε σφηνωθεί ένα πακέτο τσιγάρα Camel Lights από τον δράστη. Η ερωμένη του είχε πυροβοληθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού, αφού είχε βιασθεί.
Το ζευγάρι ήταν οδικοί επισκέπτες στην περιοχή, και είχαν δολοφονηθεί χωρίς κάποια φανερή αφορμή, από έναν άγνωστο δολοφόνο. Και το πιο περίεργο από όλα; ο δολοφόνος άρχισε να στέλνει ανατριχιαστικά γράμματα στις οικογένειες των θυμάτων, περιγράφοντας λεπτομερώς πώς έκανε τα εγκλήματα, από διευθύνσεις ανάκατες. Η αστυνομία αναρωτιόταν, λοιπόν, εάν είχε στα χέρια της έναν νέο κατά συρροή δολοφόνο.
Το έγκλημα αυτό παρέμεινε άλυτο για δεκαετίες.
Το 2005 ο Rick Bart, ένας από τους πρώτους αστυνομικούς-detectives που αναμείχθηκε με την υπόθεση, έγινε σερίφης. Και άνοιξε τον φάκελο της συγκεκριμένης υπόθεσης, αφού, όπως ομολόγησε, του είχε «γίνει εμμονή». Σύλλεξε εκατό περίπου υπόπτους, και παρέδωσε τον φάκελο σε έναν άξιο αστυνομικό, με το όνομα Rick Scharf, ο οποίος άρχισε να ξεψαχνίζει όλα τα αρχεία για να βρει νέα στοιχεία, ή στοιχεία που ίσως είχαν παραβλεφθεί. O Scharf κατέληξε, μετά από πολύμηνη μελέτη, στο συμπέρασμα ότι τα γράμματα δεν ήταν γραμμένα από τον ίδιο τον δολοφόνο. Ήταν – πιθανότατα – ένας απλός, σαδιστικός μεσάζοντας. Παρολαυτά, κανένα άλλο στοιχείο δεν ήρθε στην επιφάνεια. Ο Rick Bart, απεγνωσμένος, φοβήθηκε ότι ο δολοφόνος μάλλον «ξέφυγε» για πάντα.
Μια εβδομάδα μετά, η CeCe Moore επανήλθε με ένα όνομα: ο δολοφόνος ήταν ο William Earl Talbott II, ένας οδηγός φορτηγού που ζούσε στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτή η εμμονή του σερίφη και του Scharf όμως, και η εκ νέου συλλογή στοιχείων, θα απέφερε αργότερα καρπούς. Την περίοδο εκείνη, μια μεγάλη ανακάλυψη είχε φέρει ριζικές αλλαγές στην εγκληματολογία: η συλλογή του DNA από ρούχα και άλλα αντικείμενα που είχαν βρεθεί στον αρχικό τόπο του εγκλήματος. Όταν λοιπόν, το 2016, ο σερίφης άκουσε για μια εταιρία, τη NanoLabs, η οποία υποσχόταν ότι μπορούσε να σχεδιάσει ένα προφίλ του εγκληματία από ένα μικρό δείγμα DNA, έστειλε ένα δείγμα. Η εταιρία αποφάνθηκε ότι ο δράστης ήταν λευκός, με ανοιχτό χρώμα δέρματος, κοκκινοξανθα μαλλιά, και πράσινα ή μελιά μάτια. Η αστυνομία βρήκε τέσσερις πιθανούς υπόπτους, αλλά αποδείχθηκε ότι κανείς τους δεν ήταν ο δολοφόνος. Είχαν βρεθεί λοιπόν, σε ένα ακόμα αδιέξοδο.
Ως το 2018.
