Ένα διαφορετικό φεστιβάλ εξελίσσεται πίσω από το κόκκινο χαλί της λάμψης και των μεγάλων σταρ του 80ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Είναι το πρωτότυπο, τολμηρό φεστιβάλ της ψηφιακής εποχής που αποτελείται από ταινίες εικονικής πραγματικότητας και εγκαταστάσεις εμβύθισης. Πίσω ακριβώς από το Palazzo del Casino στο Λίντο βρίσκεται το λιλιπούτειο νησάκι Lazzaretto Vecchio, το οποίο έως το 1630 λειτουργούσε ως λοιμοκαθαρτήριο.
Εκεί, μέσα σ’ ένα υπέροχα ανακαινισμένο κτίριο, οι επισκέπτες της Μόστρα βιώνουν την εμπειρία του μελλοντικού κινηματογράφου, στο Venice Immersive. Ένα τμήμα του φεστιβάλ αφιερωμένο αποκλειστικά στις τεχνολογίες εμβύθισης, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα μέσα δημιουργικής έκφρασης εκτεταμένης πραγματικότητας: βίντεο 360° και έργα XR κάθε πιθανής διάρκειας, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων και των εικονικών κόσμων. Φυσικά για να παρακολουθήσει κανείς αυτά τα έργα θα πρέπει να φορέσει μία ειδική κάσκα, ακουστικά και αρκετές φορές να χρησιμοποιήσει τηλεχειριστήρια, να περιηγηθεί σε διάφορα δωμάτια, να καθίσει οκλαδόν στο πάτωμα ή να ξαπλώσει αναπαυτικά σε μαξιλάρια.
Στο τμήμα Venice Immersive παρουσιάζονται 43 έργα από 25 χώρες και 24 έργα στην ενότητα Worlds Gallery που περιλαμβάνει εικονικούς κόσμους που μπορείς να τους βιώσεις ως μέρος μιας περιπατητικής εμπειρίας.
Το ONX Studio του Ιδρύματος Ωνάση από τη Νέα Υόρκη – ένα υβριδικό στούντιο παραγωγής και ένας εκθεσιακός χώρος με μια παγκόσμια κοινότητα μελών που δημιουργούν διαδραστικά και εμβυθιστικά έργα Επαυξημένης Πραγματικότητας (XR) συμμετέχει φέτος στο Venice Immersive του Φεστιβάλ Βενετίας με τρία έργα: το «Tulpamancer» των Matthew Niederhauser και Marc Da Costa, το «Shadowtime» των Sister Sylvester και Deniz Tortum, και το «Forager» των Winslow Porter και Elie Zananiri. Τα δύο πρώτα συμμετέχουν στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Venice Immersive και το τρίτο στην ενότητα με τα καλύτερα έργα των τελευταίων ετών.
«Η επιλογή των τριών έργων που κατατέθηκαν στη Βενετία προήλθε από το σύνολο των έργων που αυτή τη στιγμή δουλεύουν καλλιτέχνες μέσα στο ONX Studio της Νέας Υόρκης. Κάποιοι από αυτούς ήρθαν τον τελευταίο χρόνο, ενώ με άλλους συνεργαζόμαστε ήδη αρκετό καιρό και τώρα βλέπουμε σιγά σιγά να δημιουργούν ομάδες μεταξύ τους και πρότζεκτ τα οποία έχουν ένα παγκόσμιο αντίκτυπο. Αψηφώντας τα είδη, το ONX ενισχύει τη συνεργασία, τη διασταύρωση και τη διαθεματικότητα – αναζητώντας και αναδεικνύοντας τις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας» αναφέρει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Διευθυντής Ψηφιακής Ανάπτυξης και Καινοτομίας του Ιδρύματος Ωνάση, Πρόδρομος Τσιαβός.
