Ο Τομ Ρόμπινς, ο συγγραφέας των κοσμικά χιουμοριστικών μυθιστορημάτων για ωτοστόπερ με γιγαντιαίους αντίχειρες, μαστουρωμένους μυστικούς πράκτορες και μυστικιστές χρηματιστές, που κατέκτησαν εκατομμύρια αναγνώστες στη δεκαετία του ’70 μέσα στην αντικουλτούρα της εποχής, έφυγε από τη ζωή την Κυριακή στο σπίτι του στο La Conner της Ουάσινγκτον. Ήταν 92 ετών.

Ο γιος του, Φλίτγουντ, επιβεβαίωσε τον θάνατό του, χωρίς να αναφέρει την αιτία.

Τα βιβλία του, μαζί με εκείνα των Κάρλος Καστανέντα, Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν και Κερτ Βόννεγκατ, ήταν πανταχού παρόντα στα ράφια και στα αυτοσχέδια κομοδίνα της ύστερης χίπικης εποχής – εκεί, ανάμεσα στο τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ και την άνοδο της Αμερικής του Ρόναλντ Ρίγκαν. Ο Ρόμπινς ήταν από τους σπάνιους συγγραφείς που κατάφεραν να αποκτήσουν ταυτόχρονα cult following και καθεστώς συγγραφέα μεγάλων best-seller.

Με τις δαιδαλώδεις αφηγήσεις του, τις ποπ-φιλοσοφικές παρεκβάσεις και τις συνεχείς αιχμές κατά των κοινωνικών συμβάσεων και της οργανωμένης θρησκείας, τα βιβλία του ήταν το ιδανικό ανάγνωσμα για acid trips, συναυλίες των Grateful Dead και σαββατοκύριακα γιόγκα—πολύ πριν αυτά γίνουν κυριλέ και mainstream.

Αν και συνέχισε να γράφει και στον 21ο αιώνα, ο Τομ Ρόμπινς παρέμεινε πιστός σε τίτλους που ανέδιδαν τη φωσφορίζουσα, παιχνιδιάρικη αισθητική της εποχής του, όπως «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» (1976), «Μισοκοιμισμένος με πιτζάμες βατράχου» (1994) και «Άγριοι ανάπηροι επιστρέφουν από τροπικά κλίματα» (2000).

Οι πλοκές του ήταν δευτερεύουσες και δύσκολο να περιγραφούν· κανείς δεν διαβάζει ένα μυθιστόρημα του Τομ Ρόμπινς για τη σφιχτοδεμένη αφήγησή του, αλλά για την ενεργητικότητα μιας καλοδουλεμένης πρότασης. Το λογοτεχνικό του νόμισμα ήταν η υπερβολή, η ειρωνεία, το μπανάλ μεγαλείο και η κωμική μυθοπλασία, συνδυασμένα με έναν τρόπο που ήταν αμιγώς δικός του.

Παράξενο, νοσταλγικό, αδιόρατα ανησυχητικό—ό,τι κι αν ήταν, οι θαυμαστές του δεν χόρταιναν το έργο του.

Το πρώτο του βιβλίο, «Άλλη μια αξιοθέατη στάση στο δρόμο» (1971), έλαβε διθυραμβικές κριτικές (το Rolling Stone το χαρακτήρισε «το κατεξοχήν μυθιστόρημα της δεκαετίας του ’60»), και παρότι αρχικά απέτυχε σε σκληρόδετη έκδοση, απογειώθηκε ως paperback. Μέχρι την κυκλοφορία του «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν», πέντε χρόνια αργότερα, το «Άλλη μια αξιοθέατη στάση στο δρόμο» είχε ήδη πουλήσει πάνω από 100.000 αντίτυπα.

Αν και τα βιβλία του συνέχιζαν να κάνουν το ντεμπούτο τους στη λίστα των best sellers των New York Times, οι κριτικοί άρχισαν ολοένα και περισσότερο να τον αποκαλούν «απολίθωμα» της δεκαετίας του ’60—ένας χαρακτηρισμός που τον ενοχλούσε βαθύτατα. Ακόμα μεγαλύτερη αγανάκτηση του προκαλούσαν οι κριτικοί που απαιτούσαν να επιλέξει ανάμεσα στο χιούμορ και τη σοβαρότητα, λες και τα δύο ήταν ασυμβίβαστα μεταξύ τους.

Ωστόσο, ένα από τα μυστικά της διαχρονικής του επιτυχίας με το κοινό ήταν ακριβώς αυτό που ενοχλούσε πολλούς κριτικούς του: ακόμα κι όταν εκείνος (και εκείνοι) γερνούσαν, διατηρούσε την ίδια φιλοσοφική τρέλα που χαρακτήριζε τα πρώτα του γραπτά—αν και ο ίδιος αρνιόταν να την αποκαλέσει ασέβεια.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.