Ταινία φαινόμενο, σκανδαλώδης όσο ίσως καμία, μια κινηματογραφική εμπειρία, έχοντας ένα μοναδικό κουαρτέτο πρωταγωνιστών, που δίνει τα ρέστα του, βάζοντας στόχο να αυτοκτονήσει καταναλώνοντας απίστευτες ποσότητες εδεσμάτων. Με τον τρόπο αυτό, αποτυπώνεται και συμβολίζεται ο καπιταλισμός, ως κοινωνική-αλλά και ατομική- πληγή.
Ο Μάρκο Φερέρι, αυτός ο αιρετικός έως και προβοκάτορας του κινηματογράφου, παραδίδει τη διασημότερη και ίσως καλύτερη ταινία του, δημιουργώντας αναγούλες σε όλο το ευρωπαϊκό «ανφάν γκατέ», σατιρίζοντας μέχρι τελικής πτώσεως την αστική τάξη, τον αυτοκαταστροφικό άκρατο καταναλωτισμό, την απληστία…
Μία αριστουργηματική σουρεαλιστική, αναρχική ταινία, ένα γαστρονομικό έπος, που πριν ακριβώς 50 χρόνια, το 1973, έκανε το Φεστιβάλ των Καννών άνω κάτω και ανάγκασε τις κοσμικές κυρίες και τους έγκριτους κριτικούς αμερικάνικων εφημερίδων να αποχωρήσουν σοκαρισμένοι πριν το τέλος, ενώ το νεανικό κοινό και όσοι κατάλαβαν το περιεχόμενο της κοινωνικοπολιτικής αλληγορίας του, την αποθέωναν.
Η προκλητική ταινία του Φερέρι, που αποτέλεσε και μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του ίδιου και του ευρωπαϊκού σινεμά εκείνη την εποχή, θα είναι προφητική.
Αν τότε κατηγορήθηκε για υπερβολές που δεν βάζει ο νους, σήμερα με το πέρασμα μισού αιώνα, το δηλητηριώδες σενάριο του φιλμ μοιάζει ως κάτι συνηθισμένο, καθώς η καταναλωτική κουλτούρα πλέον έχει γίνει δεύτερη φύση για το μεγαλύτερο κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού.
Ο αιρετικός και καυστικός Μάρκο
Ο Μάρκο Φερέρι (1928-1977), που υπήρξε από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές στην Ιταλία, με ταινίες όπως «Πιπί, Κακά και Νάνι» (Αργυρή Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1979), «Η Τελευταία Γυναίκα», «Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας», «Γεια σου Πίθηκε» κλπ, έγινε διάσημος για το προσωπικό του βλέμμα στο σινεμά, αλλά με το «Μεγάλο Φαγοπότι» θα καταξιωθεί ως Νο 1 αιρετικός σκηνοθέτης της Ιταλίας.
Ο αδέσμευτος σοσιαλιστής και άθεος Φερέρι, το 1973, σε μια ταραχώδη εποχή, στην οποία άνθιζε ο πολιτικός κινηματογράφος και η ταξική κριτική στην Ιταλία, θα γράψει μαζί με τους Ραφαέλ Αζκόνα και Φράνσις Μπιανς, το σενάριο της πολυθρύλητης ταινίας του, βάζοντας στο στόχαστρό του την μπουρζουαζία, με την οποία είχε καταπιαστεί ιδιαιτέρως ο Λουίς Μπουνιουέλ, αλλά με μία ξεχωριστή φινέτσα, η οποία μπορούσε να διεισδύσει ακόμη και στα σαλόνια.
Ο Φερέρι, όμως, δείχνει ανελέητος, πάει ένα βήμα παραπάνω, τραβάει το σκοινί μέχρι να σπάσει, με την γκροτέσκα διάθεση που περιβάλλει τους τέσσερις ήρωές του.
Φαγοπότι ασυδοσίας και ηδονής
Τέσσερις φίλοι, ένας δικαστικός, ένας πιλότος, ένας σκηνοθέτης και ένας σεφ, μια αντροπαρέα που φέρεται ξεδιάντροπα, μετέχουν σε ένα θανατερό παιχνίδι, μία άσκηση πάνω στη λαιμαργία, τη λαγνεία και την απληστία. Μαζεύονται σε μια έπαυλη, με σκοπό να φάνε μέχρι σκασμού.
Να φάνε μέχρι θανάτου.
Να κάνουν ένα φαγοπότι ασυδοσίας και ηδονής, απόλυτης παρακμής, στο οποίο αφήνονται ταυτόχρονα και έρμαια των ερωτικών τους παρορμήσεων με την πρόσκαιρη συνοδεία ιερόδουλων.
