Επιτέλους το καλοκαίρι έκανε την εμφάνισή του, δίνοντας ελπίδες για μία καλύτερη συνέχεια στους ιθύνοντες του κινηματογραφικού συστήματος. Από τις επτά ταινίες, που κάνουν πρεμιέρα απόψε, ξεχωρίζουν το τελευταίο δραματικό θρίλερ του Πολ Σρέιντερ «Master Gardener», η ρομαντική κωμωδία «Να σου Γνωρίσω τους Γονείς μου», με Ρίτσαρντ Γκιρ, Σούζαν Σάραντον και Ντάιαν Κίτον, το ρομαντικό δράμα «Ένα Όμορφο Πρωινό» με τη Λέα Σεϊντού και η πολυβραβευμένη ελληνική κωμωδία «Black Stone». Επίσης, για τους φανατικούς σινεφίλ, προβάλλεται σε επανέκδοση το υπέροχο ερωτικό δράμα του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Μια Παντρεμένη Γυναίκα».

Master Gardener

(“Master Gardener”) Δραματικό θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Πολ Σρρέιντερ, με τους Τζόελ Έτζερτον, Σιγκούρνι Γουίβερ, Κουιντέσα Σουίντελ, Εσάι Μοράλες κα.

Στιβαρό και αρκετά ενδιαφέρον δραματικό θρίλερ του βετεράνου σεναριογράφου («Ο Ταξιτζής», «Οργισμένο Είδωλο») και σκηνοθέτη («Επάγγελμα Ζιγκολό», «Ακρότητες») Πολ Σρέιντερ, που για μια ακόμη φορά, όπως συμβαίνει με τους ιδεολόγους καλλιτέχνες, επανέρχεται στις γνώριμες εμμονές του.

Η τελευταία ταινία του Σρέιντερ προβλήθηκε στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας εκτός του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος, κάτι που πιθανώς οφείλεται στην επανάληψη της θεματικής του, αλλά και στην όχι και τόσο αποτελεσματικότητα της παραγωγής.

Από το φιλμ δεν λείπουν τα ηθικά κηρύγματα, τα οποία ορισμένες φορές δεν συμβαδίζουν με το ύφος του σεναρίου, το οποίο υπογράφει ο ίδιος ο Αμερικάνος σκηνοθέτης.

Ο καταραμένος ήρωας της ιστορίας είναι ένας κηπουρός σε ένα εντυπωσιακό κτήμα, που ανήκει σε μια πλούσια κληρονόμο. Μια φορά την εβδομάδα, ο λιγόλογος κηπουρός δειπνεί μαζί της και στη συνέχεια τη συνοδεύει στο κρεβάτι της. Της το χρωστά, καθώς δεν είναι απλώς η ιδιότροπη εργοδότριά του, αλλά η γυναίκα που του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία να ξεφύγει από το σκοτεινό και βίαιο παρελθόν του. Όταν η πλούσια κληρονόμος θα πάρει υπό την προστασία της ακόμη μία χαμένη ψυχή, την εγγονή της αδελφής της, που είναι μπλεγμένη με επικίνδυνες παρέες και θα την τοποθετήσει δίπλα στον κηπουρό, η συνύπαρξή τους θα σπάσει τη ρουτίνα του κηπουρού και θα ξυπνήσει τους εφιάλτες του παρελθόντος.

Το κινηματογραφικό σύμπαν του Σρέιντερ κάνει και πάλι την εμφάνισή του. Παρά ταύτα αποφεύγει να γίνει κουραστικός, αλλά σίγουρα δεν ανανεώνει τους γνωστούς προβληματισμούς του για την πίστη, τη συγχώρεση, την τιμωρία και την εξιλέωση.

Το φιλμ, μπορεί να αποκτά την πρέπουσα ένταση κατά διαστήματα, να κρύβει εκπλήξεις, να σκιαγραφεί με προσοχή τα πορτρέτα των χαρακτήρων του, αλλά δεν καταφέρνει να δώσει την αίσθηση μίας ψυχομένης αυθεντικής ιστορίας, να συναρπάσει. Πιθανότατα, γιατί ο βασικός χαρακτήρας του κηπουρού δεν έχει να αναμετρηθεί παρά μόνο με τις ενοχές του και τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Και ακόμη, ίσως γιατί υπάρχουν στιγμές αφηγηματικής αμηχανίας και οι εμμονές, οι ιδεολογικές αναφορές του Σρέντερ, που κυριαρχούν έναντι των χαρακτήρων και τη δραματουργικής εξέλιξης. Ίσως γιατί πλέον η ηλικία δεν κρύβεται.

