Η υπερπληθώρα από πρεμιέρες, που ξεκίνησε πριν από δυο εβδομάδες, συνεχίζεται και αυτό το επταήμερο, αναφέρει το ΑΠΕ.
Στις περισσότερες απ’ τις οχτώ ταινίες, που κάνουν απόψε πρεμιέρα, κυριαρχούν γυναικεία θέματα και γυναίκες πρωταγωνίστριες, μπρος και πίσω από τις κάμερες. Ξεχωρίζουν τα φιλμ «Στη Φωτιά», ένα γαλλικό γκουρμέ ρομαντικό δράμα του Τραν Αν Χουνγκ και «Η Αδελφότητα της Καπνιστής Σάουνας», ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ γυναικείων εξομολογήσεων, από την Άννα Χιντς. Επίσης, προβάλλεται η τελευταία υπερηρωική περιπέτεια «The Marvels», που απευθύνεται στο νεανικό κοινό, ενώ στα αξιοσημείωτα, η επανέκδοση του περίφημου «Chinatown» του Ρομάν Πολάνσκι, με έναν ασυναγώνιστο Τζακ Νίκολσον.
Στη Φωτιά
(“La Passion de Dodin Bouffant”) Ρομαντικό δράμα εποχής, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Τραν Αν Χουνγκ, με τους Μπενουά Μαζιμέλ, Ζιλιέτ Μπινός, Εμανουέλ Σάλιντζερ κα.
Ένα ρομαντικό, αρκούντως γευστικό, δράμα εποχής, από τον Βιετναμέζο, Γάλλο εδώ και πολλά χρόνια, Τραν Αν Χουνγκ («Άρωμα της Πράσινης Παπάγιας»), που προτάθηκε από τη Γαλλία για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, ενώ προηγουμένως κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ Καννών.
Το φιλμ, που βασίζεται σε μυθιστόρημα (1924) του Ελβετού Μάρσελ Ρουφ, μιλά για τη βαθιά αγάπη, την απλότητα και τη ζωή. Μία άρτια παραγωγή, αλλά με ολίγον χλιαρή σκηνοθεσία και ορισμένες φορές επίπεδη αφήγηση, που ξεχωρίζει για τις χορογραφημένες σκηνές της κουζίνας, αλλά και την ανάδειξη της γαλλικής υπαίθρου.
Σε ένα μαγικό τόπο της «Μπελ Επόκ», όπου ζει ο γαιοκτήμονας γκουρμέ Ντοντέν Μπουφάν, μαζί με την Εζενί, για είκοσι χρόνια στήνουν καθημερινά μία παράσταση στην κουζίνα τους, για να ικανοποιήσουν τους πλούσιους φίλους τους, που έχουν την ίδια λατρεία για τη γαστρονομία. Όταν ο Ντοντέν ζητά από την Εζενί να τον παντρευτεί, εκείνη δέχεται, αλλά θέλοντας να παραμείνει η ταλαντούχα μαγείρισσα και όχι η γυναίκα στη σκιά του συζύγου της.
Οι σκηνές μέσα στην κουζίνα έχουν μία ξεχωριστή γοητεία, καθώς κινηματογραφούνται με ζεστασιά και γνώση, μεταδίδουν στον θεατή μυρωδιές και γεύσεις, δημιουργώντας μια αίσθηση – ειδικά στους καλοφαγάδες – το πώς μπορεί να είναι ο παράδεισος.
Η ταινία του Χουνγκ, δεν αρκείται στην υψηλή τέχνη της κουζίνας και της ευζωίας, αλλά προχωρά και στην ευγενική σχέση των δυο πρωταγωνιστών, τη συντροφικότητα, που εξελίσσεται σε μια ερωτική – λεπτών αποχρώσεων – ιστορία, που φτάνει στα όρια της λιχουδιάς. Όμως, υπάρχουν στιγμές που η ταινία μοιάζει με σουφλέ που ξεφούσκωσε, ενώ ο Χουνγκ μάλλον χαϊδεύει τις προκλητικές συνήθειες της μπουρζουαζίας και τις ανάγκες της για μια ηδονική γευσιγνωσία.
