«Ουδείς άσφαλτος», που θα έλεγε και η Λαίδη Αντζι.
Ολοι μας κατα καιρούς έχουμε πει χαζομάρες για άλμπουμ που ακούσαμε, ταινίες που είδαμε και βιβλία που διαβάσαμε. Χαζομάρες και πράγματα που δεν ίσχυαν αρχικά, ακριβώς επειδή δεν τα «πιάσαμε» με την πρώτη -ίσως όπως τα κατανοήσαμε καλύτερα με την δεύτερη ακρόαση, ανάγνωση ή θέαση.
Οι παρακάτω περιπτώσεις, πάντως, από έμπειρους κριτικούς του σινεμά, του βιβλίου και της μουσικής δείχνουν ότι μεταξύ μας κυκλοφορούν όντως κάποιοι… «μυδωδιάδες»: άνθρωποι που αντιμετώπισαν εξαρχής ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο με μια καχυποψία, επιφυλακτικότητα, έως και συμπλεγματική εμπάθεια.
Ακολουθούν 10 πολύ σημαντικά βιβλία, 10 πραγματικά σπουδαίες ταινίες και 10 εξαιρετικά επιδραστικά άλμπουμ που όταν κυκλοφόρησαν, κατακρεουργήθηκαν από τους κριτικούς.
ΒΙΒΛΙΑ
«Ο Τροπικός του Καρκίνου» του Χένρι Μίλερ
«Ο Μίλερ στέκεται κάτω από τη λάμπα του δρόμου του στο Παρίσι, προκλητικός αλλά σίγουρα μεθυσμένος, μαζεύοντας τα λογοτεχνικά του αλιεύματα που είναι, ταυτόχρονα και ισόποσα, ανάμεικτα ομορφιάς αλλά και κοινοτοπίας και επαναλαμβανόμενης αηδίας. Ο Μίλερ είναι λίγο αξιολύπητος γιατί νομίζει ότι ανακάλυψε κάτι συμαντικό, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι είναι αποκλειστικά και μόνο ένας τουρίστας σε μια ξενάγηση. Εντέλει, είναι απλά ένας αδηφάγος και ατάλαντος επαρχιώτης [hick]», έγραψε τότε ο κριτικός του New Republic.
«Catch-22» του Τζόζεφ Χέλερ
«Δεν είναι καν ένα καλογραμμένο βιβλίο. Σού δίνει την εντύπωση ότι κάποιος απλά φώναξε στην τύχη μερικές σκόρπιες λέξεις πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί», ήταν η κριτική του The New Yorker από το 1961.
«American Psycho» του Μπρετ Ιστον Έλις
«Προκλητικά βαρετό και, για το μεγαλύτερο μέρος του, βαθύτατα σιχαμένο. Οχι όμως σιχαμένο με ενδιαφέροντα τρόπο, αλλά σιχαμένο με σιχαμερό τρόπο. Ενα αρρωστημένο και άνευ νοήματος βιβλίο που χρησιμεύει στον συγγραφέα του μόνο ως ένας τρόπος προκειμένου να κερδίσει λίγα χρήματα ή δόξα», ανέφερε ο κριτικός βιβλίου (και συγγραφέας και ο ίδιος) Sir Andrew Morton στην εφημερίδα Observer το 1991.
«The Handmaid’s Tale» της Μάργκαρετ Άτγουντ
«Αλλά η πιο εμφανής έλλειψη, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα – κλασικά του είδους – δυστοπικά βιβλία, είναι η αδυναμία του αναγνώστη να φανταστεί μια γλώσσα που να ταιριάζει με το αλλαγμένο πρόσωπο της ζωής που περιγράφει το βιβλίο. Τίποτα σαν το γλωσσικό tour de force του “A Clockwork Orange”. Η γραφή του “The Handmaid’s Tale” είναι αδιάκριτη με διπλή έννοια, συνηθισμένη, αλλά ταυτόχρονα και δυσδιάκριτη από τον συνηθισμένο συγγραφικό τρόπο έκφρασης της Άτγουντ. Αυτό είναι ένα σοβαρό ελάττωμα, σχεδόν ασυγχώρητο: γιατί μιλάει για ένα ένα μέλλον στο οποίο δεν έχει επινοηθεί καμία γλώσσα γι’ αυτό δεν έχει και καμία προσωπικότητα. Γι’ αυτό και είναι παντελώς ανίσχυρο να τρομάξει τον οποιονδήποτε», έγραψε ο κριτικός των New York Times.