Ικανοποιητικές οι ερμηνείες – ειδικά από τον Έτζερτον και την έμπειρη Γουίβερ – αλλά – κακά τα ψέματα – δύσκολα μπορούν σήμερα να ελκύσουν το ευρύτερο κοινό.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Ο Νάρβελ Ροθ είναι ο μεθοδικός φροντιστής των κήπων μιας πανέμορφης όσο και ιστορικής έπαυλης. Όταν η εργοδότριά του, του ζητάει σαν χάρη να προσλάβει ως βοηθό την ατίθαση ανιψιά της, τότε ανοίγουν οι πύλες του χάους στον μέχρι πρότινος δωρικό βίο του μοναχικού άντρα, για να επαναφέρουν φαντάσματα του παρελθόντος από τα οποία ο ίδιος πίστευε ότι είχε απαλλαγεί.

Να σου Γνωρίσω τους Γονείς μου

(“Maybe I Do”) Αισθηματική κωμωδία, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μάικλ Τζέικομπς, με τους Ρίτσαρντ Γκιρ, Ντάιαν Κίτον, Σούζαν Σάραντον, Γουίλιαμ Μέισι, Έμα Ρόμπερτς, Λουκ Μπρέισι κα.

Ευπρόσωπη, σχετικώς διασκεδαστική, αλλά και αρκούντως χλιαρή, ρομαντική κομεντί, προορισμένη για την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, σκηνοθετημένη από τον σεναριογράφο και με τηλεοπτική καριέρα, Μάικλ Τζέικομπς.

Ακόμη μία παραλλαγή της γνώριμης ιστορίας που θέλει ένα νεαρό ζευγάρι, λίγο πριν παντρευτεί, να αποφασίζει τη γνωριμία των πεθερικών, σε ένα οικογενειακό δείπνο, αλλά όπως συνήθως εκεί κρύβονται εκπλήξεις – αυτή τη φορά λίγο πιο αντισυμβατικές από τα συνηθισμένα.

Η ερωτική διασταύρωση των πεθερικών έχει την πλάκα της και είναι το πιο καλό κομμάτι της ταινίας, καθώς το νεαρό ζευγάρι δείχνει αδύναμο να κρατήσει το ενδιαφέρον ή να σε κάνει να γελάσεις. Αυτό, είναι για μια ακόμη φορά, αφιερωμένο στον Άγιο Βαλεντίνο και στις γλυκερές σοκολάτες.

Αντιθέτως, τα πεθερικά, που ζουν σε έναν πλέον πληκτικό και εντελώς συμβατικό γάμο αλλά έχουν τις ερωτικές ατασθαλίες τους, δίνουν τον τόνο, αξιοποιώντας ορισμένες διασκεδαστικές ατάκες, αλλά ακόμη και τα συνηθισμένα κλισέ του είδους. Και αυτό οφείλεται εν πολλοίς στους Ρίτσαρντ Γκιρ – Ντάιαν Κίτον και Γουίλιαμ Μέισι – Σούζαν Σάραντον. Ειδικά το δεύτερο ζευγάρι αποδεικνύεται πιο κεφάτο και να το διασκεδάζει περισσότερο, με τα φαρσικά στοιχεία της ταινίας, που προσφέρει ένα χαλαρό και ανώδυνο 90λεπτο, αλλά αυστηρά μέχρις εκεί.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Η σχέση της Μισέλ και του Άλεν έχει φτάσει στο σημείο που θα πρέπει να περάσει στο επόμενο στάδιο, δηλαδή τον γάμο. Αποφασίζουν λοιπόν ότι ήρθε η ώρα να φέρουν σε επαφή τους γονείς τους και οργανώνουν ένα οικογενειακό δείπνο. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, η συνάντηση δεν είναι μια πρώτη γνωριμία αφού όλοι γνωρίζονται με όλους… αρκετά καλά.

Black Stone

(“Black Stone”) Κωμωδία, ελληνικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ιακωβίδη, με τους Ελένη Κοκκίδου, Julio Γιώργο Κατσή, Αχιλλέα Χαρίσκο, Kevin Zans Ansong κα.

Ακολουθώντας τη φόρμα του ντοκιμαντέρ, ο Σπύρος Ιακωβίδης αφήνει υποσχέσεις για το μέλλον, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία του, που κέρδισε το βραβείο του Κοινού στο περσινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήταν υποψήφιο για πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και για τις ερμηνείες και εκείνο του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.