Στα θετικά της ταινίας η ανάδειξη της χειραφετημένης ηρωίδας, μίας γυναίκας περήφανης που ξέρει τι θέλει, δεν περιορίζεται στα λόγια αλλά αποδεικνύει έμπρακτα και με διακριτικότητα την ισότιμη θέση της γυναίκας ακόμη και σε δύσκολες εποχές.
Η Ζιλιέτ Μπινός, εκφραστική και σε ιδανική θερμοκρασία τόσο για το ρομάντζο όσο και για την έκφραση των φεμινιστικών ιδεών της ηρωίδας και ο Μπενουά Μαζιμέλ φλογερός μεταδίδει την απαραίτητη κάψα, σε μια καλοβαλμένη ταινία, φροντισμένη παραγωγή, που βλέπεται ευχάριστα, αλλά τελικώς παραμένει άνιση.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Γαλλία, 1885. Η Γιουζενί εργάζεται στο φημισμένο ρεστοράν του Ντοντέν Μπουφάν επί 20 έτη ως σεφ, και θεωρείται μια εξπέρ του τομέα της. Τα χρόνια πέρασαν και η συνεχόμενη τριβή τους εντός των χώρων της κουζίνας άναψε μια σπίθα ανάμεσα τους. Ο Ντοντέν θέλει να την παντρευτεί, αλλά η Γιουζενί θέλει να παραμείνει ένα ελεύθερο πνεύμα. Ο Ντοντέν δεν βλέπει άλλον τρόπο για να σπάσει τις άμυνες της, πέρα από το να τολμήσει να μαγειρέψει κάτι για αυτήν, για πρώτη φορά στη ζωή του.
The Royal Hotel
(“The Royal Hotel”) Θρίλερ, αυστραλιανής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Κίτι Γκριν, με τους Τζούλια Γκάρνερ, Τζέσικα Χένγουικ, Χιουγκο Γουίβινγκ, Χέρμπερτ Νόρντρουμ κα.
Θυμίζοντας κάτι από ταινίες καταξιωμένων σκηνοθετών βίαιων θρίλερ, από Ντέιβιντ Λιντς μέχρι Ταραντίνο και με σαφές αναφορές στο «Θέλμα και Λουίζ» – ειδικά στο φινάλε, η ταινία της Αυστραλέζας Κίτι Γκριν θα ήθελε να είναι ένα φεμινιστικό φιλμ, αλλά μάλλον καταλήγει ως μια βίαιη οπερέτα.
Η Κίτι Γκριν, εδώ, στη δεύτερη ταινία της, μετά το καλοβαλμένο «The Assistant», χάνει το μέτρο και τον προσανατολισμό της, στηρίζεται σε σχηματικούς ή ακόμη και σε γραφικούς χαρακτήρες και αναλώνεται ασκόπως σε εντυπωσιασμούς, παρά τη σωστή διάταξη των θεμάτων που θέλει να θίξει: Την περιφρόνηση της γυναικείας θέλησης, τον άκρατο σεξισμό, την ανδρική επιβολή, την εκμετάλλευση της γυναικείας φύσης.
Η ταινία, που είναι εμπνευσμένη από το αξιόλογο ντοκιμαντέρ «Hotel Coolgardie», μας μεταφέρει σε ένα Αυστραλιανό παρακμιακό μπαρ, στη μέση του πουθενά, το οποίο έχει ένας αλκοολικός κατεστραμμένος και συχνάζουν οι εργάτες του κοντινού ορυχείου. Σε αυτό το μπαρ πιάνουν δουλειά δυο νεαρές Αμερικανίδες, που δηλώνουν Καναδέζες και γυρίζουν όλο τον κόσμο δουλεύοντας για να βγάλουν τα έξοδά τους. Σε αυτό το αφιλόξενο σκηνικό, οι δυο κοπέλες θα συναντήσουν την αγριάδα των εξουθενωμένων εργατών, οι οποίοι ξεφεύγουν από τα χοντροκομμένα σεξιστικά αστεία για να προχωρήσουν σε κάτι πολύ πιο επικίνδυνο.
Και μόνο από την εικόνα του μπαρ (υπαρκτού εδώ και πολλά πολλά χρόνια), στη μέση μίας ερήμου, δημιουργείται η αίσθηση μιας απειλής, μιας ανησυχίας ότι την επόμενη στιγμή θα συμβεί κάτι άσχημο.