Όπως εξηγεί, το Ίδρυμα Ωνάση πραγματοποίησε μία πολύ τολμηρή στρατηγική αλλαγή το 2019. «Από εκεί που χρησιμοποιούσε τους χώρους του στο κτίριο της πέμπτης λεωφόρου στη Νέα Υόρκη προκειμένου να αναδείξει τη σημασία του ελληνικού πολιτισμού μέσα από τις αρχαιότητες, επέλεξε να δημιουργήσει ένα στούντιο στο οποίο κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τη σημερινή εποχή μπορούν να διερευνηθούν από ομάδες καλλιτεχνών, προγραμματιστών, business developers.. Η επιλογή αυτή μπορεί να έμοιαζε κάπως ανορθόδοξη τότε, όμως φαίνεται να δικαιώνει το Ίδρυμα Ωνάση και ειδικότερα τον πρόεδρο του Αντώνη Παπαδημητρίου που με δική του πρωτοβουλία έγινε αυτή η μεταστροφή, καθώς και τη Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Αφροδίτη Παναγιωτάκου η οποία στήριξε και κατηύθυνε αυτή τη νέα δραστηριότητα από την Αθήνα. Τέσσερα χρόνια μετά βλέπουμε έργα καλλιτεχνών του ONX Studio να υπάρχουν σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ παγκοσμίως. Ήδη έχουν παρουσιαστεί κάποια έργα καλλιτεχνών στα φεστιβάλ South by Southwest, Τραϊμπέκα και Σάντανς, τώρα είμαστε στη Βενετία, ακολουθεί η Ars Electronica και αναμένουμε το CPH DOX στη Δανία, το IDFA στο ‘Αμστερνταμ και το RIXC στη Ρίγα. Πρόκειται για μια προσπάθεια η οποία καταδεικνύει το πώς ένα ίδρυμα με ελληνικές ρίζες μπορεί να παράγει πολιτιστικές δημιουργίες οι οποίες είναι παγκόσμιες, είναι δηλαδή κατανοητές σε διαφορετικά μέρη και ταυτόχρονα είναι και πάρα πολύ τοπικές. Το είδαμε και με έργα του ONX Studio που δημιουργήθηκαν και στην έκθεση Plasmata στα Γιάννενα και στο Cavafy Festival στη Νέα Υόρκη» σημειώνει.
Προσωπικές μνήμες, οικολογική κατάρρευση και το βασίλειο των μανιταριών
Το «Tulpamancer», ένα από τα πιο δημοφιλή έργα στο φετινό Venice Immersive στο οποίο όλοι προσπαθούν να βρουν μια θέση, είναι μια διαδραστική εγκατάσταση- σαγηνευτική εμπειρία που κάνει τους θεατές να επιστρέφουν σε κομβικές στιγμές της ζωής τους και με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης να εξερευνούν βαθύτερες πλευρές του εαυτού τους. Οι δημιουργοί του, Matthew Niederhauser και Marc Da Costa κατασκευάζουν μια ονειρική εμβυθιστική συνάντηση με τις προσωπικές μνήμες του κοινού, με τη βοήθεια της εικονικής πραγματικότητας. Μετά από μια συνέντευξη που δίνουν αρχικά οι συμμετέχοντες σε μια κονσόλα υπολογιστή, που έχει ξεχαστεί σε μία αποθήκη από τη δεκαετία του ‘90, φορούν ακουστικά και αφήνουν φωνές να τους καθοδηγήσουν μέσα από μια σειρά μοναδικά κατασκευασμένων εικονικών κόσμων, οι οποίοι ανακαλούν και αμφισβητούν αναμνήσεις από το παρελθόν τους και εξερευνούν πιθανά μέλλοντα.
Το ενδιαφέρον σε αυτό το έργο είναι ότι η εμπειρία που προσφέρει είναι εντελώς μοναδική και εξατομικευμένη αφού κάθε θεατής που μπαίνει μέσα παρακολουθεί κάτι τελείως διαφορετικό από τους άλλους. «Οι συμμετέχοντες καλούνται να βρεθούν σε έναν κόσμο που έχει δημιουργηθεί αποκλειστικά γι’ αυτούς. Κάθε αλληλεπίδραση παράγει ένα μοναδικό έργο που διαγράφεται στο τέλος της προβολής του, αφήνοντας το μόνο να αντηχεί στο μυαλό κάθε συμμετέχοντα» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Matthew Niederhauser.
Το εντυπωσιακό «Shadowtime» καλεί τον θεατή να αντιμετωπίσει το σώμα του, ενώ κινείται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες, (την εικονική και τον φυσικό χώρο) δημιουργώντας μια εικονική ρέπλικα της πραγματικότητας εν μέσω της οικολογικής κατάρρευσης που εκτυλίσσεται στον πραγματικό κόσμο. «Η Alma, ένας μυστηριώδης οδηγός σε αυτόν τον διπλό κόσμο, μας οδηγεί μέσα από ερωτήσεις σχετικά με την κλιματική κρίση, τις ασυμβίβαστες πραγματικότητες και τον εικονικό κόσμο ως μέρος για να βρούμε καταφύγιο» εξηγούν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι δημιουργοί του Shadowtime. Καθώς το έργο κάνει παραλληλισμούς ανάμεσα στην περιβαλλοντική κατάρρευση και την ιστορία της εικονικής πραγματικότητας, ο θεατής ταξιδεύει σε εντελώς νέους και φαινομενικά ρεαλιστικούς εικονικούς κόσμους μέσα από μια φουτουρο-νοσταλγική περιήγηση – κάτι που υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η αισθητική της εικονικής πραγματικότητας θα μπορούσε να μην ξεχωρίζει από τον πραγματικό κόσμο.