Ο Ιακωβίδης, παρακάμπτοντας έξυπνα πολλές από τις γνώριμες αδυναμίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, προσφέρει μία ευδιάθετη κωμωδία, που στον πυρήνα της, ωστόσο, κρύβει ένα δράμα. Αυτό της ασφυξίας που επικρατεί στην ελληνική οικογένεια και την κοινωνία, μια αφορμή για να ρίξει την πλάγια ματιά του στη σύγχρονη Ελλάδα.

Με τη μορφή ενός ψευδοντοκιμαντέρ, θα επικεντρωθεί στις προσπάθειες μίας Ελληνίδας μάνας να βρει τον πρωτότοκο γιο της που έχει εξαφανιστεί για δυο μέρες και ανακαλύπτει ότι κατηγορείται για απάτη. Σε αυτή την προσπάθεια θα τη βοηθήσει ένας Ελληνο-Αφρικάνος ταξιτζής, ενώ από κοντά είναι και δυο κινηματογραφιστές που καταγράφουν την ιστορία.

Το φιλμ, αν και ορισμένες φορές τρέχει πίσω από μανιέρες – όπως αυτή της καταπιεστικής δυναμικής Ελληνίδας μάνας (πειστικότατη η Ελένη Κοκκίδου) ή του αχαΐρευτου γιου – και από κωμικά-σατιρικά κλισέ, καταφέρνει ως ένα σημείο να αναδείξει τη θέληση μιας παραδοσιακής οικογένειας να μπει στο νόημα της νέας ελληνικής πραγματικότητας, που μοιάζει, όμως, με ένα μπερδεμένο κουβάρι προβλημάτων και δυσαρμονίας. Και ταυτόχρονα οι ήρωες να νιώθουν ότι κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης της νέας πραγματικότητας δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Δύο κινηματογραφιστές πέφτουν τυχαία πάνω στη Χαρούλα, μια απελπισμένη, υπερπροστατευτική Ελληνίδα μάνα, η οποία αναζητά τον γιο της. Όταν αυτός κατηγορείται για απάτη, η Χαρούλα ξεκινάει ένα ταξίδι μαζί με τον άλλο ανάπηρο γιο της και έναν Eλληνο-Aφρικανό ταξιτζή για να τον φέρει πίσω στο σπίτι.

Ένα Όμορφο Πρωινό

(“Un Beau Matin”) Δραματική ταινία, γαλλικής και γερμανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Μία Χάνσεν-Λοβ, με τους Λέα Σεϊντού, Πασκάλ Γκρεγκορί, Μελβίλ Πουπό, Νικόλ Γκαρσιά κα.

Συναισθηματικά φορτισμένο δράμα από τη σεναριογράφο και σκηνοθέτιδα Μια Χάνσεν Λοβ, οι ταινίες της οποίας περιστρέφονται γύρω από οικογενειακές και ρομαντικές σχέσεις, χωρίς, ωστόσο, να μας έχει δείξει κάτι ιδιαίτερο, παρότι δεν τις λες αδιάφορες. Εδώ, σε αυτή την τελευταία ταινία της, η οποία προβλήθηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες και κέρδισε το βραβείο Label Europa Cinemas, δείχνει ιδιαίτερα παρασυρμένη από τις προσωπικές της εμπειρίες, πιστεύοντας ότι αυτές σε συνδυασμό με το σενάριό της είναι αρκετές για να παρασύρουν τον θεατή, να τον φορτίσουν συγκινησιακά, να του κεντρίσουν το ενδιαφέρον.

Μια χήρα, νεαρή γυναίκα, με μία 8χρονη κόρη, που εργάζεται ως διερμηνέας, πρέπει να φροντίσει τον πατέρα της, ο οποίος πάσχει από μια συγγενική – και πιο βαριά – ασθένεια του Αλτσχάιμερ, να του βρει ένα γηροκομείο, λόγω της επιδείνωσης της υγείας του. Ταυτόχρονα, η αδιάφορη ζωή της, θα γεμίσει από το πάθος του έρωτα, όταν θα συνάψει σχέση με έναν πρώην φίλο του μακαρίτη του άντρα της, ενός γοητευτικού, παντρεμένου με παιδί, άντρα, ενός αστροφυσικού που συχνά ταξιδεύει σε μακρινά μέρη. Η πορεία της υγείας τού πατέρα της χειροτερεύει και πρέπει να συμβιβαστεί με τον επερχόμενο θάνατό του, αλλά και η ερωτική της σχέση μοιάζει μετέωρη, καθώς ο εραστής της δείχνει αναποφάσιστος.