Παρά ταύτα, οι κοπέλες δείχνουν υπερβολικά ανέμελες μέχρι να βρεθούν πίσω από την μπάρα και να αρχίσουν να λειώνουν από την μπρουτάλ συμπεριφορά των πελατών του μπαρ, που κανονικά θα έπρεπε να δουλεύουν δυο παλαιστές και μάλιστα οπλοφόροι. Το αρχικό φλερτ, τα σεξιστικά ανέκδοτα, η διάθεση για ξεφάντωμα, τα σημάδια της τοξικής αρρενωπότητας, εξελίσσονται σε απειλητικές συμπεριφορές, ενώ οι πιο «πολιτισμένοι» μάλλον είναι και οι πιο επικίνδυνοι.
Αφηγηματικά, η ταινία έχει αρκετές αδυναμίες – τουλάχιστον αποφεύγει τον ανέξοδο διδακτισμό, τσαλαβουτώντας σε ταινίες του είδους, δημιουργώντας μία κλειστοφοβική και αγωνιώδη ατμόσφαιρα. Η αρχική αργή κλιμάκωση επιταχύνεται προς το τέλος με μια φούρια να κλείσει το στόρι όπως όπως, για να δοθεί ένα φινάλε αλά «Θέλμα και Λουίζ», από δυο κοπέλες που σου δίνουν την εντύπωση ότι θα είχαν πρόβλημα και στην… Ντίσνεϋλαντ.
Οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών Τζούλια Γκάρνερ και Τζέσικα Χένγουικ χωρίς να είναι κακές δεν είναι πάντα πειστικές, ενώ οι δευτερεύοντες χαρακτήρες απρόσωποι αφήνουν πίσω τους μόνο τεστοστερόνη.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Οι κολλητές φίλες Χάνα και Λιβ που ταξιδεύουν στην Αυστραλία και πιάνουν μία προσωρινή δουλειά στο μπαρ του ξενοδοχείου «The Royal Hotel» σε μια απομονωμένη πόλη. Όταν όμως τα αστεία και η συμπεριφορά των θαμώνων ξεπεράσουν τα όρια, οι δύο κοπέλες θα βρεθούν εγκλωβισμένες σε μια ανησυχητική κατάσταση που ξεφεύγει όλο και περισσότερο από τον έλεγχό τους.
Μια Μητέρα Εκδικείται
(“The Good Mother”) Θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μάιλς Τζόρις – Πέιραφιτ, με τους Χίλαρι Σουάνκ, Ολίβια Κουκ, Τζακ Ρέινορ, Χόπερ Πεν κα.
Τυπικό δείγμα αμερικάνικου, σχετικά αξιοπρεπούς, περιπετειώδους θρίλερ, που ξεκινά δίνοντας υποσχέσεις, προχωρά ικανοποιητικά, αλλά προς το τέλος υποχωρεί σε αλλεπάλληλα κλισέ, αβοήθητο από το τετριμμένο σενάριο, ενώ μας επιφυλάσσει κι ένα διφορούμενο και σχεδόν χλωμό φινάλε.
Έχοντας για πρωταγωνίστρια την – δυο φορές βραβευμένη με Όσκαρ – Χίλαρι Σουάνκ, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάιλς Τζόρις – Πέιραφιτ θα καταφέρει αρχικά να δώσει την αίσθηση της ταινίας που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, κάτι που δεν ισχύει – να βάλει τον θεατή στη δύσκολη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας του, με ρεαλισμό, κινηματογραφώντας σαν να ακολουθεί ένα ρεπορτάζ. Το δραματικό κομμάτι της ταινίας και οι σχέσεις των χαρακτήρων είναι αρκούντως ικανοποιητικό, καθώς έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ταινία, αλλά θα εγκαταλειφθούν για τη μυστηριώδη και ολίγον ανεξήγητη υπόθεση, ουσιαστικά γκρεμίζοντας ό,τι έχτισε στο μεγαλύτερο μέρος της.
