Είχατε φανταστεί πως θα έρθει η στιγμή που θα σιγοτραγουδάμε ένα τραγούδι που δεν έχει γραφτεί από άνθρωπο; Να το πατάμε στο Spotify, να το μοιραζόμαστε στα story μας, να το αγαπάμε κι ύστερα να μαθαίνουμε πως πίσω του δεν υπήρχε ούτε στούντιο, ούτε μουσικός, ούτε ψυχή, μόνο κώδικας. Κάπου ανάμεσα στα κυκλώματα της τεχνητής νοημοσύνης και την ανθρώπινη ανάγκη για ρυθμό, γεννήθηκε το πρώτο πραγματικά δημοφιλές “άψυχο” τραγούδι.
Το παράδειγμα του Νικ Άρτερ ή αλλιώς Nick Hustles είναι χαρακτηριστικό της εποχής. Ένας 35χρονος από την Ουάσιγκτον που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει επαγγελματίας ράπερ με τον παλιό τρόπο. Δεν είχε δισκογραφική, δεν είχε γνωριμίες, δεν είχε τύχη. Είχε όμως Suno, Udio και Midjourney, δηλαδή τις εφαρμογές που χρειάζεται κανείς σήμερα για να φτιάξει έναν μικρό μουσικό κόσμο από το μηδέν. Στίχοι στο κινητό, ένα prompt με οδηγίες τύπου “είδος μουσικής, συναίσθημα, όργανα” και μέσα σε λίγα λεπτά, το σύστημα του δίνει μια μελωδία, μια φωνή, μια ατμόσφαιρα. Ο Άρτερ παράγει δεκάδες εκδοχές κάθε τραγουδιού και επιλέγει την καλύτερη. Το αποτέλεσμα; Ένα hit που ξεπερνά τις 900.000 ακροάσεις, τίτλος: I’m Letting Go of the Bullshit.
Αυτό που κάποτε απαιτούσε στούντιο, παραγωγό, χρήματα και μέρες δουλειάς σήμερα παράγεται σε ένα απόγευμα με ένα κινητό. Αρκεί μία ιδέα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η τεχνητή νοημοσύνη έχει γίνει ο νέος “μουσικός συνεργάτης” χιλιάδων ανθρώπων που δε ξέρουν ούτε να διαβάσουν παρτιτούρα. Το ερώτημα είναι αν όλο αυτό που περιγράφεται είναι τέχνη.
Η μουσική πάντα υπήρξε διάλογος με το συναίσθημα. Από τη θλίψη του μπλουζ μέχρι την έκσταση της techno, όλη η τέχνη της μελωδίας βασίζεται στην εμπειρία κι εδώ η τεχνητή νοημοσύνη μοιάζει περισσότερο με χαμαιλέοντα παρά με δημιουργό. Μπορεί να μιμηθεί τα συναισθήματα, αλλά όχι να τα βιώσει. Μπορεί να “ξέρει” ποιοι συνδυασμοί ήχων προκαλούν ευφορία, αλλά δεν μπορεί να τη νιώσει. Ο ήχος τους έχει κάτι από το ψυχρό φως ενός νοσοκομείου: καθαρό, τέλειο, αποστειρωμένο.
Το κοινό όμως δείχνει να μην ενοχλείται. Το Spotify έχει γεμίσει από τέτοια κομμάτια, και πολλοί δεν αντιλαμβάνονται καν τη διαφορά. Σύμφωνα με στοιχεία μόλις το 53% μπορεί να ξεχωρίσει αν ένα τραγούδι είναι ανθρώπινο ή τεχνητό. Ίσως γιατί δε ψάχνουμε πια να συγκινηθούμε, ψάχνουμε απλώς να διασκεδάσουμε. Ένα ρεφρέν που κολλάει στο μυαλό, ένα beat που “παίζει ωραία” στο αυτοκίνητο και το σκηνικό είναι έτοιμο. Δεν έχει σημασία ποιος το έγραψε.
Αν η μουσική γίνει απλώς ένας ακόμα αλγόριθμος, τότε η τέχνη χάνει την πιο ουσιαστική της λειτουργία: να μας φέρνει πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Ο Νικ Άρτερ μπορεί να παράγει εκατό τραγούδια τον χρόνο. Ένας άνθρωπος δε γράφει εκατό τραγούδια, γιατί πρέπει να ζήσει πρώτα εκατό εμπειρίες. Κάθε αληθινός καλλιτέχνης χρειάζεται χρόνο, πόνο, αναμονή. Η Α.Ι. δεν περιμένει, δεν αισθάνεται, παράγει.
Κάποιοι θα πουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη “εκδημοκρατίζει” τη δημιουργία. Ότι επιτρέπει σε οποιονδήποτε να εκφραστεί, να γίνει καλλιτέχνης χωρίς φίλτρα και μεσάζοντες. Είναι ένα επιχείρημα που ακούγεται όμορφο, αλλά πίσω του κρύβεται η ψευδαίσθηση της ευκολίας. Αν όλοι μπορούν να φτιάχνουν μουσική με ένα κουμπί, ποιος θα τη χρειάζεται πραγματικά;
Η δημιουργία της τεχνητής νοημοσύνης μοιάζει με φαγητό fast food: εύπεπτο, γρήγορο, προσωρινά απολαυστικό, αλλά χωρίς θρεπτική αξία. Ένα τραγούδι μπορεί να γίνει viral, να παίξει για μια εβδομάδα και μετά να εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει τίποτα πίσω του. Δεν υπάρχει ιστορία πίσω από τον ήχο, δεν υπάρχει ζωή πίσω από τον στίχο.
Στην εποχή της λήθης, στο τέλος της ημέρας κόντρα στο ρεύμα θα θυμόμαστε τα τραγούδια που γράφτηκαν για τον πιο τρελό έρωτα. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μάθει τα πάντα για τη μουσική, εκτός από το πως είναι να τη ζεις. Το νέο hit στο Spotify μπορεί να είναι καλογραμμένο, πιασάρικο, να έχει ρυθμό και ήχο “καθαρό σαν γυαλί”. Αλλά όταν τελειώσει, δεν αφήνει τίποτα να αιωρείται. Καμία ανάμνηση, κανένα δάκρυ, καμία σπίθα. Είναι μουσική χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον …
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι τελικά ένας ύμνος στην ταχύτητα, στην αποτελεσματικότητα, στην απουσία ή κάτι πολύ παραπάνω; H τεχνητή νοημοσύνη δεν ήρθε με αυτοσκοπό να γράψει τη μουσική μας και αυτή τη στιγμή μας θυμίζει πόσο εύκολα ξεχνάμε ποιος την έκανε κάποτε ανθρώπινη.
*Mε στοιχεία από το New Yorker