Μπορεί, πράγματι, η ταινία της να έχει το συναίσθημα πάντα στον αφρό, αλλά στο βάθος το ενδιαφέρον της ιστορίας της μοιάζει με το κενό μίας πισίνας. Ακόμη και ο συνδυασμός των δύο παράλληλων ιστοριών, αυτό της φροντίδας του άρρωστου πατέρα από την ηρωίδα και την ερωτική σχέση της με έναν παντρεμένο, ελάχιστα δένουν μεταξύ τους. Η μινιμαλιστική φόρμα και η νατουραλιστική αντιμετώπιση των χαρακτήρων έχουν τα θετικά τους, αλλά όταν έρχονται σε επαφή με το ελαφρώς φλύαρο και επίπεδο σενάριο, με ορισμένες πλαδαρές σκηνές, που επαναλαμβάνονται, όπως τα εκτεταμένα πέρα δώθε της ηρωίδας στα μέσα μεταφοράς και τις εντελώς αδιάφορες επαγγελματικές της ασχολίες, ο ρεαλισμός της ιστορίας της ξεπέφτει στη ρουτίνα. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τον αδιάφορο έως νερόβραστο χαρακτήρα του εραστή της ηρωίδας – ακόμη και οι καλογυρισμένες ερωτικές σκηνές δείχνουν παράταιρες στο πνεύμα της ταινίας – τότε το μόνο που απομένει είναι η χαριτωμένη απορία στα μάτια της κόρης της, για τα όσα συμβαίνουν. Επιπλέον, η προσπάθεια της σκηνοθέτιδας να κολακέψει ένα εστέτ κοινό, με διάφορες διανοουμενίστικες φούσκες, καταδεικνύουν και το κενό που υπάρχει ακόμη και λίγο κάτω από την επιφάνεια της ταινίας.

Η Λέα Σεϊντού, αν και κουρεμένη «αλά γκαρσόν», παραμένει ιδιαιτέρως ελκυστική, καταφέρνει να αναδείξει τις συναισθηματικές της μεταπτώσεις, τα άγχη και τη ζωντάνια μιας νέας γυναίκας, αλλά το σενάριο δεν τη βοηθά και την ταλαιπωρεί ασκόπως, σε αντίθεση με τον άρρωστο πατέρα της, τον αβανταδόρικο χαρακτήρα του οποίου ερμηνεύει έξοχα ο έμπειρος Πασκάλ Γκρέκορι. Όσον αφορά τον άχρωμο Μελβίλ Πουπό, δείχνει ότι είτε τον βάλεις στον καταψύκτη είτε στα αναμμένα κάρβουνα, αυτός θα παραμείνει χλιαρός.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Η Σάντρα, μία νεαρή διερμηνέας που μεγαλώνει μόνη την οκτάχρονη κόρη της, επισκέπτεται τακτικά τον άρρωστο πατέρα της, που σιγά σιγά χάνει το μυαλό του και δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί. Καθώς η ίδια και η οικογένειά της πασχίζουν να του προσφέρουν την φροντίδα που χρειάζεται και να του εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές γηροκομείο, η Σάντρα επανασυνδέεται με τον Κλεμάν, έναν φίλο που έχει να δει καιρό. Οι δύο τους ξεκινούν μια παθιασμένη σχέση που λειτουργεί ως αντίδοτο για εκείνη, καθώς βιώνει ολοένα και πιο επώδυνα την κατάρρευση του πατέρα της. Για πόσο όμως;

Mafia Mamma

(“Mafia Mamma”) Κωμωδία, αμερικάνικης, βρετανικής και ιταλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Κάθριν Χάρντγουικ, με τους Τόνι Κολέτ, Τόμι Ρότζερς, Μόνικα Μπελούτσι, Εντουάρντο Σκαρπέτα κα.

Ταινία που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, για όλους τους λάθους λόγους και διαψεύδει τις όποιες προσδοκίες για μία έστω απλώς διασκεδαστική ιστορία. Η Κάθριν Χάρντγουικ («Δεκατριών», «Λυκόφως», «Η Κοκκινοσκουφίτσα»), η οποία σπανίως έκανε κάποια ενδιαφέρουσα ταινία, εδώ βγάζει τον χειρότερο εαυτό της, έχοντας ως μοναδική δικαιολογία το χείριστο σενάριο.

Στην προσπάθειά της να κάνει μία γκανγκστερική κωμωδία ή σωστότερα, μία παρωδία του είδους, τελικά είναι σαν να παρωδεί την ίδια της την ταινία.