Μια δημοσιογράφος, αλκοολική, που έχει αποξενωθεί με τον μικρότερο, εθισμένο στα ναρκωτικά, γιο της και έχει μπλέξει με τον υπόκοσμο, θα μάθει ότι αυτός έπεσε νεκρός από έναν πυροβολισμό. Θέλοντας να μάθει τι έχει συμβεί θα συνεργαστεί με τη σύντροφο του γιου του, που περιμένει παιδί, αλλά θα μπλέξουν με τον κόσμο του εγκλήματος.
Η δύσκολη σχέση μεταξύ της μητέρας και της συντρόφου του γιου της είναι αυτή που έχει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ταινία, ενώ το δραματικό στοιχείο, που στηρίζει η υποβλητική παρουσία της Σουάνκ, ξεχωρίζει εμφανώς, εν αντιθέσει με το κομμάτι της εξιχνίασης της υπόθεσης, που μοιάζει σαν βαρίδι στο συνολικό αποτέλεσμα.
Από κει και πέρα, η σκηνοθεσία του Μάιλς Τζόρις – Πέιραφιτ, παρότι διακρίνεται για την προσπάθεια εντυπωσιασμού, διαθέτει ορισμένες αποτελεσματικές σκηνές, που όμως τελικά μένουν αναξιοποίητες, ως παρενθέσεις σε μια αναμενόμενη περιπέτεια.
Έτσι το μόνο που απομένει είναι η παρουσία της Χίλαρι Σουάνκ, ο επαγγελματισμός της οποίας μπορεί να ξεπεράσει τις όποιες παγίδες, ενώ δεν περνά απαρατήρητη και η ερμηνεία της Ολίβια Κουκ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια δημοσιογράφος μετά τη δολοφονία του γιου της σχηματίζει μια απίθανη συμμαχία με την έγκυο κοπέλα του για να εντοπίσει τους υπεύθυνους για τον θάνατό του. Μαζί, αντιμετωπίζουν έναν κόσμο ναρκωτικών και διαφθοράς.
Η Αδελφότητα της Καπνιστής Σάουνας
(“Smoke Sauna Sisterhood”) Ντοκιμαντέρ, εσθονικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Άννα Χιντς.
Γυναικείες εξομολογήσεις στο εσθονικό καθαρτήριο, την παραδοσιακή καπνιστή σάουνα, από την Άννα Χιντς, στο πρώτο της μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, που κέρδισε το ειδικό βραβείο στο Σαντάνς και έχει πάρει το δρόμο του για τα Όσκαρ.
Οι γυναίκες ξεγυμνώνονται και ψυχολογικά, μιλούν για τα πάντα. Για όσα απασχολούν τη ζωή τους, από τα πιο αθώα, τα χαριτωμένα και φτάνοντας σε αυτά που τις βασανίζουν και τα πιο άγρια, σε έναν δύσκολο κόσμο, που παραμένει εχθρικός για τις γυναίκες.
Μια γυναικεία αδελφότητα συναντάται στην αχλή μιας παραδοσιακής ξύλινης σάουνας, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco, στα βάθη ενός παρθένου εσθονικού δάσους. Ανάμεσα στον χρόνο που περνά και τα τοπικά έθιμα, οι γυναίκες μοιράζονται τις προσωπικές εμπειρίες τους, τα μυστικά τους, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ζεστασιάς και συντροφικότητας. Το σκοτάδι, η θέρμη και γλυκάδα της κάπνας στη σάουνα συνταράσσεται από γέλια, αλλά και δάκρια, καθώς οι γυναίκες, όλων των ηλικιών, απελευθερώνονται, εξαγνίζονται και ξαναβρίσκουν τη δύναμή τους, για να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα της ζωής.
Οι γυναίκες βρίσκουν το ασφαλές λιμάνι τους, ένα διάλειμμα στον πατριαρχικό εφιάλτη, που πλέον αντικαταστάθηκε από τη σύγχρονη ζωή και τις ανθρωποφάγες απαιτήσεις του. Ένα μαγικό τόπο που επιτρέπει στις γυναίκες να ονειρεύονται έναν κόσμο διαφορετικό.
