Όταν ήμουν παιδί τη δεκαετία του 1980, οι άνθρωποι που γνώριζα με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας ήταν υπερκινητικά αγόρια. Ο περισσότερος κόσμος τότε υπέθετε ότι αυτά τα αγόρια μεγαλώνοντας, και κατά την ενηλικίωση, θα «ξεπερνούσαν» τα συμπτώματά αυτά.
Για το μεγαλύτερο μέρος των 200 χρόνων ιστορίας της πάθησης που σήμερα γνωρίζουμε ως ΔΕΠΥ, θεωρούνταν παιδική διαταραχή. Οι ειδικοί άρχισαν να αναγνωρίζουν ευρύτερα ότι η ΔΕΠΥ μπορεί να επηρεάσει και τους ενήλικες μόλις τη δεκαετία του 1990, όταν τα επιστημονικά στοιχεία έδειξαν ότι ορισμένοι άνθρωποι συνεχίζουν να εμφανίζουν συμπτώματα ΔΕΠΥ στην ενήλικη ζωή τους και ότι αυτό μπορεί να επηρεάσει τη ζωή τους σε τεράστιο βαθμό. Τα τελευταία 30 χρόνια, η ΔΕΠΥ ενηλίκων έχει μετατραπεί από ελάχιστα αναγνωρισμένη σε καθιερωμένη διαταραχή με τεκμηριωμένες θεραπευτικές λύσεις
Ζώντας με τη ΔΕΠΥ
Η ΔΕΠΥ είναι μια διαταραχή με συμπτώματα ελλειμματικής προσοχής, που μεταφράζεται σε αφηρημάδα και αποδιοργάνωση. Μπορεί επίσης να συμπεριλαμβάνει υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα σε ορισμένα αλλά όχι σε όλα τα άτομα. Η ΔΕΠΥ αρχίζει στην παιδική ηλικία, προκαλώντας προβλήματα στο σχολείο σε μια πρώτη φάση, και στη συνέχεια στην εργασία και στις κοινωνικές σχέσεις. Μια μελέτη εκτιμά ότι περίπου το 3,4% των ενηλίκων παγκοσμίως πληροί τα κριτήρια της ΔΕΠΥ, ενώ η αναγνώριση της ΔΕΠΥ σε κορίτσια και γυναίκες έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ εμφανίζονται σε οικογένειες και συνδέονται με τη λειτουργία συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου.
Αλλά η εμπειρία της ΔΕΠΥ δεν βασίζεται εξ ολοκλήρου στη γενετική. Το περιβάλλον ενός ατόμου μπορεί να επηρεάσει το κατά πόσο η ΔΕΠΥ προκαλεί προβλήματα στην καθημερινή του ζωή. Επειδή τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ αλληλεπικαλύπτονται με εκείνα άλλων παθήσεων, όπως η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές, για την ακριβή διάγνωσή της είναι απαραίτητη μια προσεκτική, πολυεπίπεδη επαγγελματική αξιολόγηση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ζωή με τη ΔΕΠΥ δημιουργεί πραγματικές και επίμονες δυσκολίες στην καθημερινή ζωή κάποιου ατόμου. Όμως σήμερα οι ενήλικες με ΔΕΠΥ έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες και περισσότερες αξιόπιστες θεραπευτικές μεθόδους να την αντιμετωπίσουν. Υπάρχουν επιστημονικά τεκμηριωμένοι λόγοι για αισιοδοξία και ελπίδα σχετικά με την αποτελεσματική θεραπεία της ΔΕΠΥ των ενηλίκων.
Μέχρι σήμερα, οι κύριες στρατηγικές για τη διαχείριση της ΔΕΠΥ στους ενήλικες, ήταν η φαρμακευτική αγωγή και ένα είδος θεραπείας που ονομάζεται γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία για τη ΔΕΠΥ ενηλίκων. Τα τρέχοντα στοιχεία δείχνουν ότι τα φάρμακα είναι πιο αποτελεσματικά στη μείωση των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ ενηλίκων, από ό,τι η θεραπεία, αλλά η έρευνα που αφορά τη θεραπεία της ΔΕΠΥ αυξάνεται. Και επειδή λειτουργούν με διαφορετικούς τρόπους, η φαρμακευτική αγωγή και η θεραπεία, μπορούν να αποτελέσουν συμπληρωματικά εργαλεία στην εργαλειοθήκη της αντιμετώπισης της ΔΕΠΥ ενηλίκων.