Πρόκειται για τέσσερις άνδρες, σύμβολα μίας εποχής, που φαίνεται ότι δεν έχουν κανένα μέλλον, αηδιασμένοι από την κενότητα της ζωής τους, το αδιέξοδο ενός μοντέλου, στο οποίο δεν χωρά το συναίσθημα, παρά μόνο το «φαίνεσθαι» η επιβεβαίωση μέσω της κατανάλωσης.
Ο τρόπος της αυτοκτονίας που επιλέγουν δεν είναι φυσικά τυχαίος.
Θα μπορούσαν να βουτήξουν από ένα μπαλκόνι, να καταπιούν δυο χούφτες χάπια, αλλά προτιμούν έναν τρόπο γλεντιού, ταιριαστού με τις ενοχές τους, τον κόσμο αφθονίας που υπηρέτησαν και έγιναν δούλοι του.
Συναισθηματικά άδειοι, θα διαλέξουν να αυτοκτονήσουν εν μέσω μίας αφθονίας, η οποία δεν μπορεί να επουλώσει τις πληγές τους, να καλύψει τις ενοχές τους για τη συμμετοχή τους και την αποθέωση ενός κόσμου που πάει κατά διαόλου.
Ρωμαϊκό όργιο και κορεσμός
Θα στήσουν ένα ρωμαϊκό όργιο, με ατελείωτες ποσότητες καλού φαγητού, γυναικείας σάρκας, μέχρι η αηδία να φτάσει μέχρι το μεδούλι τους, να τους προδώσει το κορμί, αφού το πνεύμα έχει ήδη παραδώσει. Δεν είναι μια εύκολη ταινία. Δεν χωνεύεται με τίποτα. Ο στόχος του Φερέρι να προκαλέσει το συναίσθημα του κορεσμού στον θεατή θα πετύχει στον απόλυτο βαθμό. Οι συμβολισμοί, κυρίαρχοι στο σινεμά του Φερέρι, θα μεταμορφώσουν την κατάμαυρη κωμωδία του, σε ένα υπαρξιακό δράμα, που αγγίζει τους πάντες.
Ωστόσο, η ταινία ίσως να μην είχε την τεράστια επιτυχία της, την αποτελεσματικότητά της, τις ξεκαρδιστικές της στιγμές, αν δεν είχε για πρωταγωνιστές τέσσερις κορυφαίους ηθοποιούς του ευρωπαϊκού σινεμά.
Τους Ιταλούς Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Ούγκο Τονιάτσι και τους Γάλλους Μισέλ Πικολί και Φιλίπ Νουαρέ, οι οποίοι δένουν απίστευτα, είναι πειστικότατοι, αναδεικνύουν με το παραπάνω το πνεύμα της ταινίας του Φερέρι και μάλλον το διασκεδάζουν περισσότερο από όλους.
Από κοντά και η Αντρέα Φερεόλ, στο ρόλο της ευτραφούς πόρνης, η οποία χρειάστηκε να πάρει πάνω από 20 κιλά για τον ρόλο, ενώ παίζει και η Φλοράνς Τζιοργκέτι.
Αξίζει να αναφερθεί για τους μανιώδεις συλλέκτες των κινηματογραφικών παρασκηνίων ότι τα πλούσια εδέσματα της ταινίας ετοιμάστηκαν από το κατάστημα ντελικατέσεν Fauchon, που θεωρείται το απόλυτο σημείο αναφοράς στην παρισινή γευστική πολυτέλεια, ενώ σύμβουλος γαστρονομίας ήταν ο Τζουζέπε Μαφιόλι, ηθοποιός και λάτρης της μαγειρικής.
Ο Μάρκο Φερέρι και οι τέσσερις σπουδαίοι πρωταγωνιστές έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια, αλλά έχουν αφήσει πίσω τους μία ταινία – σύμβολο για την αυτοκαταστροφική μανία του ανθρώπου, τον καταναλωτισμό, την απληστία, δηλαδή, όλα αυτά που πληγώνουν την ανθρωπότητα.
Ένα κεφάλαιο που δεν λέει να κλείσει, να περιοριστούν οι επιπτώσεις του. Γιατί κατά βάθος η ταινία του Φερέρι είναι μία πεσιμιστική ωδή, μία κραυγή απόγνωσης.
Ένα φιλμ που μπορεί να γοητεύει, να ενθουσιάζει ή και να αφυπνίζει ακόμη και 50 χρόνια μετά, αλλά δυστυχώς μας υπενθυμίζει ότι ο χρόνος τελειώνει και μαζί του το Μεγάλο Φαγοπότι…