Γυρισμένη σε διάστημα πέντε χρόνων, ο διευθυντής φωτογραφίας Αντς Τάμικ, αποτυπώνει θαυμαστά και με μία ξεχωριστή οικειότητα, ένα τεκμήριο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, όπου κυριαρχούν η απλότητα, οι παραδοσιακές τελετουργίες και η μαγευτική ψαλμωδία.
Άλλωστε, η Άννα Χιντς, με σημαντικό παρελθόν στη σύγχρονη τέχνη και την πειραματική παραδοσιακή μουσική, διαθέτει βαθιές ρίζες στην κουλτούρα της νότιας Εσθονίας, αλλά και τη σοφία της Ινδίας, όπου βρίσκεται το δεύτερο σπίτι της.
American Carnage
(“American Carnage”) Κωμωδία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ντιέγκο Χαλίβις, με τους Τζένα Ορτέγκα, Άλεν Μαλντονάτο, Χόρχε Λέντεμποργκ, Έρικ Ντέιν κα.
Το μαύρο χιούμορ μιας κωμωδίας τρόμου πρέπει να έχει στόχο και ο σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα σκηνοθέτης, Ντιέγκο Χαλίβις, αν και πυροβολεί ακατάπαυστα, τις περισσότερες φορές βρίσκει αέρα. Πάντως, όταν βρίσκει στόχο η ταινία του κερδίζει αρκετούς πόντους και χαρίζει το γέλιο.
Σε αυτή την χαμηλού προϋπολογισμού ταινία, που ομολογουμένως ειδικά στην αρχή έχει την πλάκα της, μέχρι να βυθιστεί άτσαλα στο horror, ξεχωρίζει η νεανική ορμή, το ατακαδόρικο σενάριο. Ειδικά όταν ρίχνει τα βέλη της στη ρατσιστική λευκή Αμερική, φωτογραφίζοντας κυρίως τον Ντόναλντ Τραμπ, απ’ τον οποίο και συγκεκριμένα από τα δικά του λόγια σε προεκλογική του ομιλία, δανείστηκε ο σκηνοθέτης τον τίτλο της ταινίας.
Τα παιδιά των μεταναστών οδηγούνται στο κρατητήριο, όταν ο κυβερνήτης της πολιτείας διατάσσει τη σύλληψή τους. Ο εισαγγελέας, όμως, θα τους δώσει μία εναλλακτική λύση για να γλυτώσουν τη φυλακή εάν εθελοντικά θα δουλέψουν σε έναν οίκο ευγηρίας. Εκεί, όμως κάτι δεν πάει καλά και θα βρεθούν αντιμέτωποι με σκοτεινές δυνάμεις.
Ο Χαλίβις, ο οποίος έγραψε το σενάριο με τον αδελφό του Χούλιο Χαλίβις, καθιστά σαφές ότι το «αμερικάνικο όνειρο» δεν είναι για όλους και ειδικά για τους φτωχούς νέους μετανάστες που προσπαθούν να διακριθούν στα πανεπιστήμια, παρότι πρέπει να αντιμετωπίσουν προκαταλήψεις, στερεότυπα, ακόμη και το χρώμα του δέρματός τους.
Το νεανικό καστ, του οποίου ηγείται η Τζένα Ορτέγκα, το χιούμορ, η διάθεση για πλάκα, χωρίς σοβαροφάνειες, πάνω στα στερεότυπα του μέσου Αμερικάνου και ορισμένες ατάκες είναι στα θετικά της ταινίας, η οποία όμως είναι εμφανώς προχειροφτιαγμένη και όταν μπαίνει στον κύκλο του τρόμου, αλλάζει επίπεδο, με γραφικούς χαρακτήρες, αναίτιο και χοντροκομμένο σπλάτερ και κλισέ, θυμίζοντας ταινίες της σειράς και μάλιστα δεύτερης διαλογής.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τα παιδιά των μεταναστών οδηγούνται στο κρατητήριο, όταν ο συντηρητικός κυβερνήτης της πολιτείας εκδίδει μια εκτελεστική διαταγή σύλληψής τους. Όμως, ο εισαγγελέας θα τους δώσει μια εναλλακτική λύση για να γλιτώσουν τη φυλακή: όλες οι κατηγορίες εναντίον τους θα καταπέσουν, εάν συναινέσουν στην παροχή βοήθειας σε ηλικιωμένους που φιλοξενούνται σε έναν οίκο ευγηρίας. Οι νεαροί και οι κοπέλες αναγκάζονται να συμφωνήσουν, αλλά σύντομα θα διαπιστώσουν πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά σ’ αυτό το παράξενο γηροκομείο, όπου συμβαίνουν σημεία και τέρατα…
The Marvels
(“The Marvels”) Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Νία ΝταΚόστα, με τους Μπρι Λάρσον, Τεγιόνα Πάρις, Παρκ Σέοτζουν, Ιμάν Βελάνι, Τζουντ Λο, Σάμιουελ Τζάκσον κα.