«For Whom The Bell Tolls» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ
«Ένας δεξιοτέχνης του διηγήματος, ο Χέμινγουεϊ εδώ εμφανίζεται λιγότερο δεξιοτέχνης απέναντι στην κατανόηση της μορφής του περίτεχνου μυθιστορήματος. Το βιβλίο του είναι άλλοτε χαλαρό και άλλοτε υπερ-διογκωμένο. Και είναι σίγουρα αρκετά μεγαλύτερο απ’ όσο θα έπρεπε», έγραψε τότε ο κριτικός του New Republic.
«The Great Gatsby» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ
«Το νέο μυθιστόρημα του Σκοτ Φιτζέραλντ δεν είναι παρά ένα λογοτεχνικό ανέκδοτο, ένα συγγραφικό αστειάκι. Αυτή η ιστορία που περιγράφει είναι προφανώς ασήμαντη και δεν συγκρίνεται καν με τα προηγούμενα βιβλία του. Αυτό που ενοχλεί, βασικά, είναι το ξεκάθαρο γεγονός ότι είναι απλώς μια κοινότυπη ιστορία και ότι ο Φιτζέραλντ φαίνεται να ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να διατηρήσει το σασπένς στον αναγνώστη του παρά να μπει κάτω από το “πετσί” των ηρώων του», έγραψε ο κριτικός βιβλίων της εφημερίδας The Chicago Tribune.
«To Kill a Mockingbird» της Χάρπερ Λι
«Το πρόβλημα της συγγραφέως είναι ότι θέλει να πει την ιστορία που επιθυμεί από την σκοπιά της παιδικής συνείδησης -και αυτό είναι κάτι που δεν καταφέρνει ποτέ της να το κάνει», έγραψε το The Saturday Review.
«On the Road» του Τζακ Κέρουακ
«Δεν είναι τόσο ένα μυθιστόρημα, όσο ένας μακρύς σπιραλοειδής λαβύρινθος εμπνευσμένος από τη λεγόμενη γενιά ποιητών «beat» αλλά και ένα παράδειγμα του βαθμού στον οποίο μερικά από τα πιο πρωτότυπα βιβλία που εκδίδονται σε αυτή τη χώρα εξαρτώνται από το παράξενο και το ασυνήθιστο», ανέφεραν οι New Yor Times.
«Slaughterhouse-Five» του Κερτ Βόνεγκατ
«Οι σύντομες και επικίνδυνα επίπεδες προτάσεις από τις οποίες αποτελείται το μυθιστόρημα μεταφέρουν το συναίσθημα του σοκ και της απελπισίας πολύ καλύτερα από μια σειρά γεγονότων. Και η σκόπιμη απλότητα της συγγραφής του είναι εξίσου επικίνδυνη με το δήθεν μεγαλειώδες ύφος του ενώ ο Vonnegut περιστασιακά καταπέφτει στην ανοησία», έγραψε το New Yorker.
«The Catcher in the Rye» του Τζέι Ντι Σάλιντζερ
«Το βιβλίο στο σύνολό του είναι απογοητευτικό και όχι μόνο επειδή είναι μια επανεπεξεργασία ενός θέματος που κάποιος αρχίζει να υποψιάζεται ότι απλά παρουσιάζει μια τύπου εμμονή στον ίδιο τον συγγραφέα. Στη διάρκεια των 277 σελίδων του, ο αναγνώστης κουράζεται από την επανάληψη, όπως ακριβώς θα κουραζόταν κανείς για τον ίδιο τον πρωταγωνιστή του, τον Χόλντεν Κόλφιλντ. Και ο ίδιος αναγνώστης υποφέρει από ένα ενοχλητικό συναίσθημα ότι ο Χόλντεν δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο ευαίσθητος και οξυδερκής, όσο πιθανώς νόμιζε ο ίδιος και ο δημιουργός του», έγραψε τότε ο κριτικός του New Republic.