Επιλογές φαρμακευτικής αγωγής
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται συχνότερα για τη θεραπεία της ΔΕΠΥ ονομάζονται διεγερτικά. Μπορεί να φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι φάρμακα που ονομάζονται διεγερτικά συνταγογραφούνται για μια διαταραχή που μπορεί να περιλαμβάνει υπερκινητικότητα. Τα διεγερτικά φάρμακα για τη ΔΕΠΥ δρουν αυξάνοντας τη διαθεσιμότητα των χημικών ουσιών του εγκεφάλου ντοπαμίνης και νορεπινεφρίνης στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την προσοχή και την αυτορρύθμιση. Τα διεγερτικά φάρμακα, όταν λαμβάνονται από το στόμα σύμφωνα με τη συνταγή, είναι σχετικά ασφαλή και είναι απίθανο να προκαλέσουν εθισμό.
Οι δύο κύριοι τύποι διεγερτικών φαρμάκων είναι η μεθυλφαινιδάτη, που πωλείται με εμπορικές ονομασίες όπως Ritalin και Concerta, και τα διεγερτικά της οικογένειας των αμφεταμινών, όπως η λισδεξαμφεταμίνη, που κυκλοφορούν με τις εμπορικές ονομασίες Adderall και Vyvanse. Το Ritalin και το Adderall είναι σκευάσματα μικρότερης διάρκειας δράσης – συνήθως για περίπου τέσσερις έως έξι ώρες – ενώ το Concerta και το Vyvanse έχουν σχεδιαστεί για να λειτουργούν έως και 12 ώρες.
Οι συνήθεις παρενέργειες των διεγερτικών μπορεί να περιλαμβάνουν μειωμένη όρεξη και απώλεια βάρους, καθώς και πονοκεφάλους ή προβλήματα ύπνου εάν η αγωγή λαμβάνεται πολύ κοντά στην ώρα του ύπνου. Επιπλέον, σε άτομα με καρδιακά προβλήματα δεν επιτρέπεται να συνταγογραφούνται αυτά τα φάρμακα επειδή μπορεί να προκαλέσουν ελαφρώς αυξημένο καρδιακό ρυθμό και αρτηριακή πίεση.
Τα μη διεγερτικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της ΔΕΠΥ σε ενήλικες περιλαμβάνουν την ατομοξετίνη, η οποία αυξάνει τον εγκεφαλικό νευροδιαβιβαστή νορεπινεφρίνη, και τη βουπροπιόνη, ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται μερικές φορές για τη θεραπεία της ΔΕΠΥ και αυξάνει τόσο τη ντοπαμίνη όσο και τη νορεπινεφρίνη.
Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι και οι τέσσερις αυτοί τύποι φαρμάκων μείωσαν τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ καλύτερα από ένα placebo, σε διάστημα περίπου 12 εβδομάδων. Τα φάρμακα με βάση την αμφεταμίνη λειτούργησαν συνολικά καλύτερα για τους ενήλικες, ενώ η μεθυλφαινιδάτη, η βουπροπιόνη και η ατομοξετίνη φάνηκαν να μην είναι εξίσου αποδοτικά. Δυστυχώς, πολύ λίγες μελέτες έχουν παρακολουθήσει τους ασθενείς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, οπότε δεν είναι σαφές αν αυτά τα θετικά αποτελέσματα διατηρούνται σε βάθος χρόνου.
Ωστόσο, κάποιες άλλες μελέτες διαπίστωσαν μια σχέση μεταξύ των φαρμακευτικών συνταγών για φάρμακα για τη θεραπεία της ΔΕΠΥ και χαμηλών ποσοστών κατάθλιψης, τροχαίων ατυχημάτων, συμβάντων που σχετίζονται με αυτοκτονίες και περιπτώσεις που σχετίζονται με την κατάχρηση ουσιών. Αν και δεν έχει τελειοποιηθεί, η έρευνα αυτή υποδεικνύει θετικές επιδράσεις των φαρμάκων ΔΕΠΥ πέρα από την απλή μείωση των συμπτωμάτων.
Τα φάρμακα δεν αποτελούν την καταλληλότερη επιλογή για όλους. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν δυσάρεστες παρενέργειες ή διαπιστώνουν ότι τα φάρμακα δεν είναι αποτελεσματικά. Επειδή δεν υπάρχει ακόμη τρόπος να προβλεφθεί ποιο φάρμακο θα λειτουργήσει και για ποιον ασθενή, οι ενήλικες με ΔΕΠΥ θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να συνεργαστούν στενά με το γιατρό τους για να δοκιμάσουν διαφορετικούς τύπους και δόσεις φαρμάκων για να βρουν αυτό που παρέχει τη σωστή ισορροπία θετικών αποτελεσμάτων με ελάχιστες παρενέργειες. Το συμπέρασμα είναι ότι, αν και τα φάρμακα δεν αποτελούν τέλεια λύση, η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί σημαντικό μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας για πολλούς ενήλικες με ΔΕΠΥ.
Εξειδικευμένη θεραπεία για τη ΔΕΠΥ ενηλίκων
Ενώ τα φάρμακα αντιμετωπίζουν τη ΔΕΠΥ «από τα μέσα προς τα έξω», η εξειδικευμένη θεραπεία για τη ΔΕΠΥ λειτουργεί «από έξω προς τα μέσα» βοηθώντας τα άτομα να αποκτήσουν δεξιότητες και να συγχρονίσουν το περιβάλλον τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να μειώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της ΔΕΠΥ στη ζωή τους.