Η Marvel ξανά στη μεγάλη οθόνη με την τελευταία παραγωγή της, προσπαθώντας να ανακόψει την κατηφόρα που έχει πάρει το τελευταίο διάστημα, ενώνοντας τρεις υπερηρωίδες σε μια περιπέτεια, που έχει γυναικείο άρωμα και τουλάχιστον όχι εξαντλητική διάρκεια, όπως μας έχει συνηθίσει η εταιρεία.
Εδώ, σε σκηνοθεσία της νεαρής Νία ΝταΚόστα («Candyman») οι ιθύνοντες της Marvel, στήνουν μία γυναικεία υπερηρωική περιπέτεια, ένα στοιχείο που ίσως να είναι και το καλύτερο στην ταινία, αλλά και αυτό θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπονομεύεται από το μέτριο σενάριο και τα στερεότυπα που ακολουθεί πλέον το στούντιο.
Παρότι το αποτέλεσμα είναι καλύτερο από πρόσφατες παραγωγές της Marvel, για μια ακόμη φορά εύκολα παρατηρεί ακόμη και ο θαυμαστής των υπερηρωικών περιπετειών την κόπωση του δημιουργικού τμήματος, τον περιορισμό της έμπνευσης, τα κλισέ, που τείνουν να γίνουν δευτέρα φύσις και ακόμη ένα σενάριο που ανακυκλώνει ήρωες, ιδέες, τα γνωστά περιπετειώδη μοτίβα.
Η περίπλοκη ιστορία, ειδικά για τους αμύητους, θέλει την Κάρολ, δηλαδή την Captain Marvel, να ενώνει τις δυνάμεις της με τη θαυμάστριά της, Ms. Marvel και την ανιψιά της Κάπτεν Μόνικα Ράμπο, για να σώσει το σύμπαν.
Μια ταινία παραγεμισμένη από ειδικά εφέ και κλισέ, τη γνώριμη χορογραφημένη δράση, χαρακτήρες χωρίς ιδιαίτερη δυναμική και τα απαραίτητα συστατικά για να σταθούν έξω από το χαρτί, στηρίζεται στο υπερθέαμα, στην ξαναζεσταμένη συνταγή – στην οποία τονίζεται η ομαδικότητα και η γυναικεία αποτελεσματικότητα. Δηλαδή, στο εντυπωσιακό περιτύλιγμα, που κρύβει το ανάλατο προϊόν, το οποίο για να χωνευτεί θέλει τόνους από ποπκόρν, ακόμη και από τους φανατικούς θιασώτες και κυρίως το νεανικό κοινό που απευθύνεται.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… H Κάρολ Ντένβερς (Captain Marvel) έχει επανακτήσει την ταυτότητά της από τους τυραννικούς Κρι και έχει πάρει και την εκδίκησή της από την Υπέρτατη Νοημοσύνη. Αλλά οι επιπτώσεις των πράξεων την έχουν φορτώσει με μεγάλες ευθύνες. Όταν τα καθήκοντα της την οδηγούν σε μία ανωμαλία στο γαλαξία που συνδέεται με τους Κρι, οι δυνάμεις της μπερδεύονται με αυτές της μεγαλύτερης θαυμάστρια της, Καμάλα Καν, γνωστής κι ως Ms. Marvel, αλλά και της ανιψιάς της, Κάπτεν Μόνικα Ράμπο. Αυτή η απρόσμενη ομάδα με το όνομα The Marvels, θα μάθει να δουλεύει μαζί, με στόχο τη σωτηρία του σύμπαντος.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Chinatown
(“Chinatown”) Ο Πολάνσκι στην πιο δημιουργική στιγμή της ζωής του, έχοντας ένα καυτό σενάριο από τον σπουδαίο Ρόμπερτ Τάουνι, εφορμά προς την αμερικάνικη βιομηχανία ονείρων και τον άκρατο καπιταλισμό, την εγγενή διαφθορά και τη διαστροφή του πλούτου, παραδίδοντας το 1974 ένα από τα σημαντικότερα φιλμ, όλων των εποχών, ένα νουάρ στο οποίο οργιάζει ο Τζακ Νίκολσον και δίπλα του στέκεται υπέροχα η Φέι Ντάναγουεϊ αλλά και ο σαρδόνιος Τζον Χιούστον.