ΜΟΥΣΙΚΑ ΑΛΜΠΟΥΜ
Led Zeppelin — Led Zeppelin
«Με την προθυμία τους να σπαταλήσουν το σημαντικό τους ταλέντο σε ένα παντελώς ανάξιο υλικό, οι Zeppelin δημιούργησαν ένα άλμπουμ που θυμίζει δυστυχώς τους Jeff Beck Group, οι οποίοι είναι επίσης απολύτως πρόθυμοι να γίνουν μια οne-man-show μπάντα. Ο Ρόμπερτ Πλαντ είναι τόσο ανόητος όσο ο Ροντ Στιούαρτ, αλλά δεν είναι καν τόσο συναρπαστικός, ενώ ο Τζίμι Πέιτζ είναι ένας πολύ περιορισμένος παραγωγός που επιπλέον γράφει τραγούδια χωρίς φαντασία. Πρέπει επειγόντως να βρουν έναν καλό παραγωγό ήχου αλλά και κάποιο μουσικό υλικό που να αξίζει τη συλλογική προσοχή», έγραψε τότε ο κριτικός John Mendelsohn του περιοδικού Rolling Stone.
Black Sabbath — Black Sabbath
«Ολόκληρο το άλμπουμ είναι ένα μάτσο σκατά: παρά τους σκοτεινούς τίτλους τραγουδιών και μερικούς ανόητους στίχους που ακούγονται σαν οι Vanilla Fudge να αποτίουν φόρο τιμής στον Aleister Crowley, το άλμπουμ δεν έχει καμία σχέση με τον πνευματισμό, τον αποκρυφισμό ή οτιδήποτε άλλο. Ακούγονται ακριβώς όπως οι Cream… αλλά πολύ χειρότεροι», έγραψε ο κριτικός του Rolling Stone, Lester Bangs.
Daft Punk — Discovery
«Αυτοί οι τύποι ακούγονται τόσο Γάλλοι που θέλω να τους ταΐσω με το ζόρι και να τους κόψω τα συκώτια [σ.σ: αναφέρεται στο τρόπο παρασκευής του γαλλικού πιάτου φουά-γκρα]. Αυτοί οι νέοι και μοντέρνοι τύποι μπορεί να νομίζουν ότι το χαλασμένο synth τους ακούγεται ανθρωπιστικό αλλά κάνουν λάθος. Και το «One More Time» είναι απλώς ένα ενοχλητικό generic τραγούδι χωρίς καμία καινοτομία», έγραψε ο Αμερικανός Robert Christgau, ο (αυτο)αποκαλούμενος «Dean of Rock Critics».
Radiohead — ΟΚ Computer
«Οι Radiohead δεν θα γνώριζαν έναν τραγικό ήρωα ακόμη και αν το προσπαθούσαν, ενώ θεωρούν ότι ο ορισμός της soul μουσικής είναι η φωνή του Bono, τον οποίο μιμούνται ακατάπαυστα με τον κίνδυνο να ακούγονται ακόμα πιο γελοίοι από ό,τι ήδη είναι», έγραψε (πάλι) ο Robert Christgau όσον αφορά το σπουδαίο αυτό άλμπουμ, το οποίο μάλιστα χαρακτήρισε στο blog του ως «την “πατάτα” του μήνα», όταν κυκλοφόρησε, τον Ιούνιο του 1997.
Neutral Milk Hotel — In the Aeroplane Over The Sea
«Η ροκ μουσική έχει σακατευτεί από κάποιου είδους ναρκισσιστική ειρωνεία και η αλήθεια είναι ότι ώρες ωρες χρειάζεται έναν τύπο σαν τον Jegg Mangum: κάποιους αφελείς και υπερβατικούς που ξεπηδούν από το πουθενά. Ωστόσο, στην περίπτωση του συγκεκριμένου άλμπουμ, το “Αεροπλάνο” του είναι ένα αδύναμο κατασκεύασμα, δίχως αξία, ουσία και νόημα», έγραψε το 1998 ο κριτικός Ben Ratliff του περιοδικού Rolling Stone.
Spititualized — Ladies and gentlemen we are floating in Space
«Η συνεχής και ενοχλητική εστίαση στο κιθαριστικό drone και την διαρκή επανάληψη κάνει το άλμπουμ να ακούγεται ενοχλητικό και εναναλαμβανόμενο», έγραψε τότε το βρετανικό περιοδικό Q.
