Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο γοητευτικός σταρ που μετατράπηκε σε βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη, ένας άνθρωπος που με τις ταινίες του βοήθησε την Αμερική να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη και που εκτός κινηματογράφου υπήρξε μαχητής της οικολογίας και θεμελιωτής του ανεξάρτητου σινεμά γύρω από το Sundance, έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Τρίτης στο σπίτι του στη Γιούτα, σε ηλικία 89 ετών.

Ο θάνατός του, που συνέβη ήσυχα στον ύπνο του, ανακοινώθηκε από την Σίντι Μπέργκερ, επικεφαλής της Rogers & Cowan PMK, χωρίς να δοθεί επίσημη αιτία.

Με μια διαχρονική απέχθεια προς την «εξυπνακίστικη απλοποίηση» του Χόλιγουντ, ο Ρέντφορντ απαιτούσε οι ταινίες του να έχουν βάθος και κοινωνικό αποτύπωμα. Συχνά έβαλε το κοινό να αντιμετωπίσει δύσκολα ζητήματα — από το πένθος έως τη διαφθορά — και το πέτυχε χάρη στο τεράστιο εκτόπισμα και το κύρος του ως καλλιτέχνη.

Ως ηθοποιός, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ σημάδεψε μερικές από τις πιο εμβληματικές στιγμές του αμερικανικού σινεμά. Στο “Butch Cassidy and the Sundance Kid” (1969) χάρισε στο κοινό ένα τρυφερό πορτρέτο δύο παράνομων σε έναν Δύση που έσβηνε, ενώ στο “All the President’s Men” (1976) έδωσε πρόσωπο στη δημοσιογραφική καταδίωξη του Νίξον την εποχή του Watergate. Στο “Three Days of the Condor” (1975) ενσάρκωσε έναν εσωστρεφή κρυπτογράφο της CIA παγιδευμένο σε ένα θανατηφόρο παιχνίδι γάτας και ποντικιού. Και με το “The Sting” (1973), την ιστορία απατεώνων στην εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, κέρδισε τη μοναδική υποψηφιότητά του για Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου.

Ως σκηνοθέτης, ο Ρέντφορντ έκανε το μεγάλο του άλμα με το “Ordinary People” (Συνηθισμένοι Άνθρωποι, 1980), μια βαθιά ανθρώπινη ταινία για το πένθος και τη σιωπηλή διάλυση μιας οικογένειας, που του χάρισε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας και το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Από εκεί και πέρα, συνέχισε να επιλέγει ιστορίες που κοιτούσαν πέρα από τη λάμψη του Χόλιγουντ: το “Quiz Show” (1994) έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της διαφθοράς και της απάτης στη δημόσια σφαίρα, ενώ με το “The Horse Whisperer” (1998) ανέδειξε τη σχέση ανθρώπου και φύσης με ποιητική ευαισθησία.

Παράλληλα, το όραμά του ξεπέρασε το προσωπικό του έργο. Με την ίδρυση του Sundance Institute και του ομώνυμου φεστιβάλ, ο Ρέντφορντ έδωσε χώρο και φωνή σε μια ολόκληρη γενιά ανεξάρτητων δημιουργών, αλλάζοντας τον χάρτη του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ υπήρξε για δεκαετίες ένας από τους πιο αγαπημένους πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ — είτε σε κωμωδίες, είτε σε δράματα, είτε σε θρίλερ. Τα στούντιο τον προώθησαν συχνά ως sex symbol, όμως η λάμψη του στην οθόνη όφειλε πολλά και στις σπουδαίες ηθοποιούς που στάθηκαν δίπλα του: την Τζέιν Φόντα στο “Barefoot in the Park” (1967), την Μπάρμπρα Στρέιζαντ στο “The Way We Were” (1973), τη Μέριλ Στριπ στο “Out of Africa” (1985).

Η κριτικός Pauline Kael έγραψε κάποτε στο New Yorker: «Ο Ρέντφορντ δεν υπήρξε ποτέ τόσο εκτυφλωτικά λαμπερός όσο όταν τον βλέπαμε μέσα από τα ερωτευμένα μάτια της Μπάρμπρα Στρέιζαντ».

Το οικονομικό τράνταγμα που βίωσε στα τελευταία χρόνια της ζωής του ίσως να τον ώθησε να βυθιστεί ξανά στην ουσία της υποκριτικής. Το 2013, σε ηλικία 75 ετών, ανέλαβε τον μοναδικό ρόλο στο “All Is Lost”, την ιστορία ενός ναυτικού που παλεύει μόνος του για να επιβιώσει στη θάλασσα. Ήταν μια σχεδόν σιωπηλή ταινία, γυρισμένη σε δεξαμενές νερού στη Μπάχα Καλιφόρνια, που απαιτούσε από τον Ρέντφορντ σωματική αντοχή και ψυχική πειθαρχία. Παρά τις διθυραμβικές κριτικές, το Χόλιγουντ τον αγνόησε στα Όσκαρ, κι εκείνος δεν μάσησε τα λόγια του: κατηγόρησε ευθέως τους διανομείς για έλλειψη στήριξης στην προώθηση.

Οι τελευταίες του κινηματογραφικές εμφανίσεις έκλεισαν τον κύκλο με τρυφερότητα και μια αίσθηση αποχαιρετισμού. Στο “Our Souls at Night” (2017), ξαναβρέθηκε με την Τζέιν Φόντα σε μια ρομαντική ιστορία δύο ανθρώπων στο λυκόφως της ζωής τους. Έναν χρόνο μετά, στο “The Old Man and the Gun” (2018), υποδύθηκε έναν ηλικιωμένο ληστή τραπεζών, σε έναν ρόλο που έμοιαζε να καθρεφτίζει τον ίδιο του τον μύθο: γοητευτικός, ακούραστος, μα πάντα έτοιμος να πει το τελευταίο αντίο με στυλ.

Η απόσυρσή του από την υποκριτική ήταν αναπόφευκτη· οι δεκαετίες ιππασίας και τένις είχαν φθείρει το σώμα του, αφήνοντας το αποτύπωμα της ζωής πάνω στη φιγούρα του. Όμως ο Ρέντφορντ δεν έσβησε. Αντίθετα, αποσύρθηκε ως ένας ζωντανός θρύλος που είχε ήδη αφήσει το ανεξίτηλο σημάδι του.

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.