Το 2018, ο Scharf έμαθε για έναν νέο επιστημονικό κλάδο – αυτόν της γενετικής γενεαλογίας – και για μια ειδήμονα, την CeCe Moore, της οποίας η εταιρία υποσχόταν να βρει τον εγκληματία, από το ίδιο δείγμα DNA, μέσα σε μια μόνο εβδομάδα. Παρά τη δυσπιστία του, ο Scharf έδωσε το δείγμα. Μια εβδομάδα μετά, η CeCe Moore επανήλθε με ένα όνομα: ο δολοφόνος ήταν ο William Earl Talbott II, ένας οδηγός φορτηγού που ζούσε στην ευρύτερη περιοχή. Ο Scharf κοίταξε τον φάκελο με τους υπόπτους, και δεν βρήκε το όνομα αυτό. Μετά από τρεις δεκαετίες έρευνας, η αστυνομία δεν είχε ποτέ αναφερθεί στο συγκεκριμένο όνομα. Για να διαπιστώσουν αν όντως ήταν αυτός, ξεκίνησαν να τον παρακολουθούν στενά. Όταν κατάφεραν να συλλέξουν ένα χάρτινο ποτήρι καφέ που έπεσε από το φορτηγό του, το έστειλαν για ανάλυση, συγκρίνοντας το DNA του με το DNA που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος. Και, πράγματι, ήταν αυτός.
Η ιστορία της CeCe Moore είναι όσο εντυπωσιακή όσο και τα αποτελέσματα της έρευνάς της. Υπήρξε ηθοποιός με εξαιρετική φωτογραφική μνήμη στα νιάτα της, έχοντας σπουδάσει μουσική.
Μια μέρα, βρέθηκε χωρίς δουλειά και άρχισε να ψάχνει το γενεαλογικό της δέντρο. Γνωρίζοντας μόνο κομμάτια της ιστορίας, αναρωτήθηκε γιατί οι Φινλανδοί παππούδες της δεν μιλούσαν ποτέ για τα αδέρφια τους, τους γονείς τους, ή άλλους συγγενείς. «Με ιντρίγκαρε αυτό», παραδέχεται. «Τι είχε συμβεί;». Λίγα χρόνια μετά, καθώς μάθαινε όλο και περισσότερα για τη γενετική – αλλά χωρίς ποτέ να το έχει σπουδάσει – συνεργάστηκε με μια εταιρία γενεαλογίας στο διαφημιστικό τους. Μαθαίνοντας για τη δουλειά τους, τηλεφώνησε στην πρόεδρο και της είπε ότι θέλει να ασχοληθεί με τη γενεαλογία. Και για καλή της τύχη, η εταιρία απάντησε θετικά. Της πρόσφερε μια θέση, να απαντά στα ερωτήματα πελατών. «Μάθε όσα πιο πολλά μπορείς για το θέμα, και γίνε expert», ήταν η συμβουλή της.
Η CeCe έψαξε διεξοδικά να βρει επιστημονικά άρθρα για το θέμα, αλλά το υλικό ήταν μετρημένο στα δάχτυλα. Ό,τι έμαθε, το έμαθε διαβάζοντας υλικό γραμμένο από ερασιτέχνες οι οποίοι είχαν αντίστοιχα ενδιαφέροντα μ’εκείνη. Έγινε ενεργή σε γενεαλογικά φόρουμ και έφτιαξε δικά της blog, όπου έγραφε τα ευρήματά της. Και σιγά σιγά, έγινε πράγματι expert στον νεοσύστατο κλάδο. Και το σημαντικότερο, μέσα από τον ενεργό της ρόλο, είχε ήδη γίνει – κατά κάποιο τρόπο – γνωστή.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να στρέφονται στην γενεαλογία κατά την περίοδο αυτή: πολλοί από αυτούς με την ενθάρρυνση της ίδιας. Πολλοί μάθαιναν ότι ο πατέρας τους δεν ήταν αυτός που πίστευαν. Κι επειδή η Moore είχε παρουσιάσει τον εαυτό της ως προσιτή ειδικό, στρέφονταν σ’εκείνη συχνά, κι εκείνη τους βοηθούσε να λύσουν τους γρίφους της καταγωγής τους. «Απλώς θα βούταγα!», λέει χαρακτηριστικά. «Δεν θα κοιμόμουν μερικές φορές, απλώς δούλευα την υπόθεση κάποιου ασταμάτητα».
Σύντομα ανακάλυψε ότι η γνώση της φάνηκε πιο χρήσιμη σε άλυτες υποθέσεις και μυστήρια, όπως δολοφονίες και βιασμούς. Η φήμη της εκτοξεύτηκε όταν βοήθησε την αστυνομία να βρει τον πραγματικό δολοφόνο σε μια υπόθεση όπου είχε σαν αποτέλεσμα να καταδικαστεί ένας αθώος.