Η ιστορία, που βασίζεται σε ένα αληθινό σκάνδαλο που είχε σημειωθεί τη δεκαετία του ‘30 στο Λος Άντζελες και που είχε να κάνει με την αρπαγή φυσικών πόρων, γης και νερού, μια συνηθισμένη πρακτική παραγωγής πλούτου στην Αμερική.
Η ατάκα του «ολιγάρχη» διεστραμμένου ολιγάρχη Τζον Χιούστον «φυσικά και είμαι σεβαστός. Πολιτικοί, άσχημα κτίρια και πόρνες, όλοι γίνονται σεβαστοί αν αντέξουν για αρκετό χρονικό διάστημα…» θα μπορούσε να συνοψίσει αυτό τον ποταμό ιδεών, νοημάτων και συμπερασμάτων για τους κρατούντες και το σύστημα διακυβέρνησης των ΗΠΑ.
Ο Πολάνσκι, μαζί με τον Τάουνι, δεν αφήνει τίποτα όρθιο και μιλάει για όλα τα κακώς κείμενα στις ΗΠΑ. Την απληστία, ως βασικό εργαλείο του οικονομικού συστήματος, τη διαφθορά των πολιτικών και το σφιχτό δέσιμό τους με τους ολιγάρχες και το έγκλημα, την ανυπαρξία δικαιοσύνης, θεσμικής και μη, την κυριαρχία της διαστροφής στην υψηλή κοινωνία…
Ταυτόχρονα, όμως, ο Πολάνσκι, σεβόμενος το νουάρ, στο οποίο διέπρεψαν θηρία του κινηματογράφου, θα το υπηρετήσει, με απίστευτη μαεστρία, φτάνοντάς το σε κορυφαία επίπεδα. Και φυσικά ξεχωριστό είναι ακόμη και το φινάλε, καθώς εν αντιθέσει με τον Τάουνι, ο Πολάνσκι προτίμησε ένα τέλος που δεν είναι λυτρωτικό, σε γεμίζει θλίψη και αφήνει ερωτηματικά, επηρεασμένος από τη δική του ψυχολογία, αλλά και συνάμα προφητικό για όσα θα συμβούν τις επόμενες δεκαετίες στην Αμερική.
Ο Μικρός Νικόλας: Τι Περιμένουμε για να Είμαστε Ευτυχισμένοι;
(“Le Petit Nicolas: Qu’est-ce qu’on Attend Pour Etre Heureux?”) Η γέννηση του αγαπημένου λογοτεχνικού ήρωα, του Μικρού Νικόλα, σε παραδοσιακό, γλυκό και όμορφο, δισδιάστατο κινούμενο σχέδιο, από τους Αμαντίν Φρεντόν και Μπενζαμάν Μασούμπρ, σε γαλλική παραγωγή του 2022.
Με φόντο το Παρίσι, κάπου ανάμεσα στη Μονμάρτη και το Σεν Ζερμέν, οι Ζαν-Ζακ Σεμπέ και Ρενέ Γκοσινί σκαρφίζονται τον μικρό Νικόλα, ένα γεμάτο ενέργεια αγόρι που περνάει το χρόνο του κάνοντας σκανταλιές, παίζοντας με τους φίλους του και παίρνοντας πολύτιμα μαθήματα ζωής. Καθώς οι ιστορίες του παίρνουν σάρκα και οστά, ο ήρωας τρυπώνει στο στούντιο των δημιουργών του και μαθαίνει τα πάντα για εκείνους. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.