Η Ανί Ερνό (Annie Ernaux), το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2022, δεν διαθέτει μόνο το κύρος ενός διεθνούς λογοτεχνικού θεσμού, αλλά και την αγάπη πολλών αναγνωστών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μόνο μέσα στο 2022 από το Μεταίχμιο βγήκαν τρία αφηγήματά της, και τα τρία σε εξαιρετικές μεταφράσεις της Ρίτας Κολαΐτη: οι «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού», «Ο νεαρός άνδρας» και «Το γεγονός».
Η συνεχής αιώρηση της Ερνό ανάμεσα στο ατομικό και στο κοινωνικό, σε συνδυασμό με την ικανότητά της να προσδίδει συλλογικές διαστάσεις στην ατομική ιδιαιτερότητα, χωρίς την ίδια ώρα να την υποβιβάζει ή να τη θέτει εντός παρασκηνίου ποτέ, γίνεται αμέσως φανερή σε όλα τα βιβλία της. Υπενθυμίζεται πως η Ερνό γεννήθηκε στη Γαλλία το 1940, σπούδασε Φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρουέν και εργάστηκε σαν καθηγήτρια στο Centre National d’ Enseignement par Correspondence.
Το 2001 δημοσίευσε το προσωπικό της ημερολόγιο με τίτλο «Χάνομαι», ενώ τα έργα της διδάσκονται στο γαλλικό σχολείο ως σύγχρονη κλασική λογοτεχνία. Το 1984, το βιβλίο της «Η θέση», κάτι σαν βιογραφία της Γαλλίας, αλλά και σαν αυτοβιογραφία ή βιογραφία της Ερνό και της γενιάς της, τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot, ενώ «Τα χρόνια» τιμήθηκαν το 2008 με τα βραβεία Μαργκερίτ Ντυράς (Marguerite Duras) και Φρανσουά Μοριάκ (Francois Mauriac).
Πριν από λίγο καιρό, εκ νέου από το Μεταίχμιο και πάντοτε σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη, κυκλοφόρησαν δύο ακόμα έργα της Ερνό: «Η ντροπή» και το «Πάθος»: το ένα είναι για τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια στον τόπο της γέννησής της, τη Νορμανδία, και το άλλο για έναν αξέχαστο έρωτα, όταν η ίδια βάδιζε στα πρώτα βήματα της ωριμότητάς της. Σε ηλικία 11 ετών, το 1952, η ζωή της Ερνό σημαδεύτηκε από ένα εξαιρετικά βίαιο γεγονός: από την αποτυχημένη προσπάθεια του πατέρα της να σκοτώσει τη μητέρα της.
Το επεισόδιο κράτησε ελάχιστο χρόνο, η μάνα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να το σουλουπώσει στα μάτια του μικρού κοριτσιού, ο πατέρας δεν διανοήθηκε ποτέ στο υπόλοιπο του βίου του να επαναλάβει το παραμικρό, αλλά το τραύμα άνοιξε βαθιά, μένοντας έκτοτε ανοιχτό δια παντός. Στο μεταξύ η Ερνό γράφει όχι τόσο για το τραύμα όσο για τον τρόπο με τον οποίο συνόδεψε υπόγεια το σύνολο της νεανικής της ηλικίας.
Σε όλα τα αφηγήματά της, στα όρια συχνά ενός εκτεταμένου διηγήματος ή μιας σύντομης νουβέλας, η Ερνό αποδελτιώνει γυμνά και απολύτως πραγματικά περιστατικά, χωρίς να επιτρέπει τη διάβρωσή τους από τον οιοδήποτε γλυκερό τόνο ή από τον οποιοδήποτε αγοραίο συναισθηματισμό (τέτοιου τύπου φορτίσεις παραμένουν αυστηρά απαγορευμένες για το γράψιμό της).
