Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αποκαλούμενης «γενιάς του ‘60», ο Χρίστος Καράς, πέθανε σε ηλικία 93 ετών.
Για την επαναστατημένη γενιά τυ, ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του:
«Η γενιά μου άλλαξε τη ροή της Ιστορίας με το πνευματικό χέρι που μας έδωσε η Ευρώπη.Οι καλλιτέχνες που έχουν κάνει ένα σοβαρό έργο κι ένα όνομα είναι αυτοί που βύζαξαν από το αστείρευτο γάλα της Ευρώπης. Τέτοιο βύζαξα και ’γώ με τον δικό μου τρόπο και για τις δικές μου ανάγκες. Και ο καθένας βύζαξε και εκφράστηκε σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες. Εκεί βρίσκεται και το μειονέκτημα της ελληνικής τέχνης. Οι Έλληνες καλλιτέχνες δεν υπακούουν σ έναν κανόνα, δεν έχουν κοινά στοιχεία. Ο καθένας έχει τον δικό του κανόνα και για τον λόγο αυτό σήμερα η ελληνική ζωγραφική δεν έχει ενιαίο πρόσωπο. Δηλαδή δεν μπορεί κάποιος να πει ότι αυτό είναι ελληνική ζωγραφική.»
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας στις 9 Δεκεμβρίου 1930 και σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Η κατάρτισή του στην ζωγραφική
Μετά από διετή φοίτηση στην Πάντειο (1948 – 1950), σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. (1951 – 1955), κοντά στο Γιάννη Μόραλη και το Γιάννη Παππά. Ως υπότροφος του Ι.Κ.Υ. σπούδασε φρέσκο στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1957 – 1960) και παρέμεινε στη Γαλλία έως το 1963, ταξιδεύοντας παράλληλα σε γειτονικές χώρες, όπως στο Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Μ. Βρετανία. Δέκα χρόνια αργότερα, με υποτροφία του Ιδρύματος Ford, εργάστηκε στη Νέα Υόρκη (1973 – 1975). Κατά το διάστημα αυτό επισκέφτηκε πολλές πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά.
Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1961 στην γκαλερί “Ζυγός”, ενώ ήδη από το 1952 άρχισε να παίρνει μέρος σε Πανελλήνιες εκθέσεις. Σημαντική επίσης είναι η παρουσία του σε διεθνείς ομαδικές εκθέσεις (Γ΄ Μπιενάλε Νέων Παρίσι 1963, Ζ΄ Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας 1965, Μπιενάλε Σάο Πάολο 1967, Μπιενάλε Βενετίας 1984, Δ΄ Μπιενάλε Ευρωπαϊκής Χαρακτικής Μπάντεν – Μπάντεν 1985). Το 1963, μέσα στο πλαίσιο των προσπαθειών για την ανανέωση του καλλιτεχνικού κλίματος στην Ελλάδα, μετείχε στην ίδρυση της ομάδας “Τομή”, και το 1976 του “Συνδέσμου Καλλιτεχνών”.
Από τα πρώτα κολάζ προχώρησε σε παραστατικά έργα εξπρεσιονιστικού και σουρεαλιστικού χαρακτήρα, για να δώσει αργότερα συνθέσεις, όπου στοιχεία της αντικειμενικής πραγματικότητας αποδίδονται με ποιητική διάθεση, αξιοποιώντας παράλληλα κατακτήσεις προηγούμενων φάσεων της δουλειάς του, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στο ρόλο του σχεδίου.
Συγχρόνως ταξιδεύει σε Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία και Αγγλία. Αργότερα πραγματοποιεί πολλά ταξίδια σε Βενετία, Βασιλεία, Κάσσελ, Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, παρακολουθώντας τις μεγάλες διεθνείς εκθέσεις.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα μετέχει ενεργά στην προσπάθεια για τη δημιουργία ενός σύγχρονου καλλιτεχνικού κλίματος, με πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, τηλεοπτικές παρουσίες και συνεντεύξεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Ιδρύει επίσης με άλλους καλλιτέχνες την ομάδα «Τομή» (1963) και τον «Σύνδεσμο Ελλήνων Καλλιτεχνών» (1976).
Συμμετέχει στην οργάνωση του «Α’ Συνεδρίου Ελλήνων Καλλιτεχνών Πλαστικών Τεχνών» (1963), του Συμποσίου με θέμα: «Ίδρυση Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Ελλάδα» (1977) και του Συμποσίου με θέμα: «Σύγχρονη τέχνη και παράδοση» (1981). Το 1984 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 41η Μπιενάλε Βενετίας.
Το 2001, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του, ενώ το 2004 δημιούργησε τη μνημειακή σύνθεση «Διαστημική Ποίηση», για το Σταθμό Χαλανδρίου του Μετρό.
Ο ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης έχει πει για τον Χρίστο Καρά: «Ειδικά για τον Καρά θα πρόσθετα οπωσδήποτε και τη λέξη “κομψότητα”. Επειδή αυτή η κομψότητα δεν είναι μόνο βασικό χαρακτηριστικό της λυρικής όσο και μελαγχολικής ζωγραφικής του, του συγκαλυμμένου ή απροκάλυπτου ερωτισμού που διακρίνουν τα σώματα ή τα αντικείμενα των εικόνων του αλλά και η γενικότερη στάση της ζωής του. Αισθητική, πολιτική και κοινωνική – συμβιωτική…»