Ο Τζορτζ Γκέρσουιν (George Gershwin) είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες διαμόρφωσης της τζαζ στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ‘20 κι ένας από τους συνθέτες που την έφεραν πιο κοντά στο ευρύ κοινό. Αργότερα, οι κριτικοί αμφισβήτησαν έντονα το αν η μουσική δημιουργία του πρέπει να ενταχθεί στην πρώιμη περίοδο της τζαζ, ανεξαρτήτως όμως από αναλύσεις ο ρόλος του ήταν σημαντικός και αδιαμφισβήτητος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι δύο σπουδαίοι μουσικοί του είδους, ο Μάιλς Ντέιβις και ο Τζιλ Έβανς, ηχογράφησαν την περίφημη όπερά του «Porgy and Bess», δίνοντάς της το στίγμα της τζαζ όπως είχε διαμορφωθεί τη δεκαετία του ‘50.

Ο Γιάκομπ Μπρούσκιν Γκέρσοβιτς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1898 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από γονείς ρωσικής καταγωγής και ιουδαϊκού θρησκεύματος. Ως τα 12 χρόνια του, οπότε η οικογένειά του απέκτησε πιάνο, δεν είχε δείξει ενδιαφέρον για τη μουσική. Από τότε, όμως, εξελίχθηκε με γοργά βήματα σε σπουδαίο πιανίστα και συνθέτη, με επιδράσεις από το ραγκτάιμ και την πρώιμη τζαζ, έχοντας ένα μοναδικό χάρισμα στις μελωδίες, το οποίο του έδωσε τη δυνατότητα μιας μεγάλης καριέρας.

Ο Τζορτζ Γκέρσουιν το 1934

Τα πρώτα βήματα ως πιανίστας

Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία το 1914 ως πιανίστας και δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το πρώτο του τραγούδι «When You Want ’Em You Can’t Get ‘Em», που αν και δεν σημείωσε επιτυχία, τράβηξε την προσοχή μερικών γνωστών συνθετών του Μπρόντγουεϊ.

Τη διετία 1918-1919 αρκετά τραγούδια του περιλήφθηκαν σε παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ, όπως το «Svanee», ερμηνευμένο από τον Αλ Τζόλσον στο μιούζικαλ «Sinbad», που είχε καταπληκτική επιτυχία. Το 1919 έγραψε το πρώτο του μιούζικαλ με τίτλο «La, La Lucille».

Τη δεκαετία του ‘20 «βασιλιάς» της τζαζ εθεωρείτο ο Πολ Γουάιτμαν με την ορχήστρα του, ο οποίος είχε στόχο να εκλαϊκεύσει ένα στιλ που το αποκαλούσε «συμφωνική τζαζ». Για να το καταφέρει μετέφερε τις εμφανίσεις του σε αίθουσες συναυλιών. Την πρώτη του εμφάνιση αυτού του είδους με την 23μελή ορχήστρα του την πραγματοποίησε στις 12 Φεβρουαρίου 1924 στη Νέα Υόρκη. Τότε παίχθηκε για πρώτη φορά το έργο του Γκέρσουιν «Rhapsody in Blue» («Γαλάζια Ραψωδία» λανθασμένα στα ελληνικά), που τελικά έκλεψε την παράσταση.

Την ίδια χρονιά, ο Γκέρσουιν σημείωσε επίσης την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ με το μιούζικαλ «Lady Be Good», που περιλάμβανε τα τραγούδια «Fascinating Rhythm», «Oh, Lady, Be Good» και «The Man I Love». Σ’ αυτό το έργο συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον αδελφό του Άιρα Γκέρσουιν (1896-1983), ο οποίος έγραψε το λιμπρέτο.

Την επόμενη δεκαετία τα δύο αδέλφια θα αποτελέσουν ένα από τα κορυφαία συνθετικά δίδυμα στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ. Μαζί δημιούργησαν τα μιούζικαλ «Tip-Toes» (1925), «Oh, Kay!» (1926), «Strike Up the Band» (1927), «Funny Face» (1927) και «Girl Crazy (1930). Το πιο επιτυχημένο, αλλά κατά κάποιο τρόπο και το τολμηρότερο εξαιτίας της σάτιρας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, ήταν το «Of Thee I Sing» (1931).

«Πόργκι και Μπες»: το αριστούργημα του που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου

Αλλά το μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο έργο του, που αναγνωρίστηκε πλατιά ως το αριστούργημά του, είναι η όπερα «Πόργκι και Μπες» («Porgy and Bess», 1935) με το πασίγνωστο «Summertime». Βασίζεται στο μυθιστόρημα «Porgy» του Ντιμπόζ Χέιγουορντ, ο οποίος έγραψε, σε συνεργασία με τον Άιρα Γκέρσουιν, και το λιμπρέτο του έργου, που έχει χαρακτηριστεί και ως «λαϊκή όπερα».

Προτού ο Γκέρσουιν αρχίσει να συνθέτει το «Πόργκι και Μπες», πέρασε ένα καλοκαίρι σ’ ένα νησί κοντά στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας, για να γνωρίσει τη μουσική και τα έθιμα των μαύρων της περιοχής. Είναι η πρώτη αμερικανική όπερα που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, έγινε ταινία, ηχογραφήθηκε αναρίθμητες φορές κι έκανε τον Γκέρσουιν έναν από τους πιο δημοφιλείς και πετυχημένους αμερικανούς συνθέτες όλων των εποχών.

Ο θάνατος σε ηλικία 38 ετών

Στις άλλες «σοβαρές» συνθέσεις του Γκέρσουιν περιλαμβάνονται το «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα» σε φα μείζονα (1925), τα «Πρελούδια για πιάνο» (1926), το μιούζικαλ «Ένας Αμερικανός στο Παρίσι» («An American in Paris», 1928), η «Δεύτερη Ραψωδία» («Second Rhapsody», 1931) και η «Κουβανική Εισαγωγή» («Cuban Overture», 1932).

Ο Τζορτζ Γκέρσουιν πέθανε τις 11 Ιουλίου 1937 στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 38 ετών. Δύο μέρες νωρίτερα είχε διαγνωστεί με κακοήθη όγκο στον εγκέφαλο και η επείγουσα εγχείριση στην οποία υποβλήθηκε δεν μπόρεσε να του σώσει τη ζωή.

Πηγή: Sansimera.gr