Brian Eno — Here Come The Warm Jets
«Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις στη σημερινή βρετανική ροκ σκηνή είναι η εμφάνιση κάποιων περιθωριακών μουσικών που θεωρούν ότι κάνουν “περίεργα” πράγματα καταστρατηγώντας την παραδοσιακή ποπ φόρμα. Ωστόσο, και χωρίς κάποια αξιόλογη οργανική επάρκεια εκ μέρους του, ο Eno ισχυρίζεται ότι “περιποιείται” όργανα άλλων μουσικών, παρόλο που το τελικό προϊόν των προσπαθειών του θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως απλώς απαράδεκτο. Το άλμπουμ του είναι ενοχλητικό χωρίς να καταφέρνει απολύτως τίποτα», ανέφερε ο κριτικός Gordon Fletcher του περιοδικού Rolling Stone.
Animal Collective — Merriweather Post Pavilion
Ο κριτικός Doug Freeman της εφημερίδας The Austin Chronicle ανέφερε ότι «αυτός ο δίσκος αντιπροσωπεύει ένα μουσικό πισωγύρισμα σε ένα άνετο, αλλά δυστυχώς μη συναρπαστικό, ενδιάμεσο μέρος δίχως καμία γοητεία. Το “In the Flowers” ανοίγει με ένα απόκοσμο και συγκρατημένο υποβρύχιο drone, αλλά η άνοδος του είναι προβλέψιμη και χωρίς έμπνευση. Το “My Girls” και το “Summertime Clothes” είναι μεν πιασάρικα, αλλά το ενοχλητικό “Daily Routine», είναι τόσο κουραστικό όσο και ο τίτλος του».
The Rolling Stones — Exile On Main Street
Ο Κaye είναι ένας πραγματικά σπουδαίος κιθαρίστας και ένας αξιοπρεπής συγγραφέας και μουσικός compiler, αλλά όσον αφορά στο συγκεκριμένο άλμπουμ αναφέρει στο περιοδικό Rolling Stone ότι «το “Exile On Main” Street περνάει τις τέσσερις πλευρές του επαναλαμβάνοντας το ίδιο ακριβώς τραγούδι σε τόσες παραλλαγές όσες και οι επίδοξοι μουσικοί κλώνοι της ίδιας της μπάντας. Το άλμπουμ ενδέχεται να αποδεικνύει την αιώνια σταθερότητα και την ελκυστικότητα του γκρουπ, αλλά από την άλλη πλευρά, όταν τελειώνει το άλμπουμ, εσύ αισθάνεσαι αόριστα ανικανοποίητος».
Belle & Sebastian — The Boy with the Arab Strap
«Μιλάμε για τραγούδια τόσο “κολλώδη” που θα έπρεπε να κρέμονται από το αυτί του Ben Stiller [σ.σ: το άλμπουμ βγήκε τον ίδιο ακριβώς μήνα που κυκλοφότησε στις αίθουσες η ταινία “Κάτι Τρέχει Με Την Μαίρη», με την γνωστή σκηνή με το σπέρμα] και αυτό δεν το εννοώ με καλό τρόπο. Στην πραγματικότητα, το εννοώ με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Επίσης, το πείραμα του συγκροτήματος με τον προφορικό λόγο [σ.σ: εννοεί ότι κάποια από τα τραγούδια δεν τραγουδιούνται, αλλά απαγγέλλονται] δεν αποτελούν πλεονέκτημα», έγραψε τότε ο κριτικός Jason Josephes του Pitchfork.
TAINIEΣ
Casablanca
«Μια ιστορία αγάπης που είναι φρικτά “ξύλινη” και γεμάτη με κλισέ που μειώνουν την όποια συναισθηματική ένταση», ήταν η «επιτύμβια» κριτική του New Statesman.
The Godfather Part II
«Μοιάζει σαν το Τέρας του Φρανκενστάιν ραμμένο από διαφορετικά, εναπομείναντα κομμάτια. Μιλάει και κινείται αλλά δεν έχει το δικό του μυαλό. Φαίνεται πολύ ακριβό αλλά είναι πνευματικά απελπισμένο και επιπλέον έχει τον αέρα ενός περίτεχνου νούμυρου επιθεώρησης. Αλλά είναι μια από εκείνες τις κλασικές ταινίες που οι άνθρωποι λένε ψέματα ότι είδαν, οπότε αν δεν την έχετε δει ακόμα, θα σας κάνουμε μια προσφορά που δεν μπορείτε να αρνηθείτε: μην κάνετε τον κόπο να την δείτε καν», ανέφερε τότε ο αρθρογράφος των New York Times, Vincent Canby.