Στη «Ντροπή» ο συγγραφικός στόχος είναι η αποσπασματική πλην λεπτομερής ανατομία του οικογενειακού και του κοινωνικού περιβάλλοντος της γαλλικής επαρχίας κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: το παντοπωλείο και το καφενείο των γονιών, οι συνοφρυωμένοι ηθικο-κοινωνικά πελάτες και θαμώνες του, οι άκρως περιορισμένοι ορίζοντες της καθημερινότητας και, πρωτίστως, το ιδιωτικό σχολείο στο οποίο φοιτούσε η Ερνό, τόπος καταπίεσης της ιδωτικότητας, αλλά και σημείο ταξικής υπεροχής (δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη λογοτεχνική επιτυχία της Γαλλίας σήμερα, ο Εντουάρ Λουί, που επιμένει επίσης στην ταξικότητα της γαλλικής επαρχίας κατά τη διάρκεια των δικών του παιδικών χρόνων, αποτελεί δεδηλωμένο θαυμαστή της Ρενό).
Η λατρεία της νεαρής γυναίκας ενόσω μεγαλώνει για τα ρούχα και τα στολίδια, οτιδήποτε επιλέγει από τον χθαμαλό περίγυρό της, όλες οι επιθυμίες της και η έκφρασή τους, σκοπεύουν να απαλείψουν το τραύμα της απόπειρας δολοφονίας σε σχέση με τον ακατάπαυστο αγώνα της να ξεφύγει, να απαλλαγεί, από την κοινωνική της μοίρα.
Στο «Πάθος» η νεαρή γυναίκα έχει μετατραπεί σε ώριμη κυρία, τρελά ερωτευμένη με έναν ξένο (μάλλον διπλωμάτη και μάλλον Ρώσο). Εν μέσω των διεθνών πολιτικών γεγονότων της δεκαετίας του 1990, μεταξύ των οποίων η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, η πολιτική αναστάτωση στην Αλγερία και η πτώση του τείχους του Βερολίνου, η πολιτική είναι κάτι σαν απόμακρη, λεπτή σκόνη για τον έρωτα της αφηγήτριας με τον ξένο (οι αφηγήσεις της Ερνό ακολουθούν κατά κανόνα το πρωτοπρόσωπο μοντέλο). Αυτή, όμως, ακριβώς η μέθοδος απεικόνισης του συλλογικού στοιχείου (σαν πιστολιά μέσα σε απόλυτη ησυχία, σαν τους κύκλους που διαγράφει μια ήσυχη επιφάνεια αν κάποιος ρίξει ένα βότσαλο στο νερό) αποκαλύπτει και τη σπάνια λογοτεχνική ικανότητα της Ερνό.
Η αφήγηση κατακλύζεται από ένα εμπύρετο άθροισμα συγκεχυμένων αισθημάτων με μοναδικό σταθερό κέντρο αναφοράς τον πόθο για σαρκική ένωση: μια εξαντλητική γεωγραφία του ανδρικού σώματος (από τα σχήματα που συγκρατεί η ατομική μνήμη μέχρι τις υψηλές εξεικονίσεις του στην ιστορία των ευρωπαϊκών παραστατικών τεχνών), σε συνδυασμό με τη διαρκή αγωνία για την πιθανή εγκατάλειψη, την ατέλειωτη δοτικότητα (ως άλλη όψη της εσωτερικής καλλιέργειας της φιλαρέσκειας), την προθυμία για υποδούλωση, τον θυμό και την αγανάκτηση λόγω της αύξουσας εξάρτησης, τις μάταιες μάχες για απεξάρτηση και, εν κατακλείδι, την άφατη οδύνη του χωρισμού και τη μεταμόρφωση της ερωτικής ιστορίας σε λογοτεχνία.
Δεν γράφουμε, σίγουρα, για να σωθούμε από έναν τελειωμένο έρωτα, όταν, ωστόσο, ξεκινάμε να γράφουμε την ιστορία του τα πάντα, έχουν, λίγο ως πολύ, ολοκληρωθεί, για να περάσουν, όπως όλες οι εμπειρίες μας, στο παρελθόν. Κι αν το παρελθόν είναι αδύνατον να επιστρέψει, ό,τι και αν επινοήσει η λογοτεχνία, θα επιζήσει τουλάχιστον η γραφή του και ο δικός της πόθος.