Μία συνηθισμένη νευρωτική νοικοκυρά, που η ζωή της λιμνάζει και ο άντρας της την απατά, θα μάθει ότι ο Ιταλός παππούς της πέθανε και της αφήνει στη Ρώμη την οικογενειακή επιχείρηση, δηλαδή, μία εγκληματική οργάνωση, η οποία πλήττεται από έναν πόλεμο με την αντίπαλη μαφιόζικη συμμορία.

Η ταινία της Χάρντγουικ, όμως, πλήττεται από την υπερβολή, που ξεπερνά τα όρια του γκροτέσκο, τις χοντράδες, τις ανεκδιήγητες ερμηνείες – η Τόνι Κολέτ εντελώς ακατάλληλη για τον ρόλο, ενώ η Μόνικα μοιάζει με καρικατούρα της κινηματογραφικής της περσόνας – και φυσικά το σενάριο, ένας αχταρμάς από αλλοπρόσαλλες ιστορίες, ανόητες φάρσες και κλισέ χαρακτήρες.

Ένα φιλμ, που ξεκινάει μετρίως και εξελίσσεται αποκαρδιωτικά, με το δεύτερο μέρος να είναι εντελώς χαοτικό και σπασμωδικό, ενώ η αισθητική του αμερικάνικου χιούμορ δεν προκαλεί το γέλιο, αλλά τα νεύρα του θεατή.

Οι ερμηνείες αχαρακτήριστες, ακόμη και αυτές των Ιταλών μαφιόζων, που παρουσιάζονται ως πρότυπα ηλιθιότητας, ενώ το μόνο που απαλύνει λίγο τον πόνο του θεατή είναι ορισμένα πλάνα της Ρώμης.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: H Κριστίν χρειάζεται μία αλλαγή στη ζωή της. Μια μέρα δέχεται μία αναπάντεχη κλήση από την Ιταλία, μαθαίνοντας ότι πέθανε ο παππούς της. Ταξιδεύει στη Ρώμη για να παρευρεθεί στην κηδεία κι εκεί ανακαλύπτει ότι η οικογενειακή επιχείρηση είναι μία εγκληματική οργάνωση. Με τις αντίπαλες συμμορίες να έχουν ξεχυθεί εναντίον τους, η Κριστίν καλείται να αναλάβει την ηγεσία της οργάνωσης.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Transformers: Η Εξέγερση των Θηρίων

(“Transformers: Rise of the Beast”) Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία του Στίβεν Κέιπλ Τζ. Ή καλύτερα όταν ο τενεκεδένιος Κινγκ Κονγκ συναντά τον ατσάλινο Γκοτζίλα και τα ανθρωπάκια προσπαθούν να μη γίνουν χαλκομανία στην πατούσα τους. Η ιστορία μοιάζει περιττή, εδώ μιλούν τα γραφικά, δίπλα στα οποία εμφανίζονται και οι οι Άντονι Ράμος, Mισέλ Γεό, Ρον Πέρλμαν κα.

Μια Παντρεμένη Γυναίκα

(“Une Femme Mariée”) Εξαιρετικός Ζαν Λικ Γκοντάρ του 1964, σε ένα – εντυπωσιακά ασπρόμαυρο – ερωτικό δράμα, που προβάλλεται με αποκατεστημένες ψηφιακές κόπιες. Ένα ερωτικό τρίγωνο, με τη γυναίκα να πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στον κακότροπο αλλά και παθιασμένο σύζυγό της και στον νεαρό αλλά ανώριμο εραστή της, όταν θα μείνει έγκυος, χωρίς να ξέρει ποιος είναι ο πατέρας.

Ο ερωτισμός ξεχειλίζει, χωρίς, όμως, να είναι χυδαίος ή προκλητικός, ενώ τα κορμιά, σε άσπρο φόντο, συνδέονται μοναδικά, προσπαθώντας να ενώσουν τις ψυχές τους. Ακόμη μία σπουδαία και αντισυμβατική ταινία του Γκοντάρ, για τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα και τα αδιέξοδά του, που οδηγούν σε διλήμματα και δράματα. Ένα πανέμορφο φιλμ, που μοιάζει με όαση σε σχέση με τις σημερινές ταινίες, τόσο για τη σκηνοθεσία του, όσο και για το λιτό σενάριο και τους καλογραμμένους διαλόγους, τους υπέροχους χαρακτήρες, που ερμηνεύουν θαυμαστά οι Μάτσα Μέριλ, Μπερνάρ Νοέλ, Φίλιπ Λερόι κα.