Star Wars
Το 1977 είναι η εποχή που οι κριτικοί σινεμά δεν είχαν να πουν δα και τα καλύτερα πράγματα για τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας. «Είναι ένα σύνολο από σκόρπιες ιδέες και εικόνες χωρίς καμία συναισθηματική λαβή: ένα διαστημικό έπος χωρίς το στοιχείο του ονείρου», έγραψε τότε η κριτικός Pauline Kael του New Yorker.
Forrest Gump
Μπορεί «η ζωή να είναι σαν ένα κουτί σοκολάτες, καθώς ποτέ δεν ξέρεις ποιο σοκολατάκι θα σου τύχει», αλλά ο κριτικός Mark Harris του Entertainment Weekly ανάφερε σχετικά ότι «είναι μια ταινία ρηχή και μονότονη, μια ταινία που ξοδεύει τόσο πολύ χρόνο προκειμένου να καθαγιάσει τον ήρωά της που, παρά την “αθωότητά” του, στο τέλος καταλήγει να τον κάνει να φαίνεται τόσο ευάλωτος όσο ο ίδιος ο Σούπερμαν».
Vertigo
Σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ, το εκπληκτικό “Vertigo” αφηγείται την ιστορία ενός πρώην αστυνομικού ντετέκτιβ που μάχεται με τους δαίμονές του και ο οποίος αποκτά εμμονή με μια όμορφη γυναίκα. Όμως η κριτική του περιοδικού Time δεν ήταν τόσο θετική: «Μια ακόμη ιστορία του Χίτσκοκ στην οποία το μυστήριο δεν είναι τόσο το ποιος το έκανε, όσο το ποιος νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτήν την ταινία».
2001: A Space Odyssey
Όσον αφορά σε μία από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας όλων των εποχών, ο John Simon του New Leader έγραψε τότε ότι «παρ’ όλο το ζωηρό οπτικό και μηχανικό του θέαμα, αυτό είναι ένα είδος βαρετού, διαστημικού και ακόμη πιο κινηματογραφικά επιτηδευμένου “Σπάρτακου”».
Jaws
«Αν και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το Jaws θα κόψει χιλιάδες εισιτήρια και θα προσφέρει μια ολόκληρη περιουσία στη Universal και τους παραγωγούς του, Richard Zanuck και David Brown, δεν παύει να είναι ένα χονδροειδές και αδέξια σκηνοθετημένο έργο που εξαρτάται εν πολλοίς από την υπερβολή για να προκαλέσει τον όποιον αντίκτυπό του», έγραψε ο Charles Champlin στους Los Angeles Times.
The Shawshank Redemption
Το «Shawshank Redemption» μας χάρισε το υπέροχο δίδυμο του Andy (Tim Robbins) και του Red (Morgan Freeman) σε μια από τις καλύτερες δραματικές ταινίες όλων των εποχών. Ορισμένοι κριτικοί, ωστόσο, βρήκαν την ταινία «άτονη και βαρετή». «Μιλώντας για τη φυλακή, η ταινία φαίνεται να διαρκεί για τον θεατή της περίπου μισή πραγματική ισόβια κάθειρξη. Η ίδια η ιστορία εγκλωβίζεται στον δικό της δαιδαλώδη συναισθηματισμό», γράφει ο Desson Thomson στην Washington Post.
Psycho
«Το σενάριο μάς οδηγεί σε ένα μοτέλ με θέα στο βάλτο και σε έναν από τους πιο βρώμικους, πιο ενοχλητικούς φόνους που γυρίστηκαν ποτέ», έγραψε τότε ο κριτικός του Time. «Η κάμερα παρακολουθεί από κοντινή απόσταση κάθε σύσπαση, γουργούρισμα, σπασμό και αιμορραγία στη διαδικασία με την οποία ένα ζωντανό ον από άνθρωπος… καταλήγει πτώμα. Ο εφιάλτης που ακολουθεί είναι μεν γοτθικής γοητείας, αλλά η ναυτία δεν εξαφανίζεται ποτέ».
The Shining
«Η παραγωγή του Στάνλεϊ Κιούμπρικ για το “The Shining”, μια βαρετή και άτονη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Στίβεν Κινγκ, μοιάζει να είναι η μεγάλη απογοήτευση της κινηματογραφικής σεζόν», δήλωσε ο κριτικός Gary Arnold στην Washington Post, προσθέτοντας ότι «δεν μπορώ να θυμηθώ μια πιο αναποτελεσματική ταινία τρόμου».