Σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των Ελλήνων έχει επιφέρει η υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας στη χώρα μας, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επηρεάζοντας αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες της υγείας και αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη.
Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει μια νέα μελέτη με τίτλο «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο & τις Υπηρεσίες Υγείας» του ΙΠΟΚΕ Ερευνητικού Κέντρου που καταδεικνύει τις επιπτώσεις της υποχρηματοδότησης στον τομέα της Υγείας και του Φαρμάκου στους δείκτες υγείας και στην ποιότητα ζωής των Ελλήνων.
Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσίασε σήμερα, 12 Μάη, ο Ιωάννης Υφαντόπουλος, πρόεδρος του ΙΠΟΚΕ και καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του ΕΚΠΑ.
Η έρευνα βασίζεται σε συνδυασμό χρονολογικών σειρών, που καλύπτουν την περίοδο 60 χρόνων (από το 1960 μέχρι το 2021), και διακρατικών δεδομένων των ευρωπαϊκών χωρών. Το σύνολο του δείγματος των χωρών της Ευρώπης είναι 322.724 άτομα και της Ελλάδας 16.621 άτομα. Ο κ. Υφαντόπουλος επεσήμανε ότι τα πορίσματα της μελέτης είναι χρήσιμα για τον στρατηγικό προγραμματισμό και την επιστημονική τεκμηρίωση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγείας που σχεδιάζουν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα.
Στην ανάλυσή του ο καθηγητής ανάφερε ότι «η δεκαετής οικονομική κρίση, τα 3 μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση του COVID-19, επηρέασε σημαντικά την υποχρηματοδότηση του Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα. Όσον αφορά το σκέλος της χρηματοδότησης, η Ελλάδα παρουσίασε σημαντικές αποκλίσεις από τον μέσο όρο των ΕΕ-27.
Οι αποκλίσεις αυτές ανέρχονται σε δύο ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο των δαπανών υγείας σε ποσοστό του ΑΕΠ, και σε τρείς ποσοστιαίες μονάδες στις δημόσιες δαπάνες υγείας. Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα των ΕΕ-27 με τις μεγαλύτερες υποχρηματοδοτήσεις του συστήματος υγείας».
Μειώσεις/αποκλίσεις από τον Μ.Ο. των ΕΕ-27
Για το σύνολο των δαπανών υγείας κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 22,8% έναντι αύξησης στον Μ.Ο ΕΕ-27 κατά 16,7%.
Δημόσιες δαπάνες κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 32,5% έναντι αύξησης στο Μ.Ο των ΕΕ-27 κατά 15,3%.
Σύνολο των φαρμακευτικών δαπανών κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 26,2% έναντι της αύξησης στο Μ.Ο. των ΕΕ-27 κατά 3,6%.
Δημόσιες φαρμακευτικές δαπάνες κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 51,8%, σε σχέση με αντίστοιχη μείωση στο Μ.Ο. των ΕΕ-27 μόνο κατά 6,7%.
Όσον αφορά το μείγμα των δημόσιων/ιδιωτικών δαπανών υγείας για το φάρμακο, παρατηρείται, επίσης, μια όχι ασήμαντη συρρίκνωση της δημόσιας δαπάνης στην Ελλάδα, από 78,1% το 2009 στο 51% το 2019. Οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για το Μ.Ο των Ε.Ε-27 ήταν από 65,9% το 2009 στο 59,3% το 2019.
«Εξετάζοντας διαχρονικά το πρότυπο χρηματοδότησης των δαπανών υγείας στην Ελλάδα, παρατηρούμε μια σημαντική συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών υγείας με αντίστοιχη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών. Η μετακύληση αυτή της δαπάνης από τον δημόσιο τομέα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών έφερε ένα επιπλέον βάρος στα ελληνικά νοικοκυριά δημιουργώντας σημαντικές, καταστροφικές δαπάνες», ανέφερε ο κ. Υφαντόπουλος.
Αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες
Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι ως άνω μειώσεις των δημοσίων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη. «Η Ελλάδα καταγράφεται ως μια από τις χώρες της ΕΕ-27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες.
Η αύξηση αποδίδεται στην υποεπένδυση του δημόσιου τομέα στην υγεία. Συγκρίνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες σε συνδυασμό με τις δημόσιες δαπάνες υγείας στις 27 χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα των ανατολικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία) με τις χαμηλότερες δαπάνες υγείας και τις υψηλότερες ανικανοποίητες ανάγκες» αναφέρει.
Εξετάζοντας την ικανοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών από το σύστημα υγείας, προέκυψε ότι οι Έλληνες δηλώνουν τη χαμηλότερη ικανοποίηση.
Μόνο το 45% των Ελλήνων δηλώνουν ικανοποίηση από το σύστημα υγείας έναντι του 96,5% (!) των Ελβετών, του 94% των Δανών, και του 91% των Ισπανών.