Κατά τη διάρκεια αυτής της εμπειρίας, μέσα σε έναν σκοτεινό θάλαμο (camera obscura), οι θεατές διαβάζουν ένα χειροποίητο βιβλίο που επιχειρεί ν’αλλάξει την αντίληψή τους. «Με αυτή τη δουλειά τους, οι καλλιτέχνες Sister Sylvester και Deniz Tortum ουσιαστικά προσκαλούν τον θεατή να δει τη συνέχεια ανάμεσα σε τεχνολογίες οι οποίες υπήρχαν και πριν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και είχαν τον χαρακτήρα της εμβύθισης και τον κάνουν να αναρωτηθεί για τη σχέση του με το περιβάλλον αλλά και με άλλους ανθρώπους και όντα, φυσικά και ψηφιακά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Sister Sylvester πραγματοποιεί μία αρχαιολογία της τεχνολογίας. Η δουλειά της αναζητεί πάντοτε τη σχέση ανάμεσα σε διάφορες τεχνολογίες, αλλά θέτει και ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τα όρια της ταυτότητας και τα όρια του ανθρωπίνου σώματος , με το πού ξεκινάει ο ψηφιακός και πού σταματάει ο πράγματος κόσμος» σημειώνει ο Πρόδρομος Τσιαβός.
Το «Forager» των Winslow Porter και Elie Zananiri, μας βάζει να αναρωτηθούμε τι θα συνέβαινε αν μαθαίναμε περισσότερα για τα μανιτάρια και το αχανές υπόγειο δίκτυο που δημιουργούν και τροφοδοτεί κρυφά την έμβια ζωή στον πάνω κόσμο . Μια άκρως εμβυθιστική εμπειρία και μοναδική στο είδος της διαδραστική, ογκομετρική, time-lapse εγκατάσταση. Οι θεατές βιώνουν το θαύμα του βασιλείου των μανιταριών μέσα από εναλλαγή οπτικών γωνιών, ενισχύοντας τελικά μια στενότερη σύνδεση με τον φυσικό κόσμο.
«Στο έργο αυτό το οποίο σε ένα μεγάλο βαθμό προέκυψε μέσα στην πανδημία οι δημιουργοί θέτουν ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Στην ουσία το έργο μας ζητάει να αλλάξουμε οπτική και να μην σκεφτούμε ως άνθρωποι, αλλά ως μανιτάρια» εξηγεί ο Πρ. Τσιαβός. «Ετσι, αλλάζοντας την προοπτική μας, χάνοντας το ανθρώπινο σώμα και ζώντας μία διαδικασία ωρίμανσης από το σπόρο μέχρι την ίδια τη δημιουργία του μανιταριού η οποία συνοδεύεται από οσμές, ήχους και την αίσθηση του αέρα στο πρόσωπό μας, οι καλλιτέχνες δημιουργούν μια βαθιά εμβυθιστική εμπειρία εκτεταμένης πραγματικότητας στην οποία ο θεατής καλείται να αναρωτηθεί αν η ανθρώπινη είναι η μοναδική υποκειμενικότητα που υπάρχει» προσθέτει.
Οι δημιουργοί του έργου, Winslow Porter και Elie Zananiri, αναφέρουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως καλλιτεχνικός τους διευθυντής είναι η μητέρα- φύση και προσκαλούν το κοινό να εξερευνήσει τη μαγευτική ομορφιά ενός αόρατου κόσμου, όπου ο χρόνος, η ανάπτυξη και τα θαύματα της μυκητολογίας συγκλίνουν για να εμπνεύσουν μια βαθύτερη σύνδεση με το περιβάλλον μας.
Σχετικά με την επιλογή των τριών έργων για το Venice Immersive, ο Πρόδρομος Τσιαβός εξηγεί πως έγινε ουσιαστικά με βάση το ποια έργα θεώρησαν ότι ήταν τα πλέον ώριμα και είχαν το μεγαλύτερο βαθμό καινοτομίας για να είναι υποψήφια στο διαγωνιστικό τμήμα του Immersive, και ταυτόχρονα αυτά που πίστευαν ότι είχαν τις περισσότερες δυνατότητες να αναδειχθούν. «Δύο από τα 28 έργα που συμμετέχουν στο επίσημο διαγωνιστικό είναι από το ONX Studio. Δεν υπάρχει άλλο στούντιο που να έχει δυο έργα στο διαγωνιστικό και τρία έργα συνολικά στο Immersive. Ελπίζουμε οι επιλογές μας να δικαιωθούν» αναφέρει ο Πρ. Τσιαβός τονίζοντας πως το ONX αποσκοπεί να γίνει ένας κόμβος σε ένα δυναμικό παγκόσμιο οικοσύστημα νέων πρακτικών και ιδεών, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη, την εκτέλεση και την κινητικότητα νέων έργων, και συμμετέχοντας σε σημαντικούς διεθνείς χώρους επιρροής.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