Στη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, οι θεραπευόμενοι συνεργάζονται με έναν θεραπευτή για να κατανοήσουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των σκέψεων, των συναισθημάτων και των πράξεών τους και να μάθουν νέες δεξιότητες για να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και να πετυχαίνουν σημαντικούς στόχους. Υπάρχουν διαφορετικά στυλ γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας, ανάλογα το πρόβλημα που απασχολεί τον κάθε κάθε θεραπευόμενο. Αυτές οι θεραπείες βασίζονται σε στοιχεία, ενώ εξακολουθούν να προσαρμόζονται σε κάθε μεμονωμένο άτομο.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι ερευνητές έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν και να δοκιμάζουν γνωσιακές συμπεριφορικές θεραπείες ειδικά για ενήλικες με ΔΕΠΥ. Αυτές οι εξειδικευμένες θεραπείες βοηθούν τους θεραπευόμενους να εντάξουν στη ζωή τους δεξιότητες οργάνωσης και διαχείρισης του χρόνου τους. Επίσης, συνήθως βοηθούν τους ανθρώπους να ενσωματώσουν στρατηγικές για την αύξηση και τη διατήρηση των κινήτρων τους που αφορούν την ολοκλήρωση των εργασιών και την καταπολέμηση της αναβλητικότητας που αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της διαταραχής.
Οι περισσότερες γνωστικές συμπεριφορικές θεραπείες διδάσκουν στους θεραπευόμενους να συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις των μοτίβων σκέψης τους στα συναισθήματα και τις πράξεις τους, έτσι ώστε να μειωθεί η επιρροή των μη ωφέλιμων σκέψεων. Ενώ η θεραπεία για την κατάθλιψη και το άγχος τείνει να εστιάζει στην αρνητική σκέψη, η θεραπεία της ΔΕΠΥ στοχεύει πρωτίστως στην θετική ή αισιόδοξη σκέψη που μπορεί μερικές φορές να βάλει τους θεραπευόμενους σε μπελάδες.
Λόγοι για αισιοδοξία
Το 2017, μια μετα-ανάλυση που διεξάχθηκε, ένα είδος μελέτης που συνοψίζει ποσοτικά τα αποτελέσματα πολλαπλών μελετών. Χρησιμοποιώντας δεδομένα από 32 μελέτες και έως 896 συμμετέχοντες, διαπίστωσε ότι, κατά μέσο όρο, οι ενήλικες με ΔΕΠΥ που συμμετείχαν σε γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία είδαν μείωση των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ και βελτίωση της λειτουργικότητάς τους.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα έτειναν να είναι μικρότερα από εκείνα που παρατηρήθηκαν με τη φαρμακευτική αγωγή. Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία φάνηκε να έχει ισχυρότερα αποτελέσματα στα συμπτώματα που αφορούν την έλλειψη προσοχής, από ό,τι στα υπερκινητικά-παρορμητικά, ανεξάρτητα από το αν οι συμμετέχοντες έπαιρναν ήδη φαρμακευτική αγωγή ή όχι.
Ενώ η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία για τη ΔΕΠΥ ενηλίκων φαίνεται να είναι μια πολλά υποσχόμενη επιλογή για τη θεραπεία της ΔΕΠΥ, δυστυχώς, μπορεί να είναι δύσκολο να βρεθεί ο κατάλληλος θεραπευτής. Επειδή η θεραπεία που στοχεύει στη ΔΕΠΥ ενηλίκων είναι σχετικά νέα, λιγότεροι κλινικοί ψυχιλόγοι έχουν εκπαιδευτεί σε αυτή την προσέγγιση. Ωστόσο, εγχειρίδια για κλινικούς ψυχολόγους και βιβλία εργασίας για θεραπευόμενους είναι διαθέσιμα για όσους ενδιαφέρονται για τη συγκεκριμένη θεραπευτική επιλογή. Επίσης, η επιλογή της τηλεϊατρικής, μπορεί να κάνει αυτές τις θεραπείες πιο προσιτές.
Και όπως συνέβη και με άλλες μορφές γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας, οι παρεμβάσεις ηλεκτρονικής υγείας, όπως η θεραπείες που παρέχονται μέσω εφαρμογών, θα μπορούσαν να παρέχουν άμεση θεραπεία στην καθημερινή ζωή των ατόμων με ΔΕΠΥ.
Περισσότερεςεξειδικευμένες μορφές θεραπείας της ΔΕΠΥ βρίσκονται στον ορίζοντα, συμπεριλαμβανομένων ειδικών προσεγγίσεων για τις ανάγκες των φοιτητών με ΔΕΠΥ.