Οι πρώτες προσπάθειες των αστυνομικών να χρησιμοποιήσουν τη γενετική εγκληματολογία είχαν προκαλέσει προβλήματα και αντιδράσεις, αφού είχαν οδηγήσει στο να γίνουν αρκετές λάθος συλλήψεις. Το 2011, ένας φυσικός και πρώην εργολάβος της NASA, ονόματι Colleen Fitzpatrick, συνεργάστηκε με ντετέκτιβ στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον για να βοηθήσει στον εντοπισμό του δολοφόνου ενός νεαρού κοριτσιού. Χρησιμοποιώντας DNA testing, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ύποπτος ήταν απόγονος του Robert Fuller, ενός αποίκου που είχε ζήσει στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1630. Ο ύποπτος, είπε στους ντετέκτιβ ο Fitzpatrick, θα μπορούσε επίσης να είναι ένας άνδρας με το επώνυμο Fuller. Η πληροφορία οδήγησε την αστυνομία στον γείτονα του κοριτσιού, έναν οικογενειακό φίλο, ο οποίος τελικά αποδείχθηκε αθώος. Η δουλειά όμως, της CeCe Moore, έχει αναδείξει έναν πολλά υποσχόμενο κλάδο.
Όταν καταδικάστηκε, εκείνος κατέρρευσε. Είπε στη δικηγόρο του «Δεν το έκανα». Κι η Moore πάγωσε. «Μήπως έκανα λάθος;» σκέφτηκε. Δεν είχε κάνει λάθος όμως.
Για την Moore, η αναγνώριση του William Earl Talbott II, του οδηγού του φορτηγού, αποδείχθηκε απλή. Το έκανε βάζοντας τα στοιχεία του σε ένα database, το GEDmatch, και βρήκε δύο χρήστες που μοιράζονταν ένα σημαντικό μέρος του DNA του—«γενετικούς μάρτυρες», όπως τους αποκαλούν μερικές φορές. Η μια ήταν η Chelsie Rustad, μια δεύτερη ξαδέρφη του που ζούσε στην Τακόμα. Η Moore ακολούθησε γενεαλογικά την καταγωγή της Rustad ως τους προπαππούδες της και στη συνέχεια προσπάθησε να ανασκευάσει τη ζωή τους. Είχαν ζήσει στη Βόρεια Ντακότα, αλλά η σύζυγος του ζευγαριού, Janna, είχε πεθάνει στο Σιάτλ. Ψάχνοντας εκεί, η Moore ανακάλυψε ότι η Janna είχε μια εγγονή που είχε παντρευτεί έναν άντρα ονόματι Talbott. Το όνομα της έκανε εντύπωση, γιατί ο άλλος γενετικός μάρτυρας που βρήκε είχε μια προγιαγιά, την Ada Marie, η οποία είχε επίσης παντρευτεί έναν άντρα που ονομαζόταν Talbott. Εντοπίζοντας τη σύγκλιση, κατάλαβε ότι ο γιος της Ada Marie είχε παντρευτεί την εγγονή της Janna. Ήταν οι γονείς του υπόπτου. Kάνοντας αυτές τις απλές εξισώσεις, οδηγήθηκε στον εγκληματία.
Η Moore πέρασε το υπόλοιπο του Σαββατοκύριακου ελέγχοντας και ξαναελέγχοντας τη δουλειά της, νιώθοντας άβολα με το γεγονός ότι ήταν το μόνο άτομο, πέραν του δολοφόνου, που ήξερε ποιος διέπραξε το έγκλημα. Όταν η υπόθεση εκδικάστηκε, πήγε στη δίκη. Ο Talbott στεκόταν εκεί, πανύψηλος, τεράστιος, και της προκαλούσε δέος. Ακόμα και οι χειροπέδες ήταν πολύ μικρές για τους καρπούς τους. Όταν καταδικάστηκε, εκείνος κατέρρευσε. Είπε στη δικηγόρο του «Δεν το έκανα». Κι η Moore πάγωσε. «Μήπως έκανα λάθος;» σκέφτηκε. Δεν είχε κάνει λάθος όμως.
Το μοναδικό μοντέλο γενεαλογίας της CeCe Moore έχει βοηθήσει την αστυνομία να λύσει πάνω από πενήντα μυστηριώδη και άλυτα εγκλήματα, που διαπράχθηκαν έως και πενήντα χρόνια πίσω.
Με πληροφορίες από το newyorker.com
Επίσημη ιστοσελίδα: cecemoore.com/