Η χρήση απολυμαντικών από τις έγκυες γυναίκες αποτελεί παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση άσθματος ή εκζέματος στα παιδιά τους αργότερα, σύμφωνα με μια νέα ιαπωνική επιστημονική μελέτη.

Τα απολυμαντικά χρησιμοποιούνται συχνά στα νοσοκομεία και άλλες ιατρικές μονάδες, ενώ η πανδημία οδήγησε σε αύξηση της χρήσης τους από τον ευρύτερο γενικό πληθυσμό. Η έκθεση σε απολυμαντικά στους χώρους εργασίας έχει συσχετισθεί σε αυξημένη πιθανότητα άσθματος και δερματίτιδας στους εργαζόμενους. Η νέα έρευνα εστιάζει στους πιθανούς κινδύνους για μία έγκυο και το μωρό της.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Ρέιτζι Κοτζίμα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γιαμανάσι, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα επαγγελματικής και περιβαλλοντικής υγείας «Occupational & Environmental Medicine», ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 79.000 ζεύγη μητέρων-παιδιών.

Διαπιστώθηκε ότι η πιθανότητα το παιδί σε ηλικία τριών ετών να έχει άσθμα ή έκζεμα, είναι σημαντικά μεγαλύτερη αν η έγκυος μητέρα του έκανε χρήση απολυμαντικών μία έως έξι φορές την εβδομάδα. Τα παιδιά που εκτίθεντο καθημερινά σε απολυμαντικά, είχαν κατά μέσο όρο 26% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης άσθματος και 29% εκζέματος, σε σύγκριση με τα παιδιά που οι έγκυες μητέρες τους δεν είχαν χρησιμοποιήσει καθόλου απολυμαντικά.

Από την άλλη, δεν βρέθηκε κάποια σχέση ανάμεσα στη χρήση απολυμαντικών και σε εμφάνιση τροφικών αλλεργιών στα μικρά παιδιά.

Οι ερευνητές συμπέραναν ότι «τα ευρήματα μάς δείχνουν πως η έκθεση σε απολυμαντικά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει επίπτωση στις αλλεργίες των παιδιών. Δεδομένης της τρέχουσας αυξημένης χρήσης των απολυμαντικών για να αποτραπούν νέες λοιμώξεις κορονοϊού, έχει μεγάλη σημασία για τη δημόσια υγεία να εξετασθεί κατά πόσο η προγεννητική έκθεση σε απολυμαντικά συνιστά κίνδυνο για την ανάπτυξη αλλεργικών παθήσεων».

Οι πιθανοί βιολογικοί μηχανισμοί που μπορούν να εξηγήσουν την αυξημένη πιθανότητα αλλεργικού άσθματος ή εκζέματος κατά την κύηση, αφορούν την επίπτωση των απολυμαντικών στο μικροβίωμα του δέρματος και του εντέρου της μητέρας (και κατ’ επέκταση του παιδιού), στην επίπτωση τους πάνω στο ανοσοποιητικό σύστημα (μερικές χημικές ουσίες διαταράσσουν τις ανοσιακές αντιδράσεις του εμβρύου), στη μεταγεννητική έκθεση του μωρού μέσω εισπνοής ή αφής σε ουσίες των απολυμαντικών που έχουν επικαθήσει στο δέρμα της μητέρας